H λέξη «Βλάχος» σημαίνει σήμερα, στον καθημερινό προφορικό λόγο, τον ‘άξεστο’, τον ‘χωριάτη’, αποκτώντας έτσι ένα υποτιμητικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός ο όρος προσδιορίζει μια πραγματική ιστορική οντότητα, που εντάχθηκε στο ελληνικό έθνος με το τίμημα της μη περαιτέρω ανάπτυξής της.
Πολλοί μύθοι υπάρχουν για την καταγωγή των Αρουμάνων ή αλλιώς Βλάχων, μιας εθνότητας με μακραίωνη ύπαρξη στην Ελλάδα και αλλού. Πάντως, ως φαίνεται, η επικρατέστερη εκδοχή είναι αυτή που στηρίζει την καταγωγή τους από θρακικούς και ιλλυρικούς γηγενείς πληθυσμούς.
Πολλοί μύθοι υπάρχουν για την καταγωγή των Αρουμάνων ή αλλιώς Βλάχων, μιας εθνότητας με μακραίωνη ύπαρξη στην Ελλάδα και αλλού. Πάντως, ως φαίνεται, η επικρατέστερη εκδοχή είναι αυτή που στηρίζει την καταγωγή τους από θρακικούς και ιλλυρικούς γηγενείς πληθυσμούς.
Από τα μέσα του 19ο αιώνα οι λατινόφωνοι λαοί βόρεια του Δούναβη αναπτύσσουν μια λατινική συνείδηση αναζητώντας την κοινή καταγωγή. Ο ρουμανικός εθνικισμός επωφελείται από αυτή τη στροφή προς τη λατινικότητα και στρέφει την προσοχή του προς την ενσωμάτωση των Βλάχων στα εθνικά του ιδεολογήματα.
Από την άλλη, στον ελληνικό χώρο ξεκινά η προσπάθεια απόδειξης της ελληνικής καταγωγής των Βλάχων μέσα από την εθνική ιστοριογραφία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πολλές φορές τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα.
Από την άλλη, στον ελληνικό χώρο ξεκινά η προσπάθεια απόδειξης της ελληνικής καταγωγής των Βλάχων μέσα από την εθνική ιστοριογραφία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πολλές φορές τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα.
Ως κύριο μέσο για την οικειοποίησή τους χρησιμοποιείται αρχικά η εκπαιδευτική πολιτική. Από την πλευρά της, η Ρουμανία προωθεί ένα σχέδιο ίδρυσης σχολικών δικτύων κυρίως στα νότια Βαλκάνια, όπου ο αριθμός των Αρουμάνων ήταν πολυπληθής. Το ελληνικό κράτος, από τη μεριά του, επιστρατεύει δάσκαλους, κληρικούς, ιεραπόστολους για να εμφυσήσουν στους Βλάχους των περιοχών αυτών, την ελληνική εθνική συνείδηση.
Στις αρχές τους 20ου αιώνα, η επιτυχία της ρουμανικής διπλωματίας έθεσε τις πρώτες βάσεις της συζήτησης περί βλάχικης μειονότητας στον ελληνικό χώρο . Η ελληνική πλευρά προσπάθησε να αποτρέψει τα σχέδια της Ρουμανίας.
Εθνικός στόχος ήταν εξαρχής η ενσωμάτωση των μειονοτήτων στο εθνικό κορμό με οποιονδήποτε τρόπο. Το ελληνικό κράτος παρουσίαζε ‘μαγειρεμένα’ δεδομένα των απογραφών του, που έδειχναν άλλοτε πολύ μικρό αριθμό Βλάχων στα εδάφη του και άλλοτε πολύ μεγάλο αριθμό ελληνόφωνων Βλάχων.
Μέσω της προπαγάνδας και της βίας από τοπικούς φορείς, υπήρξε συστηματική προσπάθεια να αποδυναμωθεί η εκπαίδευση σε αρουμανικά σχολεία.
Η σοβαρότερη προπαγανδιστική πρακτική, ωστόσο, ήταν ο διαχωρισμός σε ελληνόφωνους κατοίκους και σε ρουμανίζοντες. Σε αυτή την διάκριση δεν υπήρχε πουθενά η έννοια Βλάχος, σα να μην αναγνωριζόταν καθόλου η ύπαρξή τους. Με άλλα λόγια, μόνο όποιος μιλούσε την ελληνική θεωρείτο Έλληνας.
Η κατάσταση οξύνθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένοι Βλάχοι της Πίνδου εκμεταλλεύτηκαν την ιταλική προσέγγιση, η οποία έβλεπε τους Βλάχους ως ιταλικής καταγωγής και συμμάχησαν με τον Μουσολίνι. Πήραν την άδεια του και ιδρύθηκε το επονομαζόμενο Πριγκιπάτο της Πίνδου, το οποίο διέλυσε ο Βελουχιώτης.
Μεταπολεμικά και θεωρώντας ως ύστατη εθνική προδοσία την σύμπραξη με την Ιταλία, η ελληνική ιστοριογραφία τους αντιμετώπισε μέσα από μια καθ’ όλα εθνικιστική σκοπιά.
Η καθημερινότητα των Αρουμάνων γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Στα σχολεία απαγορευόταν η χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Αν σε κάποιο παιδί ξέφευγε κάποια λέξη, το ξύλο ήταν η άμεση απάντηση. Δεν επιτρεπόταν ούτε στις γειτονιές τους η χρήση των βλάχικων. Οι μαρτυρίες της εποχής για τη βία της αστυνομία καθώς και απλών πολιτών εναντίον τους, είναι χαρακτηριστικές.
Η καθημερινότητα των Αρουμάνων γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Στα σχολεία απαγορευόταν η χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Αν σε κάποιο παιδί ξέφευγε κάποια λέξη, το ξύλο ήταν η άμεση απάντηση. Δεν επιτρεπόταν ούτε στις γειτονιές τους η χρήση των βλάχικων. Οι μαρτυρίες της εποχής για τη βία της αστυνομία καθώς και απλών πολιτών εναντίον τους, είναι χαρακτηριστικές.
Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 τα πράγματα έβαιναν προς ομαλοποίηση, όχι επειδή αποδυναμώθηκε ο εθνικισμός, αλλά γιατί οι Βλάχοι είχαν πλήρως εγκολπωθεί στο ελληνικό εθνικό γίγνεσθαι. Πλέον, δεν ετίθετο ζήτημα εθνικής συνείδησης, μιας και αυτό είχε λυθεί με ‘συνοπτικές διαδικασίες’ στο παρελθόν.
Η στάση των ίδιων των Βλάχων απέναντι στις πρακτικές του ελληνικού κράτους, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παθητική, με εξαίρεση το παράδειγμα της Πίνδου. Στην συνείδησή τους η λέξη Έλληνας δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά τον πλούσιο έμπορο, τον ντόπιο κ.τ.λ. Δεν έβλεπαν καμία κοινή ιστορική καταγωγή, αλλά μια κοινωνική συνύπαρξη.
Οι περισσότεροι μιλούσαν ελληνικά παράλληλα με τη μητρική τους γλώσσα, χωρίς αυτό να αποτελεί απόδειξη εθνικής συνείδησης. Η ελληνική ήταν η γλώσσα του εμπορίου, του σχολείου και της δημόσιας σφαίρας.
Η Βλάχικη γλώσσα είναι μόνο προφορική και όχι γραπτή. Σήμερα έχουμε χάσει μία μεγάλη ευκαιρία να έχουμε σε γραπτή μορφή ένα λατινογενές ιδίωμα, το οποίο προέρχεται από την ρωμαϊκή εποχή. Αν και στα τέλη του 18ου αιώνα είχε γίνει μια προσπάθεια από τους διανοούμενος της διασποράς για τη δημιουργία λεξιλογίου, ωστόσο ο εθνικισμός δεν επέτρεψε την ανάπτυξη της.
Της Έφης Μητσιου
Της Έφης Μητσιου
telika einai i oxi ellines???
ΑπάντησηΔιαγραφή