Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, την εποχή που ο σχεδιασμός του ευρώ βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο και η επικείμενη τότε άφιξή του ήταν ορατή, ο τότε Ιταλός πρωθυπουργός επισκεπτόμενος τη Μαδρίτη προσπάθησε να πείσει τον Ισπανό ομόλογό του να καθυστερήσει η Ισπανία τη συμμετοχή της στο ευρώ. Η Ιταλία δεν ήταν έτοιμη: αυτό είναι επιβεβαιωμένο πλέον από πολλές αξιόπιστες πηγές και μέσα από επίσημες παραδοχές.
Η Ιταλία είχε δημόσιο χρέος 120% ως προς το ΑΕΠ, ήδη διπλάσιο από αυτό που προέβλεπε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο δε κεντρικός τραπεζίτης της χώρας αναγνώριζε την αδυναμία της Ιταλίας να προσαρμοστεί στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Ο Ισπανός με το «βάρος» της πρόσφατης τότε εκλογικής του νίκης και την έπαρση του συνεχιστή μιας θαλασσοκράτειρας αυτοκρατορίας, δεν συμφώνησε: η ισπανική εμμονή υποχρέωσε την ανέτοιμη Ιταλία να συμμετάσχει στο βιαστικό αυτό εγχείρημα αφού προηγουμένως «μαγείρεψε» τις εθνικές στατιστικές της.
Η εφημερίδα «Financial Times» στις 26/6/2013 (με δέκα περίπου χρόνια καθυστέρηση) κατονόμασε τους τρεις «σεφ» της δημιουργικής αυτής λογιστικής: ο Μάριο Ντράγκι με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών τότε και νυν πρόεδρος της ΕΚΤ, ο κ. Βιτόριο Λα Βία (προστατευόμενος του κ. Ντράγκι την εποχή εκείνη στο ιταλικό υπουργείο Οικονομικών: βλ. βιογραφικό του) και η Μαρία Καννάτα (στέλεχος του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών: βλ. βιογραφικό της), μέλος της επιτροπής για τη μετάβαση στο ευρώ και της διαχείρισης του ιταλικού χρέους).
Η Γερμανία επίσης, πίστευε ότι η Ιταλία δεν ήταν έτοιμη για την είσοδό της στο ευρώ, όμως η Γαλλία χρειαζόταν ένα συνεταίρο ώστε να ενδυναμωθεί η «μαλακιά εκδοχή» του ευρώ έναντι της Γερμανίας και να εξισορροπηθεί το γερμανικό αίτημα περί αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Αντίστοιχες αμφιβολίες εκφράζονταν και για άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Το 1997 για παράδειγμα κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Ecofin, ο τότε πρόεδρός του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ αντιμετώπισε τις ισχυρές ενστάσεις των Γερμανών και Ολλανδών ομολόγων του σε ό,τι αφορούσε τη συμμετοχή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στο υπό σχεδιασμό τότε κοινό νόμισμα. Μπροστά σε αυτές τις αντιδράσεις, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι με τη σειρά τους ακολούθησαν τη μαγειρική τέχνη των Ιταλών ως προς το «μαγείρεμα» των εθνικών στατιστικών τους.
Οι ίδιοι οι Γερμανοί οικονομολόγοι δεν πίστευαν στην ετοιμότητα του νέου νομίσματος: το 1998, 155 κορυφαίοι Γερμανοί οικονομολόγοι υπέγραψαν κείμενο, το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η «άφιξη του ευρώ είναι πολύ πρόωρη».
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς ότι το ευρώ τέθηκε σε εφαρμογή πολύ πιο γρήγορα από ότι επέτρεπε η ετοιμότητα των εθνικών οικονομιών που επρόκειτο να υπηρετήσει μέσα από την πίεση που προκάλεσε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η ενοποίηση της Γερμανίας. Επρόκειτο για μια οικονομικά πρόωρη απόφαση που απέβλεπε -μέσα από τα μάτια της ελίτ που τη σχεδίασε- στην επιτάχυνση των εξελίξεων για πολιτική ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Τον Δεκέμβριο του 2012 άλλωστε, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε δήλωσε: «Εάν περιμέναμε το πότε θα επιτευχθεί η πολιτική ένωση δεν θα επιτυγχάναμε ποτέ τη δημιουργία του κοινού νομίσματος. Αυτό είναι ένα παράδειγμα των βασικών αρχών για το πώς λειτουργεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Πάντα ξεκινάς από ατελείς λύσεις. Αν είναι να περιμένεις μέχρι να πετύχεις την ιδεατή λύση, δεν θα προχωρήσεις ποτέ.»
Μάλιστα ο τέως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Ρομπάι έχει δηλώσει ότι για τον Κολ και τον Μιτεράν το ενιαίο νόμισμα, κατά βάθος, δεν υπήρξε ποτέ ένα οικονομικό εγχείρημα. «Το ευρώ δεν δημιουργήθηκε», είπε «επειδή υπήρχε κάποια οικονομική αναγκαιότητα. Κάθε άλλο. Το ευρώ δημιουργήθηκε σαν ένα μέγιστο βήμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.»
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όταν κορυφαίο οικονομικό στέλεχος του ελληνικού δημόσιου οικονομικού βίου που έχει διατελέσει μεταξύ των άλλων και υπουργός Οικονομικών και εκπροσωπούσε τη χώρα στις συζητήσεις για τη δημιουργία του ευρώ, ρωτήθηκε από (επίσης) κορυφαίο διπλωμάτη «Τι γνώμη έχετε για αυτό το καινούργιο νόμισμα που σχεδιάζετε;», η αυθόρμητη απάντηση που δόθηκε ήταν: «Τι να σας πω κύριε πρέσβη, όσο το νέο νόμισμα θα πηγαίνει καλά, όλοι θα είναι ευχαριστημένοι και κανείς δεν θα αναρωτιέται. Μόλις αρχίσουν τα προβλήματα τότε θα αρχίσουν όλοι να αναρωτιούνται».
Και να λοιπόν που ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε. Για την ακρίβεια, το ερώτημα πρωτοεμφανίστηκε πριν καλά καλά μπει το 2010 και στη συνέχεια επανεμφανίζεται με αυξομειούμενη ένταση ανάλογα με την ροή των γεγονότων και την πορεία των εξελίξεων. Συνήθως αυτό συμβαίνει όταν αρχίζει μία διαπραγμάτευση. Από το 2009 υπήρξαν διάφορες διαπραγματεύσεις.
Σε κάθε διαπραγμάτευση, αυτό που επηρεάζει τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών και επομένως το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, είναι τι θα κοστίσει στον καθένα η αποτυχία. Στην προκειμένη περίπτωση, τι θα κοστίσει μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ.
Από την πλευρά της Ελλάδας, η αποχώρηση από το ευρώ θα δημιουργήσει για την χώρα μία αποδιοργανωτική κατάσταση, για αυτό άλλωστε και δεν την υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Αλλά τι θα κόστιζε στην υπόλοιπη ευρωζώνη; Υπάρχουν δυο αντικρουόμενες απόψεις.
Η πρώτη, η αποκαλούμενη «θεωρία του ντόμινο», υποστηρίζει πως αν έβγαινε η Ελλάδα, οι αγορές θα άρχιζαν αμέσως να αναρωτιούνται ποιος θα είναι ο επόμενος, κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσης των ασιατικών νομισμάτων τη διετία 1997-98. Η αποσύνθεση της ευρωζώνης θα μπορούσε να ακολουθήσει σαν άμεσο επακόλουθο.
Η άλλη άποψη, η αποκαλούμενη «θεωρία του έρματος» υποστηρίζει ότι η ευρωζώνη θα ενισχυόταν από την αποχώρηση της Ελλάδας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η νομισματική ένωση θα απαλλασσόταν από ένα επαναλαμβανόμενο πρόβλημα, και μια απόφαση της ευρωζώνης να επιτρέψει ή να καλέσει την Ελλάδα να φύγει, θα ενισχύσει την αξιοπιστία των κανόνων της. Καμία χώρα δεν θα τολμούσε πλέον «να εκβιάσει» τους εταίρους της πια. Ετυμολογικά η θεωρία αυτή εκπηγάζει από την έννοια της σαβούρας δηλαδή του συνόλου των βαρών που τοποθετούνται στα πλοία προκειμένου να αυξηθεί η ευστάθειά τους, και συνειρμικά οδηγεί στην λογική του «απαλλάσσομαι από ένα ενοχλητικό φορτίο και ταυτόχρονα ισορροπώ με τα υπόλοιπα φορτία».
Είναι όμως έτσι;
Είναι γεγονός ότι η ευρωζώνη μοιάζει στις μέρες μας να είναι καλύτερα προετοιμασμένη προκειμένου να αντιμετωπίσει τώρα μια ενδεχόμενη ελληνική αποχώρηση απ’ ότι ήταν πριν μερικά χρόνια όταν πρωτοξεκίνησε η συζήτηση για την πιθανότητα ενός Grexit. Παρ’ όλα αυτά, όπως σωστά επισημαίνεται , υπάρχουν τρεις (οικονομικοί) λόγοι για τους οποίους μία ελληνική έξοδος θα μπορούσε ακόμα να αποδυναμώσει σοβαρά τη νομισματική ένωση της Ευρώπης και ίσως να την οδηγήσει σε πλήρη διάλυση.
Πρώτα απ 'όλα, μια ελληνική έξοδος θα διαψεύσει τη σιωπηρή παραδοχή ότι η συμμετοχή στο ευρώ είναι αμετάκλητη.
Είναι αλήθεια ότι η ιστορία μας διδάσκει πως καμιά δέσμευση δεν είναι (ποτέ) αμετάκλητη: σύμφωνα με τον Jens Nordvig της Nomura Securities, έχουν υπάρξει 67 νομισματικές ενώσεις που αποσυντέθηκαν από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα.
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί μία παρέκβαση: το παραπάνω εμπεριστατωμένο εύρημα, η παραπάνω ρητή αναφορά αν και υπάρχει στο «πρωτογενές κείμενο», μια ελληνική δημοσιογραφική μεταφραστική εκδοχή το απάλειψε.
Δεύτερον, το Grexit θα δικαίωνε όσους θεωρούν ότι το ευρώ είναι περισσότερο μια ενισχυμένη ρύθμιση σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρά ένα πραγματικό νόμισμα. Η εμπιστοσύνη στο αμερικανικό δολάριο βασίζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα δολάριο τράπεζας της Βοστόνης και ένα δολάριο τράπεζας του Σαν Φρανσίσκο. Αλλά δεδομένης της κρίσης από τις αρχές του 2010, δεν ισχύει το ίδιο για το ευρώ. Ο οικονομικός κατακερματισμός έχει εν μέρει υποχωρήσει, αλλά δεν εξαφανίστηκε, πράγμα που σημαίνει ότι ένα δάνειο που χορηγείται σε μια εταιρεία στην Αυστρία για παράδειγμα, δεν αποφέρει ακριβώς το ίδιο επιτόκιο ως δάνειο προς την ίδια εταιρεία από την άλλη πλευρά των αυστριακο-ιταλικών συνόρων.
Τίποτα από αυτά δεν είναι επί του παρόντος θανατηφόρα, λόγω των πρωτοβουλιών που έχουν αναληφθεί τα τελευταία χρόνια , αλλά θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι η πλήρης εμπιστοσύνη θα αποκατασταθεί εύκολα. Οι Ευρωπαίοι πολίτες θα αρχίσουν να βλέπουν το νόμισμα με ένα διαφορετικό τρόπο. Το ίδιο και οι απανταχού επενδυτές οι οποίοι θα αρχίσουν να εξετάζουν πιο προσεκτικά την αξία του κατακερματισμένου πλέον νομίσματος : Θα έπαιρνε διαφορετικό νόημα στα μάτια των μεν και των δε το ποιας χώρας προέλευσης είναι το κάθε ευρώ. Οι κυβερνήσεις μεταξύ τους εκ των πραγμάτων θα γίνουν πιο καχύποπτες ως προς τους κινδύνους στους οποίους οι υπόλοιποι εταίροι θα μπορούν να τις εκθέσουν. Η καχυποψία θα καταστεί μη αναστρέψιμη, και θα αντικαταστήσει την πίστη στην μη αναστρεψιμότητα της ευρωζώνης.
Τρίτον, μία ελληνική έξοδος θα ανάγκαζε την ευρωζώνη να επισημοποιήσει τους μέχρι στιγμής άγραφους και αδιευκρίνιστους κανόνες ενός διαζυγίου. Θα επέβαλλε τον καθορισμό των κανόνων, καθιστώντας επομένως σαφές πόσο αξίζει κάθε ευρώ, αναλόγως με το πού βρίσκεται, ποιος το έχει και σε ποια μορφή. Αυτό θα δημιουργούσε ένα επίσημο και απτό «οδικό χάρτη» μιας οποιασδήποτε επόμενης αποχώρησης, που ποτέ δεν είχε προβλεφτεί επειδή «όλοι ήταν ευχαριστημένοι και κανείς δεν είχε αναρωτηθεί».
Επομένως τι ;
Κατά τα φαινόμενα βρισκόμαστε κοντά στο τέλος του πρώτου μέρους μιας μαραθώνιας διαδρομής που σχεδιάστηκε εσπευσμένα στο τέλος του ψυχρού πολέμου, το 1990.
Για τους πατέρες του ευρώ, το τέλος του ψυχρού πολέμου, το 1990, ήταν εξίσου εποχή ανησυχιών όσο και πανηγυρισμών. Κοιτούσαν το μέλλον με το μυαλό κολλημένο στο αιματηρό παρελθόν της ηπείρου. Θα λειτουργούσε αυτή η νέα Ευρώπη, κι ιδιαίτερα η ενοποιημένη Γερμανία, σαν λίκνο νέων εθνικισμών, που θα αφύπνιζαν ξανά τον εφιάλτη του πολέμου;
Ο Χέλμουτ Κολ και ο Φρανσουά Μιτεράν -όπως και περίπου όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες από τότε- αντιλαμβάνονταν το κοινό νόμισμα σαν εξάρτημα ενός πολιτικού εγχειρήματος, της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που είχε σκοπό να απομακρύνει τους παλιούς εφιάλτες. Για αυτούς ένας κόσμος χωρίς ευρώ θα ήταν ένας κόσμος που θα απειλούνταν ευθέως από συρράξεις, ίσως κι από πολέμους.
Λόγω αυτών των φόβων, το ευρώ στήθηκε χωρίς να υφίστανται οι βασικές συμφωνίες και οι κοινοί θεσμοί που θα είχαν μετατρέψει την Ευρώπη σε πραγματική ενιαία οικονομική ζώνη.
Το 1990 κυριαρχούσε επίσης η εντύπωση πως το ευρώ θα απέτρεπε την κυριαρχία της ενοποιημένης Γερμανίας επί της Ευρώπης. Όρος για να υποστηρίξει η Γαλλία την επανένωση της Γερμανίας ήταν να αποδεχθεί η τελευταία τη δημιουργία του ευρώ. Αλλά η περασμένη εικοσαετία συνηγορεί μάλλον περί του αντιθέτου: οι Γερμανοί μεταρρύθμισαν την οικονομία τους και σήμερα, όχι μόνο δεν ελέγχονται από τους Γάλλους, αλλά καθορίζουν μονομερώς τις τύχες της ΕΕ των 500 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι αγορές αντιλήφθηκαν ταχέως τους «αδύναμους κρίκους» που απειλούσαν τη συνοχή ολόκληρου του ευρώ, και οδήγησαν επί της ουσίας στη χρεοκοπία κράτη-μέλη σαν την Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Αν το ευρώ δεν ήταν εκ κατασκευής πολιτικό εγχείρημα, σε μια Ευρώπη ανέτοιμη στην πραγματικότητα για κοινό νόμισμα, η σημερινή κρίση θα είχε επιλυθεί ίσως πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Αλλά σήμερα αυτό δεν γίνεται.
Εδώ και 5 περίπου χρόνια, οι σύνοδοι των Ευρωπαίων ιθυνόντων δεν αναζητούν τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης με όρους επίγνωσης της Ιστορίας, αλλά τρόπους συνέχισης της αποφυγής κάθε δραστικής παρέμβασης στις κατεστημένες ευρωπαϊκές ισορροπίες.
Αυτή είναι ίσως η χειρότερη συνέπεια του τρόπου δημιουργίας το ευρώ. Αντί να κατασκευαστεί ένα νόμισμα αποδεσμευμένο από πολιτικούς υπολογισμούς, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός, η διαχείριση του κοινού νομίσματος το μετέτρεψε σε «σάκο του μποξ» σε πολιτικές διελκυστίνδες και στην όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων Ευρωπαίων.
Φαίνεται να επιβεβαιώνεται απόλυτα η πρόβλεψη που είχε διατυπώσει το 1997 ο καθηγητής οικονομίας στο Χάρβαρντ Μάρτιν Φελντσταϊν. Η άποψή του ήταν πως η δημιουργία του ευρώ θα οδηγούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μείζονα κρίση, καθώς τα προβλήματα της συνδιαχείρισης ενός κοινού νομίσματος από τόσο πολλά κράτη θα οδηγούσαν σε προστριβές, οξύτητες και στην αναβίωση του εθνικισμού.
Αυτή ακριβώς η αναβίωση του εθνικισμού, η αύξηση της ανισοτήτων, του εξτρεμισμού και της μισαλλοδοξίας που απειλούν τα ίδια τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έγινε πρόσφατα αντικείμενο ανάλυσης από τον Τζων Φέφερ διευθυντή του Foreign Policy In Focus με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταλήξει όπως η Γιουγκοσλαβία ή η ΕΣΣΔ;».
Ο δε διακεκριμένος ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον ‘Ας συμπληρώνει επίσης πρόσφατα τον σχετικό προβληματισμό με εξίσου χαρακτηριστικό τίτλο «Η Ευρώπη διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη αλλά το βασανιστήριο είναι αργό».
Η περιγραφή που προηγήθηκε και που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και αξιόπιστες πηγές, υποδηλώνει ότι η συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας με τους υφιστάμενους οικονομικούς και πολιτικούς όρους δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Είναι προφανές ότι η Ευρώπη βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και η ελληνική παρατεταμένη κρίση σε συνδυασμό με τις ασφυκτικές (σε χρόνο, χρήμα και ψυχική αντοχή) διαπραγματεύσεις που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση, ιδιαίτερα μετά τα σημεία σύγκλισης σε τεχνικό επίπεδο αναδεικνύουν την αναγκαιότητα για μία συνεννόηση σε πολιτικό επίπεδο.
Μία όμως συμφωνία ακόμη κι αν επιτευχθεί θα έχει ως ένα σημείο επιλύσει τα ζητήματα που άπτονται του πρώτου μέρους της μαραθώνιας διαδρομής.
Ο δρόμος είναι μακρύς και αμέσως μετά θα πρέπει να ανοίξει ένας ευρύς, τόσο εθνικός όσο και ευρωπαϊκός διάλογος για το προς τα πού θα οδηγηθούν τα ευρωπαϊκή πράγματα. Ένας τέτοιος διάλογος δεν μπορεί να γίνει μόνο μέσα στα κλειστά σαλόνια κάποιων ελίτ.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητός από τους Ευρωπαίους πολίτες και όχι να γίνει εν αγνοία τους. Θα πρέπει να γίνει επίσης κατανοητός από τους ίδιους τους κυβερνώντες (βλ. για παράδειγμα δηλώσεις Γκουρία για την Αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας).
Ένας τέτοιος διάλογος θα πρέπει να αγγίξει όλες τις παραμέτρους της ευρωπαϊκής ασυνεννοησίας: την οικονομική πτυχή, την πολιτική, την διαπολιτισμική και βέβαια την ουσιαστική εκχώρηση αρμοδιοτήτων στο ευρωκοινοβούλιο.
Βεβαίως το ερώτημα είναι ποιοι θα αναλάβουν το βάρος τέτοιων πρωτοβουλιών που θα βοηθήσουν να αποσπασθεί η Ευρώπη από την πολιτική κηδεμονία παρωχημένων ή άοσμων μορφών;
Ο Τίμοθι Γκάρτον ‘Ας δεν είναι αισιόδοξος για την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά ακόμα δεν είναι πολύ αργά για την Ευρώπη να αλλάξει πορεία:
Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα έχει να παίξει τον ρόλο της.
Μιχάλης Κονιόρδος Καθηγητής ΤΕΙ Πειραιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου