Πρώτες μέρες του Αυγούστου σε φιλικό σπίτι στο φιλόξενο νησί με τους πάντα φιλόξενους κατοίκους του. Μέσα από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα μπαίνει άφθονο φως και αέρας με τη μυρωδιά της θάλασσας. 3.000 κάτοικοι του νησιού έφυγαν για την Αυστραλία και άλλοι τόσοι ετοιμάζονται για το Σεπτέμβρη,όπως μαθαίνουμε από τους ντόπιους. Η Ελλάδα επιστρέφει στα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και του ’60, τότε που οι νέοι εγκατέλειπαν τον αέρα και το φως της πατρίδας τους και αναζητούσαν αλλού πατρίδες. Βλέπεις η φτώχια δεν γνωρίζει ούτε πατρίδα ούτε θρησκεία ούτε χρώμα.
Το ίδιο και το χρήμα. Η Ελλάδα γυρίζει στην εποχή που κάθε σπίτι είχε, αναλογικά, και έναν ξενιτεμένο. Υπήρχαν σπίτια στα οποία έφυγαν όλα τα παιδιά αναζητώντας καλύτερη τύχη. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και τώρα. Βέβαια οι αποστάσεις, χρονικά, έγιναν πιο μικρές, τα προσόντα των ξενιτεμένων έγιναν πολύ περισσότερα αλλά ο πόνος αυτών που φεύγουν και αυτών που μένουν πίσω, παραμένει ο ίδιος.
Οι αριθμοί προσπαθούν να ευημερήσουν αλλά ούτε αυτοί τα καταφέρνουν. Μόνο κάτι τραπεζίτες χαμογελούν ικανοποιημένοι, αρκετά λαμόγια μη κυβερνητικά ράβουν επιπλέον θήκες στα πορτοφόλια τους και μια χούφτα εντολοδόχων, σε διατεταγμένη υπηρεσία, ακονίζουν τις πένες τους για νέες υπογραφές που θα μας σώσουν (χώσουν) ακόμη περισσότερο.
Πώς είναι δυνατόν, αυτοί που μας οδήγησαν στην καταστροφή να εμφανίζονται ως οι σωτήρες μας;
Πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε από τους εμπρηστές να σβήσουν τη φωτιά;
Πώς γίνεται ο καταπατητής να έρθει και να γκρεμίσει το αυθαίρετό του;
Από μόνιμο κάτοικο του νησιού μαθαίνουμε πως πριν από αρκετά χρόνια, το επισκέφτηκε υπουργός με μεγάλο «ειδικό βάρος». Σε πρόταση που του έγινε να δώσει το κράτος γη σε ακτήμονες κατοίκους των παραμεθόριων νησιών ώστε να μπορέσουν να τα καλλιεργήσουν και να μην αναγκαστούν να φύγουν παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο των φυσικών υπερασπιστών αυτών των νησιών, ο «πολύς» απάντησε πως η δημόσια περιουσία δεν χαρίζεται. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβουμε πως δεν χαρίζεται σε ακτήμονες φορολογούμενους πολίτες. Αν είναι όμως επενδυτές ή δανειστές, τότε τα πράγματα αλλάζουν λίγο.
Η ανεργία, λέει, έπιασε τα ποσοστά του 1961, τότε που ήταν ικανή, αυτή από μόνη της, να γεμίσει βαγόνια τρένων και καταστρώματα πλοίων, με προορισμό τον οποιοδήποτε τόπο, αρκεί να υπήρχε εκεί δουλειά, αρκεί να υπήρχε το δικαίωμα στο όνειρο, ίσως απατηλό αλλά παρόλα αυτά, όνειρο.
Όμως, ας μην ψάχνουμε για υπαίτιους μακριά από του εαυτούς μας. Ανεχτήκαμε πολλά, εξακολουθούμε να ανεχόμαστε και άλλα κι εκείνοι πανηγυρίζουν και συγχρόνως απορούν με την ανοχή μας. Έπρεπε να είχαν φύγει ήδη, έπρεπε να τους είχαμε διώξει. Έμειναν και έφεραν μαζί και την παρέα τους, κάνοντας κύκλους γύρω από το κουφάρι της χώρας, όπως ακριβώς κάνουν τα όρνεα.
Του Χρήστου Κυργιάκη
Το ίδιο και το χρήμα. Η Ελλάδα γυρίζει στην εποχή που κάθε σπίτι είχε, αναλογικά, και έναν ξενιτεμένο. Υπήρχαν σπίτια στα οποία έφυγαν όλα τα παιδιά αναζητώντας καλύτερη τύχη. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και τώρα. Βέβαια οι αποστάσεις, χρονικά, έγιναν πιο μικρές, τα προσόντα των ξενιτεμένων έγιναν πολύ περισσότερα αλλά ο πόνος αυτών που φεύγουν και αυτών που μένουν πίσω, παραμένει ο ίδιος.
Το μελαγχολικό, γεμάτο απορία, βλέμμα όσων αναγκάζονται να φύγουν, παραμένει το ίδιο. Μαζί παραμένει το ίδιο ζωντανή και η ελπίδα πως θα κερδίσουν σε άλλη χώρα, σε άλλη πατρίδα το «αύριο» που η δική τους πατρίδα τους στέρησε. Φεύγουν για να βοηθήσουν στην «ανάπτυξη» μιας άλλης χώρας όπως βοήθησαν οι χιλιάδες μετανάστες στην «ανάπτυξη» της δικής μας χώρας τα προηγούμενα χρόνια. Η νέα γενιά ξαναβρίσκεται σε καθεστώς και συνθήκες διωγμού. Οι απόμαχοι της ζωής σε καθεστώς και συνθήκες μαρασμού και εγκατάλειψης. Οι εργαζόμενοι μεταξύ εργασίας και ανεργίας, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Οι αριθμοί προσπαθούν να ευημερήσουν αλλά ούτε αυτοί τα καταφέρνουν. Μόνο κάτι τραπεζίτες χαμογελούν ικανοποιημένοι, αρκετά λαμόγια μη κυβερνητικά ράβουν επιπλέον θήκες στα πορτοφόλια τους και μια χούφτα εντολοδόχων, σε διατεταγμένη υπηρεσία, ακονίζουν τις πένες τους για νέες υπογραφές που θα μας σώσουν (χώσουν) ακόμη περισσότερο.
Πώς είναι δυνατόν, αυτοί που μας οδήγησαν στην καταστροφή να εμφανίζονται ως οι σωτήρες μας;
Πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε από τους εμπρηστές να σβήσουν τη φωτιά;
Πώς γίνεται ο καταπατητής να έρθει και να γκρεμίσει το αυθαίρετό του;
Πώς γίνεται τρεις οικογένειες που ουσιαστικά κυβέρνησαν τη χώρα μετά τον πόλεμο, και στην κυριολεξία την έφτασαν στον γκρεμό να εμφανίζονται ως τιμητές της δημοκρατίας, οι μόνοι ικανοί να τη σώσουν από το γκρέμισμα.
Από τους Παπαμανλήδες στους Καρανδρέου, και πάλι πίσω.
Από μόνιμο κάτοικο του νησιού μαθαίνουμε πως πριν από αρκετά χρόνια, το επισκέφτηκε υπουργός με μεγάλο «ειδικό βάρος». Σε πρόταση που του έγινε να δώσει το κράτος γη σε ακτήμονες κατοίκους των παραμεθόριων νησιών ώστε να μπορέσουν να τα καλλιεργήσουν και να μην αναγκαστούν να φύγουν παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο των φυσικών υπερασπιστών αυτών των νησιών, ο «πολύς» απάντησε πως η δημόσια περιουσία δεν χαρίζεται. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβουμε πως δεν χαρίζεται σε ακτήμονες φορολογούμενους πολίτες. Αν είναι όμως επενδυτές ή δανειστές, τότε τα πράγματα αλλάζουν λίγο.
Η ανεργία, λέει, έπιασε τα ποσοστά του 1961, τότε που ήταν ικανή, αυτή από μόνη της, να γεμίσει βαγόνια τρένων και καταστρώματα πλοίων, με προορισμό τον οποιοδήποτε τόπο, αρκεί να υπήρχε εκεί δουλειά, αρκεί να υπήρχε το δικαίωμα στο όνειρο, ίσως απατηλό αλλά παρόλα αυτά, όνειρο.
Όμως, ας μην ψάχνουμε για υπαίτιους μακριά από του εαυτούς μας. Ανεχτήκαμε πολλά, εξακολουθούμε να ανεχόμαστε και άλλα κι εκείνοι πανηγυρίζουν και συγχρόνως απορούν με την ανοχή μας. Έπρεπε να είχαν φύγει ήδη, έπρεπε να τους είχαμε διώξει. Έμειναν και έφεραν μαζί και την παρέα τους, κάνοντας κύκλους γύρω από το κουφάρι της χώρας, όπως ακριβώς κάνουν τα όρνεα.
Μετά θα μας πουν πως δεν γινόταν αλλιώς, αυτοί οι ίδιοι που μας διαβεβαίωναν πως όλα πάνε καλά και όλα είναι υπό έλεγχο. Θα συνεχίσουμε να τους πιστεύουμε; Όχι βέβαια, ούτε αυτούς, ούτε τους επόμενους που ετοιμάζονται να μας «σώσουν»
Του Χρήστου Κυργιάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου