«Η αστυνομία», είπε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις έφτασε «να εκπροσωπεί ό,τι χολεριασμένο και άρρωστο κρύβει μέσα του ο άνθρωπος – για να προστατέψει μ’ έναν ακάθαρτο μανδύα τις έννοιες έθνος, πατρίδα, σπίτι, εκκλησία, κράτος και οικογένεια. Έννοιες ιερές, που έγιναν πανάθλιες απ’ όσους ανέλαβαν με αυθαιρεσία ανάξια να τις φρουρήσουν».
Ήρθε η στιγμή, νομίζω, στη θέση των αστυνομικών να προσθέσουμε και τους Έλληνες δικαστές.
Ελάχιστες επαγγελματικές ομάδες στην Ελλάδα έχουν επιδείξει τα τελευταία χρόνια μεγαλύτερη αναλγησία στον ανθρώπινο πόνο, τόση αδιαφορία για το πνεύμα (αν όχι και για το γράμμα) των νόμων και λιγότερο σεβασμό σε έννοιες όπως ελευθερία και δημοκρατία.
Η απόφαση εναντίων των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, που λαμβάνεται με μόνο γνώμονα το συμφέρον υπεργολαβικών εταιρειών που θα ζημιώσουν το ελληνικό δημόσιο χρησιμοποιώντας εργαζόμενους-σκλάβους, είναι μόνο η κορυφή στο παγόβουνο.
Αυτό το βαθιά αντιδραστικό και ελεγχόμενο από την εκάστοτε κυβέρνηση σώμα ευθύνεται μεταξύ άλλων για την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα και την καταπάτηση στοιχειωδών δημοκρατικών ελευθεριών.
Πόσοι θυμούνται ότι τα τελευταία χρόνια (πριν η ΝΔ επιχειρήσει να βάλει ένα φρένο στην εκλογική άνοδο του «αδελφού κόμματος» της Χρυσής Αυγής) δεν είχε ασκηθεί ούτε μια δίωξη για ρατσιστικά εγκλήματα ενώ διαδηλωτές, απεργοί και ύποπτοι τρομοκρατικών επιθέσεων περνούσαν μήνες ή χρόνια στη φυλακή κατά παράβαση κάθε σχετικής νομοθεσίας.
Πόσοι θυμούνται την παλιότερη δικαστική υπόθεση της Βέροιας, όπου δικαστήριο αθώωσε επτά από τα οκτώ μέλη της Χρυσής Αυγής για την επίθεση σε καφενείο ενώ καταδίκασε το θύμα της επίθεσης.
Η Ελλάδα θυμίζει τα τελευταία χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου οι δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται με αμιγώς φρονηματικά κριτήρια και οδηγούσαν σχεδόν πάντα σε αθώωση των ταγμάτων εφόδου του Χίτλερ και εξοντωτική τιμωρία των δυνάμεων της Αριστεράς που προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την άνοδο του φασισμού.
Ο ελληνικός νεοναζισμός είναι τέκνο και της ελληνικής δικαιοσύνης.
Δεν συζητάμε φυσικά για τα εργασιακά θέματα. Έχετε δοκιμάσει να οδηγήσετε εφοπλιστή σε δικαστήριο στον Πειραιά, για να αποδείξετε λόγου χάρη ότι δεν είναι σωστό να απολύει συνδικαλιστικούς εκπροσώπους ή ότι οφείλει να αποδίδει τις νόμιμες αποζημιώσεις στους απολυμένους υπαλλήλους του; Μην το δοκιμάσετε.
Οι μόνες δικαστικές αποφάσεις (ή μη αποφάσεις) που φτάνουν στα αυτιά μας σχετικά με εφοπλιστές είναι οι αθωώσεις, οι παραγραφές ή οι γελοίες ποινές που επιβάλλονται σε λαθρέμπορους πετρελαίου και άλλους στενούς συνεργάτες του εκάστοτε πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.
Η ελληνική δικαιοσύνη καταστρατηγεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας καθώς το 95% των δικαστικών αποφάσεων κρίνει τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές (ημερίδα του ΔΣΑ 4.12.2003).
Όπως εξηγούσε και ο Δημήτρης Α. Τραυλός-Τζανετάτος, ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι δικαστές είχαν πάρει τόση φόρα ώστε «υπήρξε δικαστική απόφαση που χαρακτήριζε την πρωτομαγιάτικη απεργία ως «παράνομη και καταχρηστική»(!)
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο αρεοπαγίτης Γ. Ρήγος έκανε λόγο για «φαρσοκωμωδία που εκθέτει ανεπανόρθωτα τη δικαιοσύνη» (Δίκη 2006, σ. 169) ο δε πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δ. Λινός χαρακτήρισε την απεργία ως το «πιο κακοποιημένο (προφανώς από τα δικαστήρια) δικαίωμα».
Στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης μας μαθαίνουν ότι δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε αποφάσεις δικαστηρίων. Πρόκειται φυσικά για έναν αστικό μύθο τον οποίο αφήνουν να διαιωνίζεται εδώ και χρόνια για προφανείς λόγους. Οι κρίνοντες θα πρέπει κάποτε να κριθούν και να λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό για τις εγκληματικές αποφάσεις που έλαβαν σε βάρος του.
Ο αστυνομικός που χτύπησε καθαρίστρια στο κεφάλι με σιδερογροθιά δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τον δικαστή του Αρείου Πάγου που απέρριψε τα αιτήματα των καθαριστριών. Είναι και οι δυο υπηρέτες του ίδιου συστήματος.
Θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος, είναι όλοι οι ανώτεροι «λειτουργοί» της Ελληνικής δικαιοσύνης τόσο επικίνδυνοι για την ελληνική κοινωνία; Προφανώς όχι. Ένα επαγγελματικό σώμα όμως, στο οποίο δεν υπάρχουν ενστάσεις από τη βάση για το πως λειτουργεί η κεφαλή, δεν δικαιούται δια να ομιλεί.
Και άλλωστε με τις εξαιρέσεις θα ασχολούμαστε τώρα;
Του Αρη Χατζηστεφάνου
Ήρθε η στιγμή, νομίζω, στη θέση των αστυνομικών να προσθέσουμε και τους Έλληνες δικαστές.
Ελάχιστες επαγγελματικές ομάδες στην Ελλάδα έχουν επιδείξει τα τελευταία χρόνια μεγαλύτερη αναλγησία στον ανθρώπινο πόνο, τόση αδιαφορία για το πνεύμα (αν όχι και για το γράμμα) των νόμων και λιγότερο σεβασμό σε έννοιες όπως ελευθερία και δημοκρατία.
Η απόφαση εναντίων των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, που λαμβάνεται με μόνο γνώμονα το συμφέρον υπεργολαβικών εταιρειών που θα ζημιώσουν το ελληνικό δημόσιο χρησιμοποιώντας εργαζόμενους-σκλάβους, είναι μόνο η κορυφή στο παγόβουνο.
Αυτό το βαθιά αντιδραστικό και ελεγχόμενο από την εκάστοτε κυβέρνηση σώμα ευθύνεται μεταξύ άλλων για την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα και την καταπάτηση στοιχειωδών δημοκρατικών ελευθεριών.
Πόσοι θυμούνται ότι τα τελευταία χρόνια (πριν η ΝΔ επιχειρήσει να βάλει ένα φρένο στην εκλογική άνοδο του «αδελφού κόμματος» της Χρυσής Αυγής) δεν είχε ασκηθεί ούτε μια δίωξη για ρατσιστικά εγκλήματα ενώ διαδηλωτές, απεργοί και ύποπτοι τρομοκρατικών επιθέσεων περνούσαν μήνες ή χρόνια στη φυλακή κατά παράβαση κάθε σχετικής νομοθεσίας.
Πόσοι θυμούνται την παλιότερη δικαστική υπόθεση της Βέροιας, όπου δικαστήριο αθώωσε επτά από τα οκτώ μέλη της Χρυσής Αυγής για την επίθεση σε καφενείο ενώ καταδίκασε το θύμα της επίθεσης.
Η Ελλάδα θυμίζει τα τελευταία χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου οι δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται με αμιγώς φρονηματικά κριτήρια και οδηγούσαν σχεδόν πάντα σε αθώωση των ταγμάτων εφόδου του Χίτλερ και εξοντωτική τιμωρία των δυνάμεων της Αριστεράς που προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την άνοδο του φασισμού.
Ο ελληνικός νεοναζισμός είναι τέκνο και της ελληνικής δικαιοσύνης.
Δεν συζητάμε φυσικά για τα εργασιακά θέματα. Έχετε δοκιμάσει να οδηγήσετε εφοπλιστή σε δικαστήριο στον Πειραιά, για να αποδείξετε λόγου χάρη ότι δεν είναι σωστό να απολύει συνδικαλιστικούς εκπροσώπους ή ότι οφείλει να αποδίδει τις νόμιμες αποζημιώσεις στους απολυμένους υπαλλήλους του; Μην το δοκιμάσετε.
Οι μόνες δικαστικές αποφάσεις (ή μη αποφάσεις) που φτάνουν στα αυτιά μας σχετικά με εφοπλιστές είναι οι αθωώσεις, οι παραγραφές ή οι γελοίες ποινές που επιβάλλονται σε λαθρέμπορους πετρελαίου και άλλους στενούς συνεργάτες του εκάστοτε πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.
Η ελληνική δικαιοσύνη καταστρατηγεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας καθώς το 95% των δικαστικών αποφάσεων κρίνει τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές (ημερίδα του ΔΣΑ 4.12.2003).
Όπως εξηγούσε και ο Δημήτρης Α. Τραυλός-Τζανετάτος, ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι δικαστές είχαν πάρει τόση φόρα ώστε «υπήρξε δικαστική απόφαση που χαρακτήριζε την πρωτομαγιάτικη απεργία ως «παράνομη και καταχρηστική»(!)
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο αρεοπαγίτης Γ. Ρήγος έκανε λόγο για «φαρσοκωμωδία που εκθέτει ανεπανόρθωτα τη δικαιοσύνη» (Δίκη 2006, σ. 169) ο δε πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δ. Λινός χαρακτήρισε την απεργία ως το «πιο κακοποιημένο (προφανώς από τα δικαστήρια) δικαίωμα».
Στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης μας μαθαίνουν ότι δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε αποφάσεις δικαστηρίων. Πρόκειται φυσικά για έναν αστικό μύθο τον οποίο αφήνουν να διαιωνίζεται εδώ και χρόνια για προφανείς λόγους. Οι κρίνοντες θα πρέπει κάποτε να κριθούν και να λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό για τις εγκληματικές αποφάσεις που έλαβαν σε βάρος του.
Ο αστυνομικός που χτύπησε καθαρίστρια στο κεφάλι με σιδερογροθιά δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τον δικαστή του Αρείου Πάγου που απέρριψε τα αιτήματα των καθαριστριών. Είναι και οι δυο υπηρέτες του ίδιου συστήματος.
Θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος, είναι όλοι οι ανώτεροι «λειτουργοί» της Ελληνικής δικαιοσύνης τόσο επικίνδυνοι για την ελληνική κοινωνία; Προφανώς όχι. Ένα επαγγελματικό σώμα όμως, στο οποίο δεν υπάρχουν ενστάσεις από τη βάση για το πως λειτουργεί η κεφαλή, δεν δικαιούται δια να ομιλεί.
Και άλλωστε με τις εξαιρέσεις θα ασχολούμαστε τώρα;
Του Αρη Χατζηστεφάνου