Οι καθηγητές της Πολιτικής Οικονομίας της Χαϋδελβέργης, χρησιμοποιούν όπως ξέρετε συχνά το Σουλτανάτο του Αυνανιστάν σαν παράδειγμα διεφθαρμένου κρατιδίου που κατέρρευσε οικονομικά αρχές του 1600 μετά Μωάμεθ (μ.Μ.). Σουλτάνος του βασιλείου αυτού ήταν ο Αναντάμ ο Γ΄ ο Στοχαστής, της δυναστείας των Παπαντάμ, ένας αγράμματος μονάρχης που διαδέχθηκε τον Καραμάν Αλή τον Β΄ τον Νωθρό, που είχε διαδεχθεί τον Χαμίτη τον Ξινό (εικ.1). Είχαν όλοι βάλει το χεράκι τους στην καταστροφή του Σουλτανάτου. Ο Χαμίτης είχε διορίσει πολλούς κλέφτες ως υπουργούς φροντίζοντας μάλιστα να βγάλει φετφά πως οι κλεψιές ενός υπουργού συγχωρούνται από τον Αλλάχ 4 χρόνια μετά τη διάπραξή τους. Αλλά και απλοί αξιωματούχοι του όπως ο στρατηγός Τσουκαλάτ που ομολόγησε πως λαδωνόταν από ξένους εμπόρους και μετέφερε τα λεφτά στο σεράϊ δεν κάθισαν ποτέ στο σκαμνί γιατί η Δικαιοσύνη του Αυνανιστάν λειτουργούσε με περίεργους ρυθμούς, κάτω από φόρτο εργασίας, αφού είχε να κόψει χέρια και μύτες σε χιλιάδες κλεφτρόνια, πόρνες, μικροαπατεώνες που συνωστίζονταν στο εδώλιο του δικαστικού μέγαρου του Αρείου Φούρνου. Χαριστική βολή στην οικονομία ήταν η διεξαγωγή των πανασιατικών αγώνων της Ολυμπιακής Μαστούρας, που έγιναν κατ’απαίτησιν του λαού του Αυνανιστάν ο οποίος διψούσε για θεάματα. Ο Σουλτάνος ενέδωσε στις πιέσεις αυτές για να κάνει και το χατίρι πολλών εργολάβων και της φιλόδοξης Γιαναγγέλ χανούμ μιας ευλαβικής αρχόντισσας, που γνώρισε και αγάπησε τον πάμπλουτο άντρα της όταν λιποθύμισε στην αγκαλιά του στο Τζαμί του Μεγάλου Αγιατολλάχ της Ισταμπούλ.
Η βασιλεία του Καραμάν Αλή του Νωθρού (εικ.2), γνωστού και ως άντρα της δασκαλογιάτρισσας, δεν είχε το προηγούμενό της. Καθισμένος ολημερίς στον οντά του βλέποντας τάβλι και πολεμικά παιχνίδια στο μπανιστίρ ντουλάπ, ο ευσεβής Νωθρός, άνοιξε πάρε δώσε με τον Δερβίς Εφρέμη έναν παμπόνηρο χότζα του ιερού τεκέ του Βαλτοβουρκίου και βρέθηκε μπλεγμένος αυτός και πολλοί υπουργοί του σε ένα απίστευτο αλισιβερίσι που βγήκε στη φόρα όταν ο Σουλτάνος τα χάλασε με κάποιον Μπανιστιρ-ντουλαπάρχη. Βουτηγμένος στα σκάνδαλα ο χοντροσουλτάνος, ειδικά κάποιοι δικοί του με τη φράγκικη Εταιρεία Μίζεν-μπαξίς που λάδωνε και τη φατρία των Πράσινων, το έσκασε διορίζοντας για διάδοχό του στη γαλανή φάρα κάποιον παλιό προδότη της, τον Σαμάρ πασά, απόγονο τάχα μου του πολύ παλιού και δοξασμένου Ισκαντέρ πασά του κατακτητή από το Γιουνανιστάν και της Πηνελόπης Έψιλον, μιας Γραικιάς αρχοντοπούλας. Οι ιστορικοί αποφεύγουν να ασχοληθούν με τη βασιλεία του Καραμάν, γιατί δεν της βρίσκουν τίποτα καλό παρά μόνο ξεπουλήματα της κρατικής περιουσίας σε διάφορους επιτήδειους, που μερικοί από δαύτους όπως ο ιδιοκτήτης των Ιπτάμενων Χαλιών της Βαγδάτης μεγαλοπιανόντουσαν πως κάποτε θα γίνουν και Βεζύρηδες στη θέση του Βεζύρη για να σώσουν τάχα το Σουλτανάτο, δηλαδή για να του δώσουν τη χαριστική βολή σαν το Δόγη της Βενετιάς στη Φραγκιά τον κόντε Μπερλουσκόν που οι κουτοί τον είχαν για ιδανικό βασιλιά, αφού είχε το καλύτερο χαρέμι με 18χρονες.
Ο Αναντάμ (εικ. 3) άρπαξε το θρόνο με τη βοήθεια μεγάλου μέρους του λαού, παρ’όλο που τονε ξέρανε τι ναργιλέ φούμαρε, σαν υπουργός του Χαμίτη και του πατέρα του του Παπαντάμ Β΄ πασά, του Χαρεμιτζή, αφού ποτέ του δεν διαφώνησε ούτε κατήγγειλε τίποτα, ενώ και ο παιδικός του φίλος ο Τερεπέκ Αλής ο μετανοημένος λιποτάκτης, είχε πάρει μια νόμιμη προμήθεια 6,5 εκατομμύρια γρόσια για μηχανήματα ασφαλείας των Αγώνων, που όμως δεν φτούρησαν ούτε λειτούργησαν ποτέ. Ήταν τόσο υποκριτής ο λαός που τάχα του αναρωτιότανε γιατί δεν δικαζόταν κανείς από τους Μεγάλους κλέφτες του λαϊκού βιού, λες και δεν ήξερε πως κόρακας κοράκου μάτι δε βγάνει. Θορυβημένος από το σάλο ο Αναντάμ, έριξε σε δυσμένεια κάτι θεραπευτές της κεντρικής πλατείας της πρωτεύουσας που για χρόνια όλοι ξέρανε πως κλέβανε φόρους και γκρέμισε με χορούς και τύμπανα ένα μισογκρεμισμένο κτίριο που έκλεινε τη θέα στη Μεγάλη λίμνη, λέγοντας πως τάχατες σε τρια φεγγάρια θα ρίξει και άλλα κτίρια. Εκεί που την πάτησε ήταν όταν αποκαλύφθηκε η φοροκλοπή του άντρα κάποιας υπουργίνας του, του δημοφιλή Αμανετζή Τολ Τσοπάν, αλλά η υπόθεση ξεχάστηκε αφού η υπουργίνα που ήξερε τα χαϊρια του άντρα της, ήταν λέει εξαιρετικής ευαισθησίας άτομο και γύρισε πίσω στον οντά της. για να εξευμενιστεί ο όχλος.
Αυτοί που δεν άγγιζε κανένας ήταν οι μαυροφόροι Ιμάμηδες του Μεγάλου Τεμένους, που ξέρανε ούλα τα ξόρκια και τα μαγικά του Αλλάχ και ο πολυσέβαστος πολυχρονεμένος Χαλίφης τους Ιερονοάμ ο τσιφλικάς, που διαδέχτηκε τον Χουντούλ Δουλ τον Κουσουρλή. Αυτοί μάτια μου, δεν πληρώνανε γρόσι φόρο αλλά προσεύχονταν λέει στον Αλλάχ ολημερίς για το καλό του λαού. Ήταν πρόσωπα σεβαστά σε όλους, ακόμη και στις φατρίες των Ορεινών του κόκκινου βουνού Κουκουσυρίζ, που συχνά σήκωναν τάχατες κάτι σαν επανάσταση κατά του Σουλτάνου κατεβάζοντας μερικές χιλιάδες λαού στο κέντρο της πρωτεύουσας χωρίς να πετυχαίνουν ποτέ τίποτα περισσότερο από το να επωφελούνται και να τα κάνουν λίμπα στο παζάρι κάτι περίεργοι Τύποι με μαύρες κουκούλες που κανένας δεν ήξερε πούθε κρατάει η σκούφια τους. Ο λαός φώναξε λίγο να φορολογηθεί το θαυματουργό Τέμενος που ξεχείλιζε από χρυσάφι, κάτι είπανε και οι ορεινοί στην αρχή αλλά μετά το πράγμα ξεχάστηκε γιατί έτσι ήθελε ο Αλλάχ και τα μυστικά κονδύλια του άγιου χαλιφάτου που κλείνανε πολλά στόματα.
Το Αυνανιστάν χρεωκόπησε κάποιο δειλινό που ο Σουλτάνος του έκανε βαρκάδα σε κάποιο νησί του ανατολικού Αρχιπελάγους. Λίγο πολύ όλοι το περιμένανε κι η Φραγκιά δεν έκλαψε για δαύτο γιατί όλοι ξέρανε τι συμμορία μπαγαπόντηδων ήτανε που έδινε πάντα ψεύτικα στοιχεία στο κοινό ταμείο της Μεγάλης Συμμαχίας και κλαιγόταν για δανεικά Δεν κλέβανε μόνο οι υπουργοί του, έκλεβε και ο μισός λαός άλλος την εφορία, άλλος την πολεοδομία, άλλος τον αδελφό του, άλλος τον γείτονά του, οι γιατροί τους αρρώστους τους, τι να τα λέμε τώρα ο λαός ήταν δουλικός, κλαψιάρης, πονηρός, κουτός, αμόρφωτος, θρησκόληπτος, υποκριτής, χαβαλετζής, τεμπέλης, κακομαθημένος στη μεγάλη του πλειοψηφία και έκλεινε τα μάτια στις βρωμιές των αρχόντων γιατί ήξερε πως και ο ίδιος ήταν από την ίδια πάστα. Όλοι ξέρανε πως τα περισσότερα γρόσια του Αυνανιστάν πηγαίνανε στη Φραγκιά που του πούλαγε όπλα, όπως έκανε και στους γειτόνους του Περσιάνους, Γκέγκηδες, Σλαβομακεντόνσκι κλπ Όλοι ξέρανε πως πολλοί μεσίτιδες παίρνανε από τη δουλειά αυτή χοντρά μπαξίσια, αλλά πρώτον θέλανε όπλα για τις παρελάσεις για να μπούνε στο μάτι των οχτρών τους-και είχανε πολλούς, όλους οχτρούς τους βλέπανε-και δεύτερο όποιος μίλαγε ενάντια στον πόλεμο και το στρατό τον λέγανε αδελφή, ντίγκι ντάγκα και προδότη. Βγήκε το λοιπόν στο μπανιστίρ ντουλάπ ο Αναντάμ με φόντο κάτι καϊκια όπως τον ορμηνέψανε οι αυλικοί του και ο αδελφός του Νικολάκαγας (συγγραφεύς) και απευθύνθηκε στους πιστούς λέγοντας πως τώρα φαληρίσανε λόγω της διεθνούς συγκυρίας ή κάπως έτσι αλλά πολύ σύντομα θα τη βρούνε την Ιθάκη. Όσοι ξέρανε γράμματα ανατρίχιασαν γιατί αυτό σήμαινε δέκα δύσκολα χρόνια. Ο Σουλτάνος είχε συμβουλευτεί δυο υπουργούς του την Μπιρμίλ χανούμ (του γυμναστηρίου) και τον Γερουλάν Χαιβάν (της παλιοπαρέας) που ήταν γραμματιζούμενοι αλλά δεν ήξεραν από ποίηση του αρχαίου λυράρη Ομέρ κι έτσι δεν προλάβανε τη γκάφα. Νομίζανε πως ο Οδυσσεβάχ έκανε τρια χρόνια να βρει το νησί του, κι έτσι βρήκανε τα λόγια του Αναντάμ μετρημένα και σοφά. Ο Αναντάμ ήταν μεγάλος γκαφατζής αλλά οι τελάληδες που λέγανε τα νέα στον όχλο το κρύβανε όσο μπορούσαν (για εθνικούς λόγους).
Τώρα το τι γίνηκε τα δέκα αυτά χρόνια με τέτοιο μπατίρημα και με τον Αναντάμ για Σωτήρα, ας μην το πούμε εδώ, έτσι μέσες άκρες να πούμε μόνο πως έγινε του Καρα Τζαφέρ, της Τζούλιας και της Ντουβλχανούμ το κάγκελο.
Απο Ρο'ί'δη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου