Όταν λέμε ότι «χρειάζεται παιδεία» και καλούμε τους νοσταλγούς του Χίτλερ να διαβάσουν ιστορία, ξεχνάμε το θεμελιώδες δίδαγμα μιας αριστουργηματικής σκηνής από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Κιούμπρικ: Στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του κεντρικού ήρωα, τον υποχρεώνουν να μελετήσει τη Βίβλο, κι εκείνος τη διαβάζει ικανοποιημένος και ταυτίζεται με τον Ρωμαίο στρατιώτη που μαστιγώνει τον Χριστό. Γιατί; Διότι ποτέ η μόρφωση δεν εγγυάται τα ηθικά συμπεράσματα.
Με άλλα λόγια, το ερώτημα δεν είναι «τι ξέρω;», κατά τη γνωστή σειρά των γαλλικών βιβλίων που μεταφράζονταν κάποτε και στα Ελληνικά. Η γνώση, η ανάγνωση, η καταβύθιση στα ιστορικά ερωτήματα της ερμηνείας του παρελθόντος, ποτέ δεν αρκούν για να οδηγήσουν κάποιον κοντά στις δικές μας πολιτικές ή ηθικές προτιμήσεις. Υποψιάζομαι ότι υπάρχουν αρκετοί φασίστες που έχουν να επιδείξουν πολύ συστηματικότερη ενασχόληση με την ιστορία απ’ ό,τι εγώ και φαντάζομαι επίσης ότι ο Ιωάννης Κωτούλας έχει διαβάσει περισσότερα βιβλία από μένα για το Άουσβιτς.
Είναι το αγαπημένο του θέμα, θα μπορούσε να πει κανείς.
Η διαδεδομένη πλάνη που συνδέει τη μόρφωση με την ηθική έχει δεχθεί αρκετά και πολύ σοβαρά πλήγματα. Η διάκριση σε κοινωνίες «αγρίων» και κοινωνίες «πολιτισμένων» προϋποθέτει ότι ο πολιτισμός μας είναι το αντίθετο της αγριότητας, σαν να μην ξέρουμε καλά πως τα υψηλότερα επιτεύγματα του πολιτισμού είναι απολύτως συμβατά με τη μεγαλύτερη αγριότητα.
Το λάθος του Ρουσώ ήταν ότι θεώρησε συλλήβδην ευγενέστερους τους ανθρώπους των φυλετικών κοινωνιών. Δεν έχουμε κανέναν λόγο σήμερα να υποστηρίξουμε το αντίθετο σφάλμα: οι εγγράμματες κοινωνίες μας είναι ικανές για αγριότητες που θα έκαναν κάποιους πρωτόγονους να φρίξουν.
Ο Μονταίνιος, γράφοντας πολύν καιρό πριν την επιστήμη της ανθρωπολογίας, μιλά για μια μέθοδο θανάτωσης που χρησιμοποιούσαν οι Πορτογάλοι, θάβοντας το θύμα μέχρι τη μέση και ρίχνοντας βέλη στο μέρος του κορμιού που βρισκόταν πάνω από τη γη. Αφού περιγράψει τον θαυμασμό των «αγρίων» γι’ αυτή την πρακτική, που έσπευσαν να τη μιμηθούν, αποφαίνεται πως ξεπερνάμε τους πρωτόγονους σε κάθε είδους βαρβαρότητα και μάλιστα υπό τον μανδύα της ευλάβειας και της θρησκείας. Περιγράφει μετά την επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας από τρεις «αγρίους» στον Κάρολο Θ΄ στη Ρουέν. Ο βασιλιάς τούς μίλησε για αρκετή ώρα και τους έδειξε την πόλη και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της. Όταν μετά τους ρώτησε να του πουν τη γνώμη τους, είπαν ότι τους φαίνεται περίεργο που τόσοι ψηλοί άνδρες, δυνατοί και οπλισμένοι (προφανώς οι Ελβετοί σωματοφύλακές του) δέχονταν να τους κυβερνά ένα παιδί. Επίσης τους έκανε εντύπωση ότι κάποιοι ήταν χορτάτοι και ζούσαν μέσα στις ανέσεις, ενώ κάποιοι άλλοι ζητιάνευαν στις πόρτες των πρώτων.
Δεν καταλάβαιναν γιατί δεν έβαζαν φωτιά στα σπίτια των πλουσίων, αντί να ζητιανεύουν. Όταν ρωτήθηκε τέλος ένας απ’ αυτούς ποια ήταν τα προνόμια που απολάμβανε από την εξέχουσα θέση του στην κοινότητα, απάντησε ότι μπορούσε να βαδίζει πρώτος στον πόλεμο. Ο Μονταίνιος καταλήγει στην αφήγησή του λέγοντας: «Όλα αυτά δεν είναι άσχημα. Αλλά τι τα θες, παντελόνια δεν φορούν!»
Κι όταν ξεπεράσουμε το σοκ ότι ο πολιτισμός δεν μας έκανε καλύτερους ανθρώπους από τους πρωτόγονους και ότι ο χριστιανισμός μπόρεσε να γίνει τέτοια πηγή βαρβαρότητας, ίσως μείνουν αυτοί που θεωρούν ότι πάντως ο Διαφωτισμός είναι «η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα» κοκ. Όμως η Γερμανία του Καντ και του Χέγγελ έγινε η Γερμανία του Χίτλερ, μέσα σε μερικές δεκαετίες. Το ταχύ πέρασμα από τον Διαφωτισμό στο Ολοκαύτωμα ήταν αυτό που έθεσε την πολιτισμική μας αισιοδοξία σε τεκμηριωμένη αμφισβήτηση. Εκτός λοιπόν από τον Χάιντεγγερ, που έκανε τα μαθήματά του φέροντας περιβραχιόνιο με αγκυλωτό σταυρό, παρέστη σε κάψιμο βιβλίων, αντικατέστησε τον Εβραίο προκάτοχό του και υμνούσε τον Φύρερ και το μεγαλείο του κινήματος, ο Σελίν έγραφε σε ναζιστικά έντυπα μιλώντας κατά των Εβραίων τόσο ωμά, ώστε υπήρξαν ναζί που θεώρησαν ότι τους κάνει κακό με τη βαναυσότητα του δημόσιου λόγου του. Ο Καρλ Σμιτ ήταν ταυτοχρόνως σημαντικός διανοητής και μέλος του ναζιστικού κόμματος, ένθερμος απολογητής του ναζισμού, ακόμη και της εκκαθάρισης των πολιτικών αντιπάλων του Χίτλερ.
Ας μην επιμένουμε λοιπόν σε αυτή τη συλλογιστική: το διάβασμα δεν θεραπεύει τον φασισμό. Δεν κάνει τον άνθρωπο πιο άνθρωπο, δεν κάνει γενικώς τίποτα άλλο από το να μας μορφώνει. Τα γράμματα και οι τέχνες, ο πολιτισμός, καθόλου δεν οδηγούν σε ανώτερη ηθική συμπεριφορά. Με ένα γερό άλμα από τη σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους, στην αρχαιότητα, μέχρι την πανεπιστημιακή υπερδύναμη που διατηρεί ακόμη και σήμερα ανοιχτό το Γκουαντάναμο, αντιλαμβανόμαστε ότι τα υψηλά πνευματικά έργα δεν δυσκολεύονται καθόλου να συνυπάρχουν με τις πιο φρικτές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής.
Ας προσγειωθούμε όμως σε πιο πεζές και λιγότερο αιματηρές όψεις αυτής της διαμάχης, ας πάρουμε το παράδειγμα της σημερινής ελληνικής διανόησης. Όταν κάποιος εκδότης συγκρούστηκε με έναν εργαζόμενο στον εκδοτικό του οίκο, ζήτησε τη συμπαράσταση των συγγραφέων των οποίων τα έργα εξέδιδε. Υπέγραψαν λοιπόν ένα κείμενο συμπαράστασης στον εργοδότη (!), ενάντια στον εργαζόμενο, σαν να είχαν εικόνα της εργασιακής διαφοράς. Είχε γράψει τότε ο Κώστας Δεσποινιάδης ότι ενώ κάποτε μιλούσαμε για τη σιωπή των διανοουμένων, θα έρθει καιρός που θα παρακαλάμε να σωπάσουν. Ήρθε αυτός ο καιρός, με την τωρινή κρίση.
Διανοούμενοι με ή χωρίς εισαγωγικά υπογράφουν κείμενα όπου ζητούν από την κυβέρνηση να πάρει σκληρότερα μέτρα, γιατί η κοινωνία μας είναι πολύ καλομαθημένη και θέλει μαστίγιο για να συνέλθει. Υπογράφουν γνωστοί λογοτέχνες μας. Δεν τους λείπει παιδεία, απλώς διαφωνούμε. Με άλλα λόγια, το διάβασμα σε κάνει απλώς πιο διαβασμένο. Για τα υπόλοιπα, το ζήτημα παραμένει τι άνθρωπος θέλεις να είσαι και τι πιστεύεις
Από το pressproject
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου