Στις 29 Μαϊου του 1453 ο Σουλτάνος Μεχμέτ Β', ο επονομαζόμενος και Πορθητής, εισήλθε έφιππος στην Κωνσταντινούπολη. Ώρες νωρίτερα, οι στρατιώτες του είχαν σπάσει την αμυντική γραμμή των Ρωμαίων, διαθέτοντας βοήθεια από την άλλη πλευρά των τειχών. Tο μάνταλο δεν σηκώθηκε από ένα χέρι, αλλά από ένα ολόκληρο ρεύμα ανθρώπων που επιθυμούσαν η πολιορκία να τελειώσει το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να σώσουν το κεφάλι και, κυρίως, την ορθόδοξη ψυχή τους. Οι ίδιοι κρέμασαν στα σπίτια τους σημαίες, έτσι ώστε οι κατακτητές να γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Στην εθνικά ορθή αφήγηση, τα σημάδια τοποθετήθηκαν από τους Οθωμανούς στρατιώτες, έτσι ώστε να δηλώσουν στους συναδέλφους τους ότι η κατοικία είχε ήδη λεηλατηθεί.
Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική αλλοίωση που εσκεμμένα επιβάλλεται στην αλήθεια. Αν η Άλωση της Πόλης είναι η ιστορική κοιτίδα του σύγχρονου ελληνισμού, τότε η διήγηση της εκτυλίσσεται μέσα από σαφείς παραδοχές, αμήχανες τροποποιήσεις και βολικές παραλείψεις. Η εθνική μας ιστοριογραφία εμφανίζει το «γένος» να αντιστέκεται στον πολιορκητή και να γονατίζει μόνο όταν το χέρι του Εφιάλτη, εκείνο που έδειξε το δρόμο στις Θερμοπύλες, απασφάλισε την Κερκόπορτα. Αυτό που ηθελημένα προσπαθούμε να ξεχάσουμε είναι ο εσωτερικός σπαραγμός, η σύγκρουση μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, η διαμάχη ανάμεσα σε εκείνους που πίστευαν ότι η σωτηρία της Πόλης θα έρθει από τη Δύση και σε εκείνους που προτιμούσαν να διασώσουν την ορθόδοξη πίστη τους. Η πολιτική αριστοκρατία εκχώρησε τη θρησκευτική ηγεμονία στο Βατικανό, γνωρίζοντας ότι η Πόλη πρέπει να ενσωματωθεί στη Δύση για να επιβιώσει. Και η θρησκευτική ηγεσία, μπροστά στον κίνδυνο της έκπτωσης, ξεσήκωσε το ποίμνιο υπέρ Θεού και εναντίον αρχόντων. Δεν ήταν δύσκολο. Η μνήμη από τις Σταυροφορίες έκαιγε με τα καντήλια της Αγίας Σοφίας. Η Ευρώπη είχε λεηλατήσει την Πόλη και τώρα, δια της Ένωσης των Εκκλησιών, έπνιγε την ορθόδοξη πίστη. Οι Παλαιολόγοι έβλεπαν προς τη Δύση. Οι υπήκοοι τους έβλεπαν προς τα καμπαναριά των εκκλησιών.
Ο Λουκάς Νοταράς, Μέγας Λογοθέτης (ας πούμε πρωθυπουργός), είχε διαλέξει στρατόπεδο, όταν εκστόμισε το «καλύτερα το σαρίκι του σουλτάνου, παρά η τιάρα του Πάπα.» Υποτίθεται ότι εξέφραζε την επιμονή στη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης και όλων εκείνων των ιδιαιτεροτήτων που καθορίζουν την απόσταση της Ανατολής από τη Δύση. Εξέφραζε και κάτι άλλο: την ανάγκη ενός συστήματος εξουσίας να διατηρήσει την ισχύ του, συναλλασσόμενο με το νέο πόλο δύναμης. Δεν ήταν λίγοι οι κληρικοί και οι μοναχοί που, τις ημέρες της πολιορκίας, διέφυγαν στις γραμμές των Οθωμανών. Και μία από τις πρώτες πράξεις του σουλτάνου ήταν η ανάρρηση στον πατριαρχικό θρόνο του ανθενωτικού Γενάδιου Σχολάριου - στην είσοδο του Πατριαρχείου βρίσκεται και η σχετική τοιχογραφία, με τον σουλτάνο να επιδίδει τα προνόμια στον Πατριάρχη. Στον Λουκά Νοταρά δεν έδωσε τίποτα. Του πήρε. Το κεφάλι.
Κανένας δεν μπορεί να υποθέσει ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων αν η Δύση έστελνε τελικά βοήθεια και χτυπούσε τους Οθωμανούς. Αν τους απωθούσε, ο καθολικισμός ίσως ενσωμάτωνε την ορθοδοξία και η πολιτιστική ταυτότητα της Δύσης θα έφτανε ως το Βόσπορο. Η βοήθεια δεν ήρθε και, όπως αποδείχθηκε, η διαμάχη ενωτικών-ανθενωτικών ήταν χωρίς ιστορικό αντίκρισμα. Ήταν μάταιη. Όμως το αποτύπωμα της διακρίνεται ακόμα στη συλλογική συνείδηση αυτού που ονομάζουμε «γένος». Η καχυποψία απέναντι στη Δύση, η οχύρωση πίσω από πολιτιστικές ιδιαιτερότητες, η αντιπαλότητα προς την άλλη πλευρά του νομίσματος, είναι χαρακτηριστικά που διέσχισαν τους αιώνες και εν μέρει εκδηλώνονται ακόμα και σήμερα. Το γένος έχει προσαρμόσει την εσωτερική διαμάχη του στα δεδομένα της εποχής. Η Ευρώπη είναι εκεί, βλέπει. Και οι Οθωμανοί; Φοβούμαι ότι αυτή τη φορά εμείς είμαστε και οι Οθωμανοί.
Του Κώστα Γιαννακίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου