Δραματικές διαστάσεις για δεκάδες χιλιάδες φοιτητές παίρνει η εφαρμογή του νόμου που αφορά στη φοίτηση στην Ανώτατη εκπαίδευση καθώς από τον Σεπτέμβριο του 2014 προβλέπεται η διαγραφή όσων έχουν ξεπεράσει το καθορισμένο όριο σπουδών.
Το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι βεβαίως σοβαρό γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται ανησυχητικά αν κανείς «φωτίσει» μια πλευρά η οποία μένει συνήθως αθέατη καθώς δεν καταγράφεται πουθενά. Αναφερόμαστε στην οριστική εγκατάλειψη των σπουδών που όλα δείχνουν ότι αφορά σημαντικό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού.
Επειδή η ισότητα ή η ανισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση, σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στην πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και επειδή η παράταση, καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών αφορά, όπως είδαμε παραπάνω, ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού, με αυξητικές μάλιστα τάσεις, είναι αναγκαίο να ανιχνεύσουμε σε ποιο κοινωνικοοικονομικό «έδαφος» λιπαίνεται το φαινόμενο αυτό. Αναφερόμαστε δηλαδή στις αιτίες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνονται στα στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ ενώ παράλληλα παραβλέπονται από τα «ρεπορτάζ» εκείνα που επικεντρώνουν στους «τεμπέληδες φοιτητές – βαρίδια για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Να σημειώσουμε, κατ΄ αρχήν, ότι η καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι ίσα κατανεμημένη στα τμήματα ΑΕΙ – ΤΕΙ. Τα μεγαλύτερα ποσοστά των λεγόμενων «μη ενεργών» φοιτητών παρουσιάζονται σε σχολές με λαϊκότερη κοινωνική σύνθεση και αμφίβολες επαγγελματικές προοπτικές (π.χ στο Πάντειο, στα περισσότερα ΤΕΙ, σε πολλές θεωρητικές σχολές κλπ). Πραγματικά αν εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού θα διαπιστώσουμε ότι σε εκείνες τις σχολές στις οποίες παρουσιάζονται μεγάλα ποσοστά καθυστέρησης ή εγκατάλειψης των σπουδών υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων ενώ αντίθετα στις υπόλοιπες σχολές (π.χ. ΕΜΠ, Ιατρική κ.λπ.) υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων.
Παράλληλα οφείλουμε να πάρουμε υπόψη τα ευρήματα των ερευνών που σχετίζονται με την εργασία των φοιτητών. Έρευνα «ανέβαζε» το ποσοστό των φοιτητών που εργάζονταν μόνιμα ή περιστασιακά στο 42,4%. Σύμφωνα πάλι με στοιχεία μεγάλης εταιρείας ευρέσεως εργασίας, το 40% των ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν δουλειά είναι φοιτητές. Σε άλλη έρευνα σε 300 φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου το 13% δήλωσε ότι εργάζεται σχεδόν μόνιμα με την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο ενώ περίπου 37% δήλωσε ότι εργάζεται περιστασιακά «για να καλύψει τα έξοδά του – να μην επιβαρύνει την οικογένεια που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει».
Τί συμβαίνει λοιπόν;
Η αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους σπουδών -που ξεπερνάει για τον φοιτητή που σπουδάζει εκτός περιοχής κατοικίας τις 8-9.000 ευρώ ετησίως- σε συνδυασμό με την ανεύρεση εργασίας παράλληλα με την όχι πάντα επιτυχή προσπάθεια παρακολούθησης των μαθημάτων, αλλά και ο σχετικός ρόλος του πτυχίου των παραπάνω σχολών στη μελλοντική επαγγελματική πορεία των αποφοίτων σε συνδυασμό με την εσωτερίκευση των αμφίβολων επαγγελματικών προοπτικών, είναι πολύ πιθανό να εκκολάπτουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών για εκείνο το μέρος του φοιτητικού πληθυσμού για το οποίο αφενός οι παρατεταμένες σπουδές κοστίζουν ακριβά, αφετέρου η είσοδος στην παραγωγή και η πρόωρη επαγγελματοποίηση μετατρέπεται σε αναπόφευκτη στρατηγική επιβίωσης ανατρέποντας έτσι την προοπτική ολοκλήρωσης των σπουδών.
Όσο σίγουρο είναι ότι, οι παραπάνω όροι, δεν μπορούν να μονοπωλήσουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών, άλλο τόσο είναι φανερό ότι, η κοινωνική ανισότητα δεν σταματάει την δράση της μπροστά στην είσοδο του πανεπιστημίου.
Του Χρήστου Κάτσικα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου