Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Το εμπόδιο της Βόρειας Ευρώπης στην Παγκόσμια Οικονομία

Τα τελευταία χρόνια, τα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας –τα οποία αντιστοιχούν κατά μέσο όρο σε 220 εκατ. δολάρια ετησίως από το 2000- έχουν προσελκύσει έντονη κριτική από τον υπόλοιπο πλανήτη.
Αλλά, τα παρομοίου μεγέθους πλεονάσματα της Γερμανίας –τα οποία κατά μέσο όρο αντιστοιχούν σε 170 εκατ. δολάρια από την εισαγωγή του ευρώ το 1999- έχουν αποφύγει κάθε κριτική, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. 
Η διαφορά, όπως υποστηρίζεται, είναι η νομισματική ένωση. Εφόσον η ευρωζώνη στο σύνολό της ήταν σχετικά ισορροπημένη, τα πλεονάσματα της Γερμανίας θεωρούνταν άνευ σημασίας, με τον ίδιο τρόπο που θεωρούνται άνευ σημασίας τα πλεονάσματα του Τέξας στις ΗΠΑ. Αντιθέτως, τα κινεζικά πλεονάσματα έχουν θεωρηθεί ως αιτία των παγκοσμίων ανισορροπιών. 

Το επιχείρημα αυτό είναι σωστό, υπό την έννοια ότι το πλεόνασμα ή έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μίας νομισματικής ένωσης στο σύνολό της είναι αυτό που αναμένεται να έχει επιπτώσεις για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Και, σε αντίθεση με την Κίνα, η Γερμανία δεν έχει πλέον «εθνική» συναλλαγματική ισοτιμία, την οποία να μπορεί να προσαρμόσει ως απάντηση στο πλεόνασμά της. Οι παράγοντες αυτοί –σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπορικών δεδομένων για περιοχές εντός των χωρών- έχουν οδηγήσει τους οικονομολόγους στο να εξετάζουν σπάνια τα εσωτερικά πλεονάσματα ή ελλείμματα των χωρών. 

Αλλά, σε καθαρούς όρους, μία περιοχή εντός μίας χώρας –ή, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, μία χώρα εντός μίας νομισματικής ένωσης- εξακολουθεί να «αφαιρεί» από τη συνολική παγκόσμια και εθνική ζήτηση αν εξάγει περισσότερο από ό,τι εισάγει. Ένα καλό παράδειγμα είναι το πώς οι περικοπές δαπανών από τις πολιτειακές κυβερνήσεις των ΗΠΑ –πολλές εκ των οποίων απαιτούνται συνταγματικά να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους- απογοήτευσαν, σε κάποιο βαθμό, το τεράστιο ομοσπονδιακό-κυβερνητικό πακέτο κινήτρων για την περίοδο 2010-2011. 

Για το λόγο αυτό, είναι λογικό να αναρωτηθούμε αν μία χώρα τόσο μεγάλη όσο η Γερμανία –ή ακόμα και μία τόσο μεγάλη πολιτεία όσο η Καλιφόρνια ή το Τέξας- αυξάνει ή μειώνει την παγκόσμια συνολική ζήτηση. (Στην πραγματικότητα, αν ήταν αυτόνομα κράτη, η Καλιφόρνια και το Τέξας θα βρίσκονταν ως χώρες στη 12η και 14η θέση της κατάταξης της παγκόσμιας οικονομίας το 2012 –μπροστά από την Ολλανδία, το Μεξικό και τη Νότια Κορέα.)

Το ερώτημα αυτό είναι ακόμη σημαντικότερο, διότι η Ολλανδία και η Αυστρία, δύο από τις γειτονικές βορειοευρωπαϊκές χώρες της Γερμανίας, συνεχίζουν να καταγράφουν πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ οι πληγείσες χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν αντιστρέψει τα προηγουμένως μεγάλα ελλείμματά τους, καθώς η λιτότητα έχει συμπιέσει την εγχώρια ζήτηση και έχει αφήσει περιθώριο για μία αύξηση στις εξαγωγές. Ως αποτέλεσμα, η ευρωζώνη στο σύνολό της θα παράγει ένα πλεόνασμα κοντά στα 260 δισ. δολάρια το τρέχον έτος, το οποίο αντιπροσωπεύει μία νέα παγκόσμια ανισορροπία που είναι πιο άμεσα συγκρίσιμη με αυτή της Κίνας κατά την τελευταία δεκαετία. 

Οι πλεονασματικές χώρες της Ευρώπης εκτός ευρωζώνης –η Σουηδία, η Δανία, η Ελβετία και η Νορβηγία (όλες εκ των οποίων συνδέουν σε κάποιο βαθμό τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες με το ευρώ)- μεγεθύνουν την παγκόσμια αυτή ανισορροπία. Η Βόρεια Ευρώπη –συμπεριλαμβανομένων αυτών των τεσσάρων χωρών και της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας- τρέχει ένα τεράστιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, περίπου 550 δισ. δολάρια. Εντωμεταξύ, το πλεόνασμα της Κίνας είναι απίθανο να υπερβεί τα 150 δισ. δολάρια φέτος. Στην πραγματικότητα, το υψηλότερο επίπεδο που έχει φτάσει ποτέ το ετήσιο πλεόνασμα της Κίνας ήταν περίπου 400 δισ. δολάρια την περίοδο 2007-2008 –όταν οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να εισαγάγουν εμπορικές κυρώσεις κατά της χώρας, επειδή εξέλαβαν την ανισορροπία αυτή ως απειλή για τη σταθερότητα της δικής τους αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας. 

Το πιο προβληματικό γεγονός στην κατάσταση της ευρωζώνης είναι ότι η ανεργία σε ορισμένες από τις πληγείσες οικονομίες –Ελλάδα και Ισπανία- παραμένει άνω του 20%. Οι χώρες αυτές προσπαθούν να επιτύχουν μία δύσκολη «εσωτερική υποτίμηση» -δηλαδή, μία μείωση στην εγχώρια μονάδα κόστους εργασίας σε σχέση με τις ισχυρότερες οικονομίες της ευρωζώνης- ενώ το συνολικό πλεόνασμα της ευρωζώνης που προκαλείται από τη Βόρεια Ευρώπη τοποθετεί ανοδικές πιέσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα εκτός της νομισματικής ένωσης. 

Ισπανία και Ελλάδα, έχουν καταφέρει να επιτύχουν μία εσωτερική υποτίμηση της τάξης του 5% φέτος, έναντι της Γερμανίας, αλλά η ανταγωνιστικότητά τους έναντι των ΗΠΑ και των χωρών του δολαρίου δεν έχει βελτιωθεί, διότι το ευρώ έχει ανατιμηθεί κατά περισσότερο από 5% έναντι του δολαρίου. Και, πράγματι, το ευρώ πρέπει να ανατιμηθεί, διότι η ευρωζώνη στο σύνολό της καταγράφει επί του παρόντος ένα τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. 

Μπορεί κανείς μονάχα να λυπηθεί τις χώρες του Νότου. Θα έπρεπε ίσως μέχρι και να ευχαριστήσουν τους Γάλλους, για την αποτυχία τους να εφαρμόσουν αποτελεσματικά μέτρα λιτότητας, συνεχίζοντας έτσι να καταγράφουν μικρό έλλειμμα, γεγονός που έχει εμποδίσει το πλεόνασμα της Ευρώπης από το να γίνει ακόμη μεγαλύτερο. 

Αλλά, μία αφθονία οίκτου από μόνη της δεν θα βοηθήσει κανέναν. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίες έχουν αρκετό περιθώριο να αυξήσουν τους μισθούς και να εφαρμόσουν επεκτατική πολιτική, οφείλουν να το πράξουν. Αυτό θα ωφελήσει άμεσα τους πολίτες της Βόρειας Ευρώπης, ενώ παράλληλα θα βοηθήσει να κρατηθεί χαμηλά το ευρώ και να τονωθεί η ανάπτυξη και η προσαρμογή στη Νότια Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της.
sofokleous10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου