Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Γερμανία: Από τη Realpolitik στη Weltpolitik


Η Ιστορία δεν είναι ρομάντζο! Είναι το βιβλίο της παγκόσμιας γνώσης, στρατηγικής και εμπειρίας, που μας οδηγεί σε διδάγματα. Υιοθετώντας την παραπάνω άποψη μπορούμε να δώσουμε άλλες ερμηνείες στη δυστοκία που χαρακτηρίζει την ΕΕ σ’ ότι αφορά την επίλυση της κρίσης χρέους που απλώνεται προοδευτικά σε όλη την Ένωση.
Αναλυτικότερα, μια ερώτηση κυκλοφορεί στο μυαλό όλων μας εδώ και καιρό: Γιατί τόσες καθυστερήσεις; Γιατί δεν κάνουν οι ηγέτες της ΕΕ τα αυτονόητα τρενάροντας έτσι καταστάσεις που οδηγούν σε κατάρρευση εθνικές οικονομίες; Μια εύκολη απάντηση θα απέδιδε τα παραπάνω στη διαφορετική κουλτούρα που διακρίνει τα κράτη μέλη της ΕΕ ή και σε μια διαφορετική αντίληψη οικονομικοκοινωνικής δικαιοσύνης, προσεγγίσεις που δύσκολα βέβαια καταρρίπτονται.
Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη, έστω και αν θεωρείται εκ πρώτης όψεως  αιρετική, που επικεντρώνει την ερμηνεία του φαινομένου στο ιστορικό παρελθόν της Γερμανίας και στις πάγεις θέσεις της για οικονομική και παγκόσμια πολιτική κυριαρχία.
Αναλυτικότερα, διαπιστώνεται μια δραματική σύμπτωση χρόνων, γεγονότων και καταστάσεων ανάμεσα σε δυο περιόδους που απέχουν μεταξύ τους  σχεδόν έναν αιώνα. Ειδικότερα, κατά την περίοδο 1871-1897 η Γερμανία πέρασε -με την ενοποίηση και την αναγόρευση της σε αυτοκρατορία- από την Realpolitik του Βίσμαρκ στην Weltpolitik του Γουλιέλμου του ΙΙ. Η πρώτη πολιτική, εξυπηρετώντας την στρατηγική ένωσης όλων των γερμανικών κρατιδίων,  επιδίωκε την εδραίωση της οικονομικής όπως και πολιτικής κυριαρχίας της  χώρας στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο στόχος αυτός για να επιτύχει έπρεπε η Γερμανία να κινείται στο πλαίσιο μιας καταρχάς ισόρροπης παρουσίας στο ευρωπαϊκό σκηνικό των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Αντίθετα η δεύτερη επιδίωκε την ανάδειξη της Γερμανίας σε απόλυτη παγκόσμια πολιτική ηγεμονική δύναμη. Για την επίτευξη του στόχου της Weltpolitik έπρεπε να δημιουργηθεί εκείνο το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που θα καθιστούσε αισθητή την γερμανική υπεροχή κατά κύριο λόγο στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όλα αυτά έγιναν σε 20 περίπου χρόνια.
Σήμερα το προαναφερθέν σενάριο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και μάλιστα στην ίδια ακριβώς έκταση του χρόνου. Ειδικότερα, από το 1989, ημερομηνία της πτώσης του τείχους του Βερολίνου έως την έναρξη της δεύτερης δεκαετίας του 2000 η Γερμανία μέσω μιας νέας Realpolitik πέτυχε την οικονομικής της ισχυροποίηση αποτελώντας την κυρίαρχη παραγωγική δύναμη της ΕΕ. H Κοινή Αγορά του 1957 ως η μεταπολεμική ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση, προσέφερε στην διασπασμένη τότε Γερμανία την δυνατότητα να αναβιώσει την δυναμική που ή ίδια προκάλεσε το 1834, δημιουργώντας τότε την Γερμανική Τελωνειακή Ένωση (Zolverein). Με άλλα λόγια μέσω της ΕΟΚ εδραίωσε την παρουσία της σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο, που αποτέλεσε στην ουσία τη βάση της μελλοντικής ενοποίησης της.
Από το 2010 και μετά η Γερμανία αποκτώντας την απόλυτη οικονομική της υπεροχή, φαίνεται ότι μεταπηδά σταδιακά σε μια νέου τύπου Weltpolitik. Στο πλαίσιο αυτό η διαφαινόμενη οικονομική κατάρρευση  ανταγωνιστικών προς την ίδια κρατών, όχι μόνον δεν την απασχολεί, αλλά μάλλον εξυπηρετεί τις νέες γεωπολιτικές της βλέψεις.
Αν την απασχολούσε δε θα καθυστερούσε η κα Μέρκελ δυο χρονιές συζητώντας για την υιοθέτηση του ευρωομολόγου, ή για άλλα μέτρα ανάσχεσης μιας γενικευμένης χρηματοοικονομικής κρίσης. Η πολιτική ισχυροποίηση της Γερμανίας εύλογα λοιπόν θα οδηγήσει είτε σε μια Γερμανική Ευρώπη, χωρίς πόλεμο αυτήν την φορά,  είτε σε άλλες εξελίξεις η παρουσίαση των οποίων δεν είναι του παρόντος.
Η θέση κατά την οποία η κατάρρευση των οικονομιών εκείνων των χωρών που αποτελούν τους μεγάλους πελάτες της Γερμανίας, θα οδηγήσει και στη δική της πτώση, μέσω του περιορισμού των εισαγωγών τους από αυτήν, απαντάται επιγραμματικά ως εξής: Από το 2009 έως το 2010, δηλαδή σε μια χρονιά και μόνο, η Γερμανία αύξησε κατά 20 δις δολάρια τις εξαγωγές της προς την Κίνα!.
Στρατηγικές λοιπόν συμμαχίες σε ένα παγκοσμιοποιημένο, χωρίς φραγμούς στο εμπόριο περιβάλλον είναι ικανές να αλλάξουν άρδην το πορτραίτο των όποιων παγιωμένων διεθνών οικονομικών σχέσεων, μεταλλάσσοντας έτσι τη δομή των διακρατικών σχέσεων και ως εκ τούτου και των πολιτικών συμμαχιών.
Η ιστορική σύνδεση του ιμπεριαλισμού με τον λεγόμενο «κοινωνικό δαρβινισμό» τον αιώνα που πέρασε, δηλαδή την πολιτική και οικονομική επιβίωση του ισχυρότερου, θέτει επιτακτικά ερωτήματα για το τι πραγματικά κρύβεται πίσω από την σύγχρονη οικονομική και κοινωνική κρίση και τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στο πλαίσιο της ΕΕ. Κομπάρσοι του όλου σκηνικού φέρονται ‘ηγέτες’ που ενδεχομένως έχουν τη ψευδαίσθηση ότι λειτουργούν ως υποκατάστατα των προκατόχων τους, όπως του Ναπολέοντα ή του Γκαριμπάλντι.
Του Δημήτρη Μάρδα  
Αν. καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου