Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Ταξί story

Τα πρόλαβα γκρι. Ναι. Τα ταξί ήταν κάποτε γκρι, το ταξίμετρο το κούρδιζαν και ο ήχος του ήταν σαν καλπασμός αλόγου. Και η Ελλάδα τότε ήταν γκρι. Ο κόσμος ως επί το πλείστον κατέφευγε στα λεωφορεία. Τσαμπιά! Έκλεινε η πόρτα και όλο κάτι περίσσευε. Είχαν μέχρι και εισπράκτορα. Με ένα τσαντάκι που είχε τα κέρματα κατά αξία, το ένα πάνω στο άλλο…Και φώναζε «Στάση Λυσσιατρείο»…Δεν ξέρω που έπεφτε η συγκεκριμένη στάση αλλά παραξένευε το παιδικό μυαλό μου η λέξη «λυσσιατρείο» και γι’ αυτό τη θυμάμαι. Το θέμα μας όμως είναι τα ταξί που είπαμε ότι ήταν γκρι. Λίγοι τα προτιμούσαν. Έπρεπε «να έχεις τον τρόπο σου» (ντεμοντέ έκφραση για να χαρακτηρίζει τους οικονομικά εύρωστους). Αλλά και η άδεια ταξί ήταν μεγάλο προνόμιο για όποιον την κατείχε! Σφάζονταν παλικάρια για πάρτη της!



Τα ταξί στην πορεία έγιναν κίτρινα. Πιο έντονο το χρώμα. Γλετζέδικο. Κι έτσι άρχισαν τα γλέντια. Η ελληνικής πατέντας ταξί. Γιατί το χαρακτηρίζω ελληνική πατέντα; Σε όλα τα μέρη τα ταξί υπήρξαν για να σε πηγαίνουν εκεί που θες. Στην Ελλάδα επί σειρά ετών σε πήγαιναν εκεί που ήθελε ο ταξιτζής…Πώς να το εξηγήσω στην νέα γενιά; Ήταν σαν τηλεπαιχνίδι που τις περισσότερες φορές έπεφτες σε ζονγκ!


Το ταξί πάντα εν κινήσει και συ φώναζες «Πα-τη-σίίίίίων», ο άλλος «Ψυ-χι-κόόόό». Από κει και πέρα ο ταξιτζής ή θα σου κουνούσε το κεφάλι και θα κατέβαζε τα χείλη κάτω με μορφασμό σε ένδειξη περιφρόνησης…Ή θα ανασήκωνε το χέρι από τις ταχύτητες και θα έκανε μια κίνηση τύπου «αι σιχτίρ» ή και «α πάγαινε να γαμηθείς» ή ο πλέον ευγενικός δεν θα απαντούσε ούτε βέβαια θα έγνεφε απλώς θα προσπερνούσε αδιάφορα.
Το άλλο στοιχείο της ελληνικής πατέντας συνίστατο στο ότι τα ταξί είχαν μετατραπεί σε mini bus cafe. Όλοι οι καλοί χωρούσαν. Γνωριζόσουν με κόσμο, ανταλλάσατε σκέψεις για την οικονομική και πολιτική κατάσταση, ανεβάζατε κατεβάζατε κυβερνήσεις…Όνειρο!
Θυμάμαι μια φορά, στο λιμάνι της Ραφήνας, αναγκαστήκαμε να παίξουμε με τον άντρα μου τους άγνωστους προκειμένου να μας δεχτεί ο ταξιτζής. Πληρώσαμε μια κούρσα επί δυο. Αλλά ανανεώσαμε και τη σχέση μας…Ξέρεις τι είναι μετά από χρόνια γάμου να λες «θέλετε να κατεβείτε μαζί μου;»…
Α!!! Υπήρχαν και άλλα στοιχεία πατέντας. Τα πίσω παράθυρα όφειλαν να είναι κλειστά ακόμα και στον καύσωνα για να μη χτυπάει ο αέρας το σβέρκο του οδηγού και τα πόμολα βγαλμένα λες και σε είχαν απαγάγει…
Μόνο κουκούλα στο πρόσωπο δεν σου φόραγαν…
Οι σουμιέδες του πίσω καθίσματος ήταν σπασμένοι και καθόσουν ένα με το έδαφος και είχε ταμπέλα «απαγορεύεται το κάπνισμα» αλλά ο οδηγός κάπνιζε. Γενικά δεν έπρεπε να έχεις απαιτήσεις αλλά ευγνωμοσύνη στον ταξιτζή. Παρόλα αυτά και προφανώς ως ένδειξη μαζοχισμού, μικρή μερίδα ελλήνων προτιμούσε τις λοιπές συγκοινωνίες. Αυτές ήταν κάτι σαν τη χαρά του μετανάστη.


Κι ήρθε η Ολυμπιάδα κι ήρθε το μετρό και το σουλουπώσαμε το πράγμα. Και είχαμε και την εμφάνιση πλέον των εταιρειών ταξί. Και ανάψαμε κερί στη Μεγαλόχαρη. Και ήμασταν όλοι σαν ούφο καθώς συναντούσαμε ευγενικό ταξιτζή και είχαμε να το λέμε… «Ευγενέστατος! Πεντακάθαρο το ταξί! Σχεδόν καινούργιο! Με πήγε μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου!!!!».


Και πέρασε η Ολυμπιάδα και ήρθε η Προσγειάδα του «λεφτά υπάρχουν»! Και άλλαξαν οι ρόλοι…Περνάνε πλέον τα ταξί και κάνουν νεύμα στον πελάτη…
«Πού πάς;» ρωτάνε εναγώνια οι οδηγοί…Λατρεύω, να πω την αμαρτία μου, αυτό το χεράκι που ρωτάει «πού πάω;» και αναβοσβήνει τα φώτα…
Και το βλέμμα που απογοητεύεται που δεν του απαντάω καν…«Α πάγαινε!» αν έχω κέφια του γνέφω όπως μου έγνεφε εκείνος χρόνια…
Έχει η ζωή γυρίσματα. Και τσαντίζομαι με τον εκδικητικό εαυτό μου και σιχαίνομαι το κεντρί του σκορπιού που καιροφυλακτούσε και είχα μέχρι και τύψεις. Ναι μα τω θεώ! Και εκεί πάνω στις τύψεις…Έσκασε η απεργία. Και είδα ξανά μπροστά μου το ανθρωπάκι που καταδυνάστευσε χρόνια και χρόνια τη ζωή μου. Τον αγενή, τον εαυτούλη, τον ελληνάρα του «έτσι γουστάρω» και «αν σ΄αρέσει» και στο καπάκι «θέλω διάλογο»…
Που περιέργως τον κανάκεψαν όλα τα κόμματα και οι κυβερνήσεις.
Μια ζωή στην ομηρία του…Σε όλους τους κλάδους…Και μεις στο πίσω κάθισμα ενός πολιτικού συστήματος ανοχής και ανικανότητας με κλειστά τα τζάμια και βγαλμένα τα πόμολα…
Έχω ένα αυτοκίνητο που όλο, όλο τρέχει και που θα σταματήσει; Ντεμοντέ κι αυτό παιχνίδι…Λες επιτέλους να σταματήσει κάπου;


Της Ρέας Βιτάλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου