Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Οικουμενκό Πατριαρχείο

Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε κατά τον β΄ μ.Χ αιώνα απ’ τον απόστολο Ανδρέα ως μία απλή επισκοπή στην αρχαία πόλη των Μεγαρέων το Βυζάντιο. Όταν το 331 μ.Χ. η αρχαία πόλη του Βυζαντίου μετονομάσθηκε σε Florance = Άνοιξη ή Nova Roma δηλαδή Νέα Ρώμη (πολλά χρόνια αργότερα αποκλήθηκε Κωνσταντινούπολη) και έγινε η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η μικρή αυτή επισκοπή εξελίχθηκε σε Πατριαρχείο.
           
Στα επόμενα χρόνια το Πατριαρχείο εξισώθηκε με τους θρόνους των Ιεροσολύμων, της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας. Η ανάγκη της δημιουργίας μίας κεντρικής εκκλησίας που θα διοικούσε όλες τις άλλες εκκλησίες σε όλη την επικράτεια, δημιούργησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Νέας Ρώμης την επονομαζόμενη και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.

Αυτό έγινε κατά το τέλος του ε΄ αιώνα, δηλαδή λίγα χρόνια μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451 όπου και αποδόθηκε στον πατριάρχη Κων/πολης ο τίτλος «Οικουμενικός». Όλα αυτά τα χρόνια ο τίτλος αυτός δεν αναγνωριζόταν απ’ τους παπικούς στην Δύση. Η επίσημη καθιέρωσή του έγινε το 585 επί αυτοκράτορος Μαυρικίου, ο  οποίος ανακήρυξε και επίσημα τον πατριάρχη Κων/πολης, Ιωάννη τον Νηστευτή, «Οικουμενικό» ερχόμενος σε ρήξη με τον Πάπα της Ρώμης που μέχρι τότε κατείχε τα πρωτεία του Χριστιανισμού. Αυτή η στιγμή αποτελεί την πρώτη επίσημη αρχή της ρήξης και του μετέπειτα σχίσματος των δύο Εκκλησιών.
 Αυτοκράτορες και Πατριαρχείο
Την εποχή εκείνη ο αριθμός των καλογέρων, μοναχών και ασκητών είχε ξεπεράσει κατά πολύ εκείνον του στρατού. Τότε ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος απαγόρευσε στα μοναστήρια να δέχονται νέα μέλη. Το μέτρο αυτό υπήρξε η αφορμή της τραγικής δολοφονίας του. Το πατριαρχείο και οι μοναχοί υποκίνησαν επανάσταση ζητώντας την καθαίρεσή του. Η ανατροπή του ήρθε το 602 απ’ τον εκατόνταρχο Φωκά. Ο Μαυρίκιος βρήκε τραγικό τέλος. Οι πέντε γιοι του σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια του και ο ίδιος αποκεφαλίσθηκε. Τα έξι κεφάλια εκτέθηκαν δημόσια και τα πτώματά τους πετάχθηκαν στην θάλασσα. Αυτά προς παραδειγματισμό για όσους θα τολμούσαν στο εξής να τα βάλουν με την Εκκλησία. Πολλοί αυτοκράτορες όπως θα δούμε και παρακάτω έπεσαν θύματα του Πατριαρχείου.

    Την ίδια περίοδο ολοκληρωνόταν η τεράστια αύξηση της γαιοκατοχής και του πλουτισμού της Εκκλησίας με τους αμύθητους θησαυρούς που οι κληρικοί είχαν ληστεύσει απ’ τους αρχαίους ναούς και απ’ τις περιουσίες των Ελλήνων. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός πάμπλουτου θεοκρατικού παρακράτους που υποστηριζόταν από ένα μεγάλο άτακτο στρατό καλογήρων και μοναχών έτοιμο να επιτεθεί ακόμα και εναντίον του κράτους τους. Το Πατριαρχείο Κων/πoλης αποτέλεσε το κέντρο αποφάσεων για τον πανελλήνιο διωγμό που εξαπολύθηκε απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εκεί από κοινού πατριάρχες και αυτοκράτορες αποφάσιζαν την ισοπέδωση του Ελληνικού Πολιτισμού. Σφαγές, φρικτά βασανιστήρια, πυρές και καύσεις βιβλίων και ανθρώπων, δηώσεις, κατεδαφίσεις ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες με τις οδηγίες του Πατριαρχείου. Κάθε τι το ελληνικό θα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από προσώπου γης.

 Αλλά εκ παραλλήλου με τους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων, το Πατριαρχείο θα αποτελέσει το κέντρο αιματηρών εμφυλίων πολέμων και οδομαχιών μεταξύ Αρειανών, Ορθοδόξων, Καθολικών και άλλων αιρέσεων που θα συγκλονίσουν την Κων/πολη αλλά και όλη την Αυτοκρατορία μέχρι τον ε΄ αιώνα. Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς Σωκράτη και Σωζομενό επί του Αρειανιστή αυτοκράτορα Κωνστάντιου ο Πατριάρχης Παύλος επέστρεψε στην Κων/πολη το 341 ύστερα απ’ την εξορία του στον Πόντο, λόγω ότι είχε κατηγορηθεί απ’ τους οπαδούς του Αρείου για την δολοφονία του αρχηγού τους, αλλά και γιατί προετοίμαζε κρυφά την αναπροσάρτηση της Πόλης στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Λόγω της επιστροφής του οι Αρειανιστές επίσκοποι Μακεδόνιος και Ασκληπάς καλλιέργησαν πολεμικό κλίμα στην Πόλη όπου εκατοντάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν ακόμα και μέσα στις εκκλησίες.

 Το 342 ο στρατηγός και αρχηγός του ιππικού της αυτοκρατορικής φρουράς Ερμογένης επεμβαίνει για να καταστείλει τον εμφύλιο χριστιανικό πόλεμο που μαίνεται στην πρωτεύουσα. Τελικώς εγκλωβίζεται στην εκκλησία της Ειρήνης (κατά τον Θεοδώρητο) ή στο σπίτι του (κατά τον Σωζομενό) όπου οι καλόγεροι πυρπολούν. Ο Ερμογένης και αρκετοί φρουροί καίγονται ζωντανοί και το πτώμα του σύρεται από φανατικούς δεμένο από τα πόδια στους δρόμους. «Διηκονείτο δε τοις βασιλέως προστάγμασιν Ερμογένης ο την ιππικήν δύναμιν επιτετραμμένος στρατηγός ος επί Θράκην τότε αποσταλείς παριών δια Κωνσταντινουπόλεως εβιάζετο Παύλον δια στρατιωτών εξελάσαι της εκκλησίας, επεί δε το πλήθος ου συνεχώρει, πη δε και ημύνετο βιαιότερόν τε επιχείρουν οι στρατιώται επιτελείν το προσταχθέν, καταλαβώντες την Ερμογένους οικίαν οι στασιώται ενέπρησαν και αυτόν αναιρούσι, και σχοινίον εξάψαντες είλκον δια της πόλεως» (Σωζομενός «Εκκλησιαστική Ιστορία»)
 Αυτουργοί σύμφωνα με τον Σωζομενό ήταν δύο συνεργάτες του Πατριάρχη ο υποδιάκονος Μαρτύριος και ο αναγνώστης Μαρκιανός. Τότε στην Κων/πολη ξεσπά θρησκευτικός εμφύλιος πόλεμος και χάνουν την  ζωή τους περί τους 3.150 άνθρωποι, πάντοτε σύμφωνα με τα γραφώμενα του Σωζομενού. Ο Πατριάρχης Παύλος εξορίζεται απ’ τον αυτοκράτορα στην περιοχή της μικρής Αρμενίας και τελικώς στραγγαλίζεται από Αρειανιστές. Οι ταραχές αυτές θα εξακολουθήσουν μέχρι την πλήρη επικράτηση των Ορθοδόξων χριστιανών και σταδιακά την ολοκληρωτική εξόντωση όλων των υπολοίπων αιρετικών.

 Απ’ τον ε΄ μέχρι και τις αρχές του ζ΄ αιώνα ακολουθεί μία περίοδος πλουτισμού, εξουσίας και ακμής του Πατριαρχείου. Απ’ το 717 και μέχρι το 842 ακολουθεί η περίοδος της Εικονομαχίας. Πρόκειται για μία περίοδο μεταρρυθμίσεων που συντελέστηκε επί της βασιλείας των Ισαύρων αυτοκρατόρων, όπου οι ιεράρχες συγκρούστηκαν μετωπικά με το κράτος υπερασπίζοντας τα οικονομικά και εξουσιαστικά τους συμφέροντα. Κατά την εποχή αυτή το κράτος θα περιορίσει την ισχύ και τον πλούτο της Εκκλησίας.

Ως αντίδραση προς την διακυβέρνηση Λέοντος Ισαύρου το 730 φανατικοί κληρικοί με προτροπή του Πατριαρχείου πυρπολούν το Πανεπιστήμιο και την Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης, κατακαίοντας όλα τα εναπομείναντα συγγράμματά του μαζί με τους είκοσι Έλληνες καθηγητές του. Τα επόμενα χρόνια κρατικά δραστικά αστυνομικά μέτρα θα περιορίσουν τα φαινόμενα ταλιμπανιισμού των κληρικών.

    Και ενώ η μεταρρύθμιση υπέρ του λαού και κατά της Εκκλησίας προχωρούσε σταδιακά, ξαφνικά ήρθε το σκοτεινό πισωγύρισμα. Το 842 δολοφονείται με δηλητήριο ο αυτοκράτορας Θεόφιλος απ’ τους Ορθόδοξους ιεράρχες, όπου και επέρχεται το τέλος της μεταρρύθμισης των Ισαύρων. Το επόμενο έτος 843 και συγκεκριμένα την 19η Φεβρουαρίου, που συνέπεσε με την «Κυριακή των Νηστειών» στην συνελθούσα σύνοδο των εικονολατρών «καθήρεσαν από τον πατριαρχικό θρόνο και αναθεμάτισαν τον πατριάρχη Ιωάννη Γραμματικό και πάντας τους ομόφρωνες αυτού, χειροτόνησαν δε αντ’ αυτού τον Μεθόδιο και τους ακόλουθους τουΚατ’ αυτόν τον τρόπο κατελύθη η εκκλησιαστική μεταρρύθμισις, ανεστηλώθησαν οι εικόνες στις εκκλησίες και σε όλα τα δημόσια μέρη και αποκαταστάθησαν τα καταργηθέντα μοναστήρια. Το δε μοναχικόν τάγμα απέκτησε πάλι μεγάλη ισχύ στην κοινωνία και στην κυβέρνησι, τόση που η θρασύτης αυτού δεν εσέβετο ούτε την βασιλείαν» (Κ. Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος 3ος, από Ιουστινιανού μέχρι Βασιλείου του Α΄).
   
Αντίβαρο και φόβητρο κάθε προσπάθειας προόδου
 Θα ακολουθήσουν ανελέητοι διωγμοί διαταχθέντες απ’ το Πατριαρχείο: «Τα άγρια των μοναχών πάθη που δεν εσέβοντο ούτε την ίδιαν την βασίλισσα, επιχείρησαν δεινώτατον διωγμό στους οπαδούς της μεταρρυθμίσεως. Οι μοναχοί συκοφάντησαν τον σοφό Ιωάννη Γραμματικό ότι δήθεν εξώρυξε τους οφθαλμούς μίας εικόνος και  ανταπέδωσαν σ’ αυτόν τα ίδια τυφλώνοντάς τον, ενώ κατ’ άλλους εμαστίγωσαν αυτόν διακόσιες φορές. Τούτος υπήρξε ο πρώτος καρπός επανόδου του μοναχικού τάγματος στα πράγματα. Αυτά έκαμαν στον σοφότερον και χρηστότερον άνθρωπον των χρόνων τούτων. Τα του Ιωάννη βασανιστήρια ακολούθησαν κι άλλοι». Έτσι το Πατριαρχείο έγινε πάλι το αντίβαρο και το φόβητρο για κάθε προσπάθεια προόδου βυθίζοντας και πάλι τον δεισιδαίμονα λαό και το κράτος στον ζοφερό χριστιανικό μεσαίωνα.

Κατά την περίοδο 861 έως 867 επί Πατριάρχη Φωτίου επήλθε το πρώτο σχίσμα μεταξύ της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Απ’ τον θ΄ αιώνα και εντεύθεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο απώλεσε τον τίτλο την οικουμενικότητας διότι τα λοιπά Βαλκανικά κράτη ίδρυσαν δικά τους αυτοκέφαλα Πατριαρχεία, που διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

    Το 963 ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Πολύευκτος ήταν ο εγκέφαλος της δολοφονίας του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά ο οποίος έκανε το μοιραίο λάθος να περιορίσει τα προνόμια των κληρικών: «Ανάμεσα στους πρωτεργάτες της συνωμοσίας ήταν και ο πρόεδρος της Συγκλήτου Βασίλειος και ο Πατριάρχης Πολύευκτος (…). Ο Πατριάρχης μαζί με τον πρόεδρο της Συγκλήτου τον ευνούχο Βασίλειο κατάφεραν να ανακηρυχθεί αμέσως ο Τσιμισκής αυτοκράτορας. Επειδή όμως ο Νικηφόρος ήταν αγαπητός στα λαϊκά και αγροτικά στρώματα, για τα μάτια του κόσμου διατάχθηκαν τάχα ανακρίσεις και ο Πατριάρχης Πολύευκτος δήλωσε πως οι δολοφόνοι θα τιμωρηθούν. Όμως ο πρώτος και κυριότερος δολοφόνος ήταν ο Τσιμισκής, που ο συνένοχός του Πατριάρχης τον έστεψε κιόλας αυτοκράτορα» (Ι. Κορδάτος «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας»).

Το Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης Πολύευκτος σε συνεννόηση με τον νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή αχρήστευσαν τα διατάγματα του Νικηφόρου, που απαγόρευαν να χτίζονται νέες εκκλησίες και μοναστήρια και ν’ αποχτούν χωράφια και περιουσίες πιστών οι κληρικοί. Έτσι η Εκκλησία ανέλαβε ξανά περίοπτη θέση στην διοίκηση της Αυτοκρατορίας.

Ανεβοκατεβάζει και αφορίζει αυτοκράτορες
 Στα επόμενα χρόνια και μέχρι την οριστική διάλυση της αυτοκρατορίας το Πατριαρχείο ουσιαστικά έφθασε να κυβερνά, αφού συνέχισε να ανεβοκατεβάζει αυτοκράτορες. Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί η δολοφονία του αυτοκράτορα Ρωμανού απ’ την σύζυγό του Ζωή και του νεαρού εραστή της Μιχαήλ. Όμως τον χείριστο ρόλο της δολοφονίας έπαιξε ο πατριάρχης Αλέξιος, ο οποίος συμμετείχε ευλογώντας την δολοφονία: «Επελθούσης δε της νυκτός και ψαλλομένων των αγίων παθών, μηνύεται τότε ο πατριάρχης Αλέξιος υπό του βασιλέως Ρωμανού δήθεν να ανέλθη εις τα ανάκτορα. Ο πατριάρχης έσπευσε να έλθη, αλλά ευρίσκει με απορίαν του νεκρόν μεν τον βασιλέα, την δε Ζωήν καθημένη επί λαμπρού θρόνου, έχουσα πλησίον της τον Μιχαήλ και μανθαίνει ότι προσελκύθη ίνα ιερολογήση τούτον αυτή. Έκθαμβος δε γενόμενος ίστατο εννεός και ενδοιάζων περί του πρακτέου, ότε ο Ιωάννης (ο Ορφανοτρόφος) και η Ζωή δόντες αυτώ μεν πεντήκοντα λίτρας χρυσίου, εις δε τον κλήρον άλλας πεντήκοντα, κατέπεισαν αυτούς να τελέσωσι την ιεροπραξίαν» (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τόμος 5ος, σελ.202).  Εκατό λίτρα χρυσού μοιράσθηκαν ο πατριάρχης Αλέξιος και οι ιερωμένοι για να ευλογήσουν την στυγνή δολοφονία του βασιλιά τους και να παντρέψουν το ζεύγος των δολοφόνων.

    Οι αφορισμοί των Πατριαρχών προς τους πάντες δεν έχουν τέλος καθ’ όλη την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι πατριάρχες έφθασαν σε σημείο να αφορίζουν ακόμα και αυτοκράτορες. Αρχικά το 762 ο πατριάρχης Νικήτας αφορίζει τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ τον επονομαζόμενο και «Κοπρώνυμο». Λίγα χρόνια μετά ο πατριάρχης Ταράσιος αφόρισε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄, ο πατριάρχης Νικόλαος  Α΄ ο Μυστικός το 907 αφόρισε τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τέλος ο πατριάρχης Αρσένιος αφόρισε τους αυτοκράτορες Μανουήλ τον Η΄ και το 1261 τον Μιχαήλ γιατί ήταν ενωτικοί. Ο Αρσένιος δημιούργησε ένα τεράστιο κύμα ανθενωτικών οπαδών τους λεγόμενους Αρσενίτες οι οποίοι για διακόσια περίπου χρόνια με την δράση τους συνέβαλαν στην διάλυση της αυτοκρατορίας. Πολλοί ακόμα αυτοκράτορες λόγω των αποφάσεών τους έφθασαν στα πρόθυρα του αφορισμού τους.

     Το 1077 το Πατριαρχείο καταδικάζει και αφορίζει τον πρωτοδιδάσκαλο του Πανδιδακτήριου της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Ιταλό ως αιρετικό και ειδωλολάτρη παγανιστή. Ο αυτοκράτωρ Αλέξιος όργανο του Πατριαρχείου διέταξε να διαβαστούν τα αναθέματα απ’ τον άμβωνα του ναού της Αγίας Σοφίας μπροστά σε όλο τον λαό που επαναλάμβανε την τελευταία φράση του αναθέματος. Οκτώ απ’ αυτά τα αναθέματα έχουν διασωθεί. Αξίζει διαβάσουμε ένα απ’ αυτά: «Σ’ αυτούς που δέχονται και διδάσκουν τα μάταια ελληνικά μαθήματα, ότι υπάρχει προΰπαρξη των ψυχών και όχι ότι όλα τα όντα γεννήθηκαν απ’ το τίποτα, ότι η κόλαση έχει ένα τέλος, ή ότι υπάρχει μία ανανέωση της δημιουργίας και των ανθρωπίνων πραγμάτων, εισάγοντας έτσι την θεωρία της καταστροφής στα όσα δημιούργησε ο Θεός, ενώ ο Θεός-Χριστός μας εδίδαξε και μας μετέδωσε αυτήν την βασιλεία σαν αιώνια και μη καταστρεφομένη και οι δύο Διαθήκες Παλαιά και Νέα, μας πληροφορούν ότι η κόλαση δεν έχει τέλος και ότι η βασιλεία των ουρανών είναι αιώνια. Σε όλους αυτούς που με τέτοιους λόγους χάνονται οι ίδιοι στην κόλαση και προκαλούν στους άλλους αιώνια καταδίκη, ανάθεμα τρεις φορές» («Κατά Ιταλού» Ανάθεμα 8, κεφ.Ι΄ Περί ελληνικών ιδεών). Ακολουθούν οι αφορισμοί όλων των μαθητών του, του Νείλου, του Ευστάθιου, του Βλαχερνίτη κ.ά. Οι αφορισμοί των Πατριαρχών και των λοιπών ιερέων δεν θα σταματήσουν ποτέ, παρά θα συνεχιστούν μέχρι και την περίοδο του Νεοελληνικού κράτους όπως θα δούμε παρακάτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου