Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

“Πάντα παρέδωκεν ως λάχανα κήπου"

Παράδοση τής Πελοποννήσου από το Δημήτριο Παλαιολόγο στο Μωάμεθ Β΄
από την πένα τού Νίκου Τσιφόρου και το βιβλίο του "Εμεις οι Φράγκοι"   

 ...Οι Παλαιολόγοι στο μεταζύ, ούτε που κάνανε να αντισταθούνε. Ο Θωμάς πήρε τη φαμίλια του και πήγε στη Λακωνική Μαντινεία, ο Δημήτριος στη Μονεμβασιά, νάναι κοντά στη θάλασσα, να το σκάσουνε άμα φτάσει το χτένι στον κόμπο... Είχανε και το θησαυρό τους μαζί, παλληκάρια κι οι δυο και προδότες τού λάου τους, τέλος πάντων να μη τα λέμε αυτά και θυμώνουνε μερικοί...

     Ο Μωάμεθ άλλαξε δρόμο και τράβηξε στην Πάτρα. Ακούσανε οι πατρινοί, ότι έρχεται και την παρατήσανε την πόλη σύξυλη... Φύγανε όλοι για τη Ναύπακτο και για τις άλλες βενετσιάνικες αποικίες και μόνο η φρουρά έμεινε στό κάστρο, αλλά γιατί έμεινε;... Με το που ζύγωσε ο Μωάμεθ, σηκώσανε άσπρη σημαία και κάνανε «ράι» να παραδοθούνε.

     Τούς χάρισε τη ζωή ο τούρκος και τρελλάθηκε με την ομορφιά και την ευφορία τής Πάτρας...

     - Μπράβο τόπος...

     Έβγαλε και φετφά.

     - Φόρο δεν θα πλερώνετε κι όσοι κάτοικοι έρθουνε πίσω, θα πάρουνε τα κτήματά τους και δεν θα τούς πειράξω.

     Πολλοί γυρίσανε και δεν πειραχτήκανε, είναι αλήθεια... Ο Μωάμεθ προχώρησε στην Ήλιδα, στη Μεσσηνία, έφαγε την Βοστίτσα (σ.σ. Αίγιο) και ξαναγύρισε στην Κόρινθο.

     Το κάστρο κράταγε ακόμα κι ό Ματθαίος Ασάνης είχε καταφέρει να μπάσει μέσα τρόφιμα από το Ναύπλιο... Βρε το βομβαρδίζανε, βρε κάνανε εφόδους, τίποτα... Οι  πολιορκημένοι ρίχνανε τέτοια κοτρώνια στούς τούρκους, που τούς ανοίγανε μέχρι πεντακόσια κεφάλια την ημέρα...

Η προδοσία τού μητροπολίτη
    
    Μακρύ το κομπολόϊ, όταν πετάχτηκε να προδώσει ο... έλληνας μητρο- πολίτης τον αγώνα... (δυστυχώς κι αυτό είναι εξακριβωμένο). Πήγε στον Μωάμεθ, δεν ξέρουμε με τι αντάλλαγμα και τού είπε:

     - Μην απελπίζεσαι. Ούτε τρόφιμα έχουνε, ούτε δυνάμεις καινούργιες, ούτε πολεμεφόδια... Και το κυριότερο το ηθικό τους έχει τσακίσει. Όπου νάναι να παραδοθούνε...


     Έτσι ήτανε στην πραγματικότητα γιατί μια μεγάλη πέτρινη οβίδα είχε χτυπήσει το φούρνο και την οπλοθήκη τού κάστρου.
Για να κράτησουν το αρχοντιλίκι και την καλοπέρασή τους
   Ο σουλτάνος έκανε κουράγιο. Πήγανε κήρυκες του στο κάστρο.

     - Ασάνη παραδόσου και δεν θα σάς πειράξουμε.

     Στίς 6 Αυγούστου ο Ασάνης βγήκε με τη σημαία τής ανακωχής.

     Ο σουλτάνος τον καλοδέχτηκε.

     - Είσαι παλληκάρι...
    
     - Να βράσω μέσα στην πείνα, που με τσάκισε.

     Πάει το κάστρο τού Άστρου -έτσι τη λέγαν την Κόρινθο- κι ο Μωάμεθ δεν πείραξε τον κόσμο... Μόνο έστειλε τον Ασάνη στούς Παλαιολόγους.

     - Θα πάς σ΄ αυτούς τούς τράγους...

     - Μάλιστα.

     - Καί θα τους πεις... Θέλω... Την Πάτρα, τα Καλάβρυτα καί τη Βοστίτσα δικά μου... Θέλω... τρεις χιλιάδες χρυσά το χρόνο... Κι άμα δεν δεχτούνε προχωρώ.

     Έφυγε ο Ασάνης, πήγε στη Λαγκάδα, στην Τρύπη καί βρήκε τ΄ αδερφάκια.

     - Αυτά θέλει.

     - Να τα δώσουμε.

     Ο Δημήτριος είχε κι απορίες.

     - Παρντόν, άμα τα δώσουμε, εμάς δε θα μάς πειράξει;

     - Όχι, αλλά να πληρώνετε ταχτικά τα γραμμάτια.

     Κυτταχτήκανε μεταξύ τους τα αδερφάκια και κατεβάσανε το κεφάλι.

     - Έχω, είπε ο Θωμάς, δυο - τρία κοριτσάκια πολύ τροφαντά στην αυλή μου...

     - Ε, λοιπόν;

     - Να τού τα στείλω πεσκέσι, μήπως και τού αρέσουνε τού ανθρώπου;

     - Τα κορίτσια;

     - Ε, ξένος άνθρωπος είναι, να μην τον περιποιηθούμε;

     - Και να τού στείλουμε τρυφερούδια;

     - Για να τον καλοπιάσουμε.

     Ο Ασάνης είχε αντιρρήσεις.

     - Κύριοι δεσπόται, ο σουλτάνος...

     - Μάλιστα...

     - Έχει αποκτήσει μερικάς οθωμανικός συνηθείας...

     - Δεν εννοούμεν...

     - Είναι ατζέμης...

     - Λέτε;

     - Εγώ λέγω; Ο κόσμος το λέγει...

     Ο Δημήτριος το σκέφτηκε πολύ.

     - Τότε, να τού στείλουμε... αγοράκια...

     - Έχετε;

     - Θα βρεθούνε.

     Και «εστάλησαν έξη εκλεκτοί νέοι, ίνα καταταγώσι εις την προσωπικήν φρουράν τού... τούρκου»...

     
    Ρεζίλι δηλαδή άνευ προηγουμένου τούτη η χρεωκοπία... Ο Φραντζής κλαίει και οδύρεται.

     «Πάντα τα ρηθέντα άστεα, τω αμηρά παρέδωκεν ως λάχανα κήπου»... και το κλειδί τού Μωριά το δώσανε αμαχητί στον τούρκο τα λεβεντόπαιδα οι Παλαιολόγοι, για να κράτησουνε το αρχοντιλίκι τους και την καλοπέραση τους...


     Ο Μωάμεθ μάζεψε όλους τούς γερούς τεχνίτες και τούς καλούς γεωργούς και έκανε ένα κόσμο παραγωγικό, -είχε μυαλό ο άνθρωπος- πού τον έστελνε στην Πόλη και τα χωριά τα δικά του. Τούς έδωσε δουλειές, τούς εγκατέστησε και οι περισσότεροι τουρκέψανε με τα χρόνια και διδάξανε την τέχνη τους στούς τούρκους...
Τα λαδωμένα τα κλειδιά...
    Δεν πρόλαβε καλά - καλά να φύγει ο Μωάμεθ κι ο Μωριάς ξανάρχισε τα δικά του. Δεν τούς έγινε μάθημα όλη η περιπέτεια που τραβήξανε, ξαναπιάσανε το βιολί τής φαγομάρας. Ποιος τον άνοιξε το σαματά; Πάλι τα Παλαιολόγια, κακό-χρονο να ΄χουνε. Να δηλαδή και πώς...

     Ο σουλτάνος είχε υπογράψει μαζί τους ειρήνη... Ωραία. Τον Οκτώβρη έπιασε ένα δικό του και τον έστειλε κάτου στο Μωριά.

     - Πρώτον, θα υπογράψεις εν ονόματί μου την ειρήνη και θα πάρεις  τον  όρκο των δυο δεσποτών Παλαιολόγων, ότι μού μένουν πιστοί.

     - Έβετ.

     - Μετά  θα  πεις τού  Δημητράκη τού Παλαιολόγου να μού δώσει γυναίκα την κόρη του, την Ελένη, κατά που συμφωνήσαμε.

     - Μάλιστα.

     - Άμα την πάρεις, να μην τη δοκιμάσεις. Να την φέρεις αδοκίμαστη, θα αναλάβω εγώ.

     - Μήπως πάθετε τίποτα;

     - Τον κακό σου τον καιρό... Μετά θα πάς στο Θωμά.

     - Τον άλλο Παλαιολόγο;

     - Ναι.  Να μεταβιβάσει τα κάστρα στον επίτροπό μου.

     - Ξέρω.

     - Σκάσε καί φύγε.

     Καθότανε, λοιπόν, ο Θωμάς και χάζευε τη μοίρα του, όταν έφτασε τούτος ο απεσταλμένος.

     - Οζ γκελντίν... Τι θέλετε;

     - Τα κλειδιά από τα κάστρα.

     - Μάλιστα. Τάχουμε λαδώσει κιόλας, να μη τρίζουν οι κλειδαριές. Πάρτε τα.

     Πήρε τα  κλειδιά  το  πρόσωπο  και  τράβηξε  στο Δημήτρη.

     - Με δίνετε την Ελενίτσα;
Ο Δημήτριος Παλαιολόγος πεθερός τού σουλτάνου
  
   Ο Δημήτρης ήτανε άτιμο παιδί... Πρώτα - πρώτα τα είχε βάλει πάλι με τον αδερφό του και ήθελε να τού φάει τις γαίες. Δεύτερον, είχε κάνει κάτι ατιμίες και έστελνε ανθρώπους να χτυπήσουνε το Θωμέικο. Συλλογίστηκε λοιπόν: «Τώρα, πεθερός τού σουλτάνου, θα τον αφαλοκόψω το Θωμά μας» καί αντί να δώσει την κόρη του, φώναξε τον Ασάνη το Ματθαίο και τον έστειλε στο σουλτάνο.

     -Να σάς δώσουμε την Ελένη,  αλλά να μάς δώσετε κι εσείς τη Λήμνο και την  Ίμβρο...   Και κάτι άλλο. Βοηθήστε μας ολίγον να φάμε το Θωμά, που δεν χρειάζεται...

     Ο σουλτάνος δεν ήθελε άλλα ντράβαλα, το συλλογιζότανε λοιπόν, πως θα τον φέρει σοφράνο το Δημητράκη, αλλά κι ο Δημητράκης κάτω έκανε τη δουλειά του. Πρώτα - πρώτα βάρεσε το Θωμά στα ίσα και όλο έλεγε, ότι έχει τη βοήθεια των τούρκων...

 Έτσι είναι τα πράματα, όπως γράφονται. Στήν πραγματικότητα όμως, έχει γίνει μια ατιμία άλλου είδους. Να ακριβώς τι έγινε. Ο Δημήτριος είχε απαυδήσει να μαλώνει με τον αδερφό του και να τρέμει συνεχώς τον τούρκο... Αντί λοιπόν να παραδοθεί και να ησυχάσει, έκανε με το Μωάμεθ «σκηνοθεσίας τα πάντα». Ψεύτικα πιάσανε τον Ασάνη, ψεύτικα παραδοθήκανε τα κάστρα, ψεύτικα επιτεθήκανε στο Μυστρά οι τούρκοι. Όλα ήτανε προσχεδιασμένα... Έναντι ανταλλαγμάτων ο Δημήτριος Παλαιολόγος «πρόδωσε» τις κτήσεις του και παράδωσε αμαχητί το Μυστρά... Ο σουλτάνος τον δέχθηκε ο ίδιος, τού ΄δωσε το χέρι, σηκώθηκε απάνω να τον δεχτεί και ζήτησε και την Ελένη την κόρη του.

     Πήγανε ο Ασάνης κι ένας πασάς ο Ισά στη Μονεμβασιά και είχανε εντολή να πάρουνε την Ελένη και τη μάνα της, που τις φυλάγανε εκεί. Τις δώσανε οι μονεμβασιώτες, αλλά παραγγείλανε και στο σουλτάνο:

     - Μην πειράξεις τη Μονεμβασιά, θα τραβηχτούμε άσχημα.

     Ο Μωάμεθ ήξερε, ότι η Μονεμβασιά δεν παίρνεται και έκανε, ότι θαυμάζει το θάρρος τους. Δεν τούς πείραξε... Πήρε λοιπόν την Ελένη και τη μαμά της ο Μωάμεθ, την έστειλε στη Βοιωτία και είπε στο Δημητράκη:

     - Δεν πας κι εσύ να ξεκουραστείς κοντά στις γυναίκες;

*     *     *

     Άλλο που δεν ήθελε ο Δημήτριος, πήγε, καλοπέραση βρήκε και... απ΄ αυτά στην ψυχή του τού κερατά... Παράδωσε τις κτήσεις του στον τούρκο αμαχητί, ενώ τον αδερφό του από μίσος τον πολεμούσε.
Νίκος Τσιφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου