Σήμερα συμπληρώνονται 64 χρόνια. Ήταν ημέρα Κυριακή. Μέρα που ακόμα και οι Γερμανοί εισβολείς τη σεβάστηκαν. Πριν ακόμα χαράξει, μέσα στη νύχτα, σαν κοινός δολοφόνος, το κράτος των γερμανοτσολιάδων που πλέον είχαν ντυθεί αμερικανοτσολιάδες, το κράτος των μαυραγοριτών που έχτιζε «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, είχε εκτελέσει τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του. Την ίδια μέρα της εκτέλεσης, ο Γιάννης Ρίτσος, εξόριστος στον Αϊ – Στράτη, γράφει στο ποίημά του «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ»:
«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε./ Μ” ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία./ Μ” ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει (…)».
Στις 30 του Μάρτη 1952, μέρα Κυριακή, μέρα που ούτε κι αυτοί οι Γερμανοί δεν έκαναν εκτελέσεις, ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, Δημήτρης Μπάτσης, Νίκος Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης, πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Το παράγγελμα γι” αυτή την πολιτική δολοφονία θα αποτελεί αιώνιο στίγμα για το καθεστώς της αμερικανοκρατίας και το πολιτικό σύστημα της ολιγαρχίας στην Ελλάδα. Το «πυρ» για τη διάπραξη αυτού του στυγερού εγκλήματος διατάχτηκε από το μετεμφυλιακό καθεστώς της άρχουσας τάξης της Ελλάδας μαζί με τους Αμερικανούς συμμάχους της. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, το παλάτι, το στρατιωτικό και παραστρατιωτικό κατεστημένο, πριν από ακριβώς 62 χρόνια, εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη.
«Το σκότωσαν το παλικάρι, πάει. Μαζί του εκτελέσανε και τον Μπάτση, τον Καλούμενο και τον Αργυριάδη… Το έγκλημα έγινε στην Αθήνα στο ‘‘συνήθη τόπο’’, ξημερώνοντας η 30 του Μάρτη, σε μέρα και ώρα απαγορευμένα που ακόμα και αυτοί οι Γερμανοί κατακτητές τα σεβάστηκαν. Κυριακή 4 και 10’ μέσα σε πηχτό σκοτάδι, υπό το φως των προβολέων, μήπως και φρίξει η μέρα.
Κι ούτε ένας αρμόδιος δε βρέθηκε να παραδεχτεί πως αυτός έδωσε την εντολή. Όλοι ανεύθυνοι. ‘‘Αθώος ειμί του αίματος τούτου…’’. Κι ως το ‘μαθε ο κόσμος πήρε τους δρόμους, έτρεχε με γαρίφαλα και μύρα να πλύνει το νωπό αίμα εκείνου που τους ξανάδωσε την ελπίδα.
‘‘Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη! Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη!’’
‘‘Σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;’’
Δάκρυα, τριγμοί, και σεισμοί και όρκοι. ‘‘Κοιμήσου ήσυχος, Νίκο εμείς αγρυπνούμε…’’.
Εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη την υφήλιο υψώνουν τις γροθιές τους. Εκατομμύρια κάνουν ευλαβικά το σταυρό τους. Κι η γροθιά με το σταυρό ανταμώνουν εκεί που η καταλύτρα βία γκρεμίζει τα θεμέλια της ανθρωπιάς. Σκότωσαν έναν άνθρωπο κι ανάστησαν μια ιδέα. Θάνατος δεν υπάρχει όταν η ζωή σου γίνεται ένα μ’ εκατομμύρια ζωές που μάχονται για την ανθρώπινη ανάσταση (…).
…Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους/ το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη./ Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω απ΄ τα μαχαίρια τους/ Τραβηχτείτε πέρα, δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα./ Σάλεψε η γη. Σάλεψαν τα’ αγκωνάρια του ουρανού./ Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού./ Σάλεψε η κρεμασμένη λάμπα./ Τι ώρα νάναι λοιπόν;/ Τι ώρα νάναι… παιδί μου να θυμάσαι.
Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου ανταμώνονται στους αιθέρες με τους στίχους όλων των μεγάλων βάρδων της γης. Κι ο Πωλ Ελυάρ λέει μπρος σ’ εκατομμύρια Γάλλους, που κλαίνε από οργή και συγκίνηση:
‘‘Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ’ την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό. Χαμογελούσε’’…»
(Από το βιβλίο της Διδούς Σωτηρίου, η «Εντολή», εκδόσεις «Κεδρος», που πρόσφερε πριν λίγες βδομάδες η «Real News»)
Σε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή» την επόμενη μέρα της εκτέλεσης, ο δημοσιογράφος Γιώργος Κορωναίος περιγράφει τις τελευταίες στιγμές:
«Ο υπαρχιφύλαξ, διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των 8 μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ” αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.
«Νίκο σήκω»
Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:
«Πάμε για καθαρό αέρα;»
«Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση» (…)»
Οι δολοφόνοι είχαν πολλούς λόγους να εκτελέσουν τον Μπελογιάννη. Ο Μπελογιάννης, βλέπετε, αποκάλυπτε το «εθνοφελές» έργο των «σωτήρων». Έγραφε:
«…ο λαός υπόφερνε (…). Είχε γονατίσει από τους φόρους, κι η τοκογλυφία ερχότανε ύστερα να του δώσει τη χαριστική βολή. Αφήνω κατά μέρος κάθε δική μου περιγραφή και παίρνω ένα κομμάτι από την Ιστορία του Καρολίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο: «Την εποχή εκείνη η χώρα εσπαράζετο υπό της φυγοδικίας και των συμμοριών τοκογλύφων, οίτινες εν συνεργασία προς τους ταμίας του κράτους και αυτούς ακόμα τους δικαστάς είχον δημιουργήσει αλληλεγγύην και κατέτρωγαν τας σάρκας του λαού» (…). Κι έτσι, τοκογλύφοι, κομματάρχες, δικαστές, ταμίες, Εθνοτράπεζα, κράτος και ληστές – τούτοι οι τελευταίοι πολύ λιγότερο από τους άλλους – εκτελούσαν το ίδιο «εθνοφελές» έργο: Την ερήμωση της χώρας και τον αφανισμό του λαού. Και στο αντιλαϊκό τούτο όργιο, έρχονται και οι ξένοι κεφαλαιούχοι να πάρουν μία από τις καλύτερες θέσεις».
(Από το βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη, «Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα»,εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»)
Ο Μπελογιάννης με τα λόγια του κατά τη διάρκεια της απολογίας του είχε δώσει το στίγμα της δίκης, μετατρέποντας τους στρατοδίκες του από κατηγόρους σε κατηγορούμενους.
- «Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας…».
- «Οι μάρτυρες - είπε απευθυνόμενος στους στρατοδίκες ο Μπελογιάννης- φτάσανε μέχρι του σημείου να λένε πως κάθε Κομμουνιστής είναι κατάσκοπος και πως οι Κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες και πως το ΚΚΕ δεν είναι ελληνικό Κόμμα. Τι άτιμο ψέμα! Ο πατριωτισμός κάθε κόμματος μετριέται μόνο τότε που η λευτεριά και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας διατρέχει κίνδυνο. Απ” αυτό και μόνο αν βγάζατε συμπέρασμα, θα σχηματίζατε τη σωστή εντύπωση για το χαρακτήρα του ΚΚΕ, που χωρίς καμία αμφιβολία πρόκειται για καθαρό πατριωτικό Ελληνικό Κόμμα».
Ο Μπελογιάννης είχε «ενοχλήσει» τους στρατοδίκες του. Τους έλεγε τον Νοέμβρη του ’51, στην πρώτη του απολογία στο στρατοδικείο:
- «Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ” αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
- «… αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε κι όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας».
Νόμιζαν πως σκοτώνοντας τον Μπελογιάννη θα τον φίμωναν. Πως τα λόγια τουθα έπαυαν να δονούν για πάντα τις καρδιές όλων εκείνων που δεν κάνουν «δήλωση μετανοίας». Οι ανόητοι…
Ο Μπελογιάννης μετέτρεψε το εναντίον του Στρατοδικείο σε πεδίο κατηγορίας και γελοιοποίησης των κατηγόρων του. Ενδεικτικός ο διάλογος, κατά τη διάρκεια της δίκης με έναν από τους βασικούς κατηγόρους του, τον αστυνομικό Αγγελόπουλο:
«ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ισχυρίζεστε ότι ήρθα εδώ για να εφαρμόσω τις αποφάσεις των Ολομελειών της ΚΕ του ΚΚΕ;
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Οι αποφάσεις αυτές λένε ότι βάση της δράσης του ΚΚΕ είναι ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ειρήνη. Έτσι δεν είναι;
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Έτσι.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Επομένως, ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες και την ειρήνη είναι συνωμοσία κατά της Ελλάδας;
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ευχαριστώ. Αυτό μονάχα ήθελα να διευκρινίσω».
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».
Ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη κατά την απολογία του, το Φλεβάρη του ’52. Λίγες μέρες πριν από την εκτέλεσή του. Λόγια ποτισμένα μέσα στο καμίνι της πράξης, ειπωμένα με «όπλο» ένα γαρύφαλλο απέναντι στις κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Λόγια και πράξη, που θα αποτελούν πάντα σύμβολο του πατριώτη, του διεθνιστή, του ανθρώπου, του κομμουνιστή.
enikos