Την Πέμπτη που μας πέρασε, αγγάρεψα τον εαυτό μου να παρακολουθήσω το φετινό συνονθύλευμα του Jesualdo Ferreira για πολλοστή φορά. Όχι, άλλη λέξη για να χαρακτηρίσω το δημιούργημα του Πορτογάλου τεχνικού, δεν μπορώ να βρώ. Και πολύ του πέφτει. Ειλικρινά δεν έχω όρεξη ούτε να αναλύσω τα τεχνικά θέματα που αντιμετωπίζει ο Πορτογάλος, ούτε τα οικονομικά ζητήματα της ομάδας που είχαν ως αποτέλεσμα τις αγορές ποδοσφαιριστών από τον πάτο του πανεριού της..λαϊκής. Άλλωστε έχω καλυφτεί πλήρως από τις τελευταίες δηλώσεις του Μίμη Δομάζου περί ποδοσφαίρου «τουρλομπούκι».
Ο λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ με τον Jesoualdo Ferreira είναι άλλος και αφορά το ζήτημα της ψυχολογίας που μεταφέρει στους παίχτες. Μιλάμε για ομάδα άνευρη. Μιλάμε για ομάδα που βαδίζει χωρίς καμία μα καμία στάλα έμπνευσης. Τίποτα. Ψυχή Μηδέν!
Στα χρόνια που παρακολουθώ το άθλημα αυτό αλλά και άλλα ομαδικά δεν νομίζω πως τα μάτια μου έχουν αντικρίσει χειρότερο προπονητή στα θέματα ψυχολογίας. Είναι ξεκάθαρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τους ποδοσφαιριστές του. Και εδώ είναι το χειρότερο.
Στα χέρια του βρίσκονται νέα παιδιά των ακαδημιών που μόλις τώρα ανθίζουν και ο άνθρωπος αυτός θα τους μετατρέψει σε «Βασιλάκη Καϊλα» του χώρου.
Και να δέσει αυτό που ο συγκεκριμένος άνθρωπος ονειρεύεται, ότι και αν είναι αυτό τέλος πάντων, τα παιδιά αυτά δεν θα μπορούν ούτε τζαρτζάρισμα να πραγματοποιήσουν, πόσο μάλλον να δεχτούν.
Θα σκορπούν στο πρώτο φύσημα αντιπάλου. Ο προπονητής πέραν της όποιας τακτικής γνώσης, κατάρτισης όπως θέλετε πείτε το, πρέπει πάνω απ’ όλα και περισσότερο απ’ όλα να εμπνέει του παίχτες του.
Να τους κάνει να πιστεύουν πως βγαίνοντας από τα αποδυτήρια τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει. Πως είναι οι καλύτεροι όλων. Πως και στην κακή τους μέρα η ψυχή θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Όταν μάλιστα αυτό συνοδεύεται και από αυτό που λέμε βαριά φανέλα τότε απλά είναι ζήτημα χρόνου. Αλλωστε πως νομίζει κανείς ότι δημιουργείται ο όρος «βαριά φανέλα»;
Στο παρελθόν μεγάλες φυσιογνωμίες ενέπνευσαν με τα λόγια τους ομάδες, γράφοντας έτσι σελίδες ποδοσφαιρικής ιστορίας με ολόχρυσα γράμματα.
Εχω κατά νου διάφορες, μα θα αναφερθώ σε δύο μόνο. Δύο ιστορίες που προκαλούν δέος και σεβασμό για το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων, δικαιολογώντας πλήρως γιατί το ποδόσφαιρο είναι το πιο γενναιόδωρο, το πιο ενθουσιώδες το πιο συγκινησιακό απ’ όλα τα ομαδικά αθλήματα.
Στις 25 Ιουνίου του 1978, στον τελικό του 11ου Παγκοσμίου Κυπέλλου, στο Monumental του Buenos Aires η Αργεντινή αντιμετωπίζει την Ολλανδία. Η Ολλανδία στην τελευταία φάση πριν το σφύριγμα του Ιταλού διαιτητή Sergio Gonella είναι έτοιμη να πανηγυρίσει αλλά η μπάλα είχε άλλη άποψη.
Το παιχνίδι οδηγείται στην ημίωρη παράταση μιας και δεν υπήρξε νικητής.
Με τα νεύρα και την ψυχολογία των Αργεντίνων στα όρια, υπό το βλέμμα του στρατηγού Jorge Rafael Videla και των υπολοίπων πραξικοπηματιών και με τα λόγια του ναυάρχου και προέδρου της οργανωτικής επιτροπής Carlos Lacoste, πως οποιαδήποτε απώλεια θα έχει συνέπειες, να βαραίνουν τα πόδια ολοένα και περισσότερο, ο «φιλόσοφος» του Αργεντίνικου ποδοσφαίρου προπονητής Luis Cesar Menotti γνωστός και ως “el flaco”, φώναξε τους παίχτες του γύρω του, δευτερόλεπτα πρίν ξεκινήσει εκ νέου το παιχνίδι.
Δείχνοντας τους την Ολλανδία και διακρίνοντας κάτι που μόνο το δικό του μάτι έβλεπε στα πρόσωπα τους, τους είπε τρείς μόνο λέξεις .Τρείς λέξεις που έκαναν το αίμα να βράζει. Τρείς λέξεις που έκαναν τους Mario Kempes, Leopoldo Luque, Daniel Bertoni και την παρέα τους να φυσάνε πάνω στο χορτάρι. Οι τρείς αυτές λέξεις του Cesar Menotti ήταν “No quierren mas “. Δεν το θέλουν άλλο.
Η Αργεντινή όταν ολοκληρώνεται η παράταση είναι η μεγάλη πρωταθλήτρια, ή όπως οι ίδιοι οι “Gauchos” την αποκαλούν, “el Gran campeon”.
Για την ιστορία, λίγα χρόνια μετά, ο Rene van de Kerkhof, ομολόγησε, πως με την ολοκλήρωση της κανονικής διάρκειας ξέραμε πως είχαμε την ευκαιρία μας και την είχαμε χάσει.
16 Ιουλίου 1950. Τελικός του 4ου Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Marcana του Rio de Janeiro. Βραζιλία κόντρα στην Ουρουγουάη. Στις κερκίδες 200.000 φίλαθλοι έτοιμοι να πανηγυρίσουν τη σίγουρη κατάκτηση του τροπαίου αφού η Βραζιλία ευνοείται και στην ισοπαλία. Μόνο που δεν έχουν υπολογίσει έναν άνθρωπο.
Για την ακρίβεια δεν τον έχουν μετρήσει σωστά. Ούτε αυτόν ούτε την ψυχή του. Τον Obdulio Jacinto Varela, γνωστός και ως “ El Negro Jefe”.
Τον «μαύρο αρχηγό» των “Charruas”, που όποτε αγωνίστηκε σε παιχνίδι Παγκοσμίου Κυπέλλου η Ουρουγουάη δεν έχασε..ποτέ!
Ο Varela στο ξημέρωμα εκείνης της μέρας αντίκρισε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που έγραφαν, «Σήμερα η Βραζιλία κερδίζει το Παγκόσμιο Κύπελλο». Η αντίστροφη μέτρηση για την πιο ντροπιαστική μέρα στην ιστορία ολόκληρης της Βραζιλία είχε μόλις αρχίσει.
Αφού μάζεψε όσες περισσότερες εφημερίδες μπορούσε, επέστρεψε στο ξενοδοχείο και πετώντας στις στο πάτωμα υποχρέωσε τους συμπαίκτες του να τις κατουρήσουν. Η συνέχεια εξελίσσεται στα αποδυτήρια του Maracana και τον προπονητή της Celeste να τους μιλάει για αμυντική τακτική.
Μόλις βγήκε από την πόρτα, ο Varela ακύρωσε, τέτοια ήταν η δύναμη του, τον Juan Lopez και τις οδηγίες του. Το σύνθημα είχε μόλις δοθεί. Φούλ επίθεση και το αλήστου μνήμης.. “Muchachos, los de afuera son de palo. Que empiece la function!”.
Αγόρια, οι απ’ έξω δεν παίζουν, εννοώντας τους φιλάθλους. Ας αρχίσει το θέαμα. Ακόμα και όταν η Βραζιλία προηγήθηκε και το κοινό παραληρούσε ο Obdulio Jacinto Varela δικαιολόγησε πλήρως το προσωνύμιο του.
Καθυστερεί να επαναφέρει την μπάλα από το τέρμα της ομάδας του, προφασιζόμενος πως το γκολ της Βραζιλίας είναι οφσάϊντ.
Ζητάει διερμηνέα για να μιλήσει στο διαιτητή. Και όταν βλέπει πως οι φίλαθλοι έχουν σωπάσει, με την μπάλα πλέον υπό μάλης οδεύοντας για την σέντρα του γηπέδου γυρνάει προς τους συμπαίκτες του για να δώσει το έναυσμα της νίκης. «Τώρα! είναι η ώρα να νικήσουμε». Η Ουρουγουάη γίνεται Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά στην ιστορία της, ο Varela εθνικός ήρωας,με τον σπουδαίο μουσικό της χώρας του τάνγκο και της μούργκα, Canario Luna, να τον υμνεί με το τραγούδι "Negro Jefe" και τα λόγια “Capitan de la Celeste, Campeon de Maracana”, να προκαλούν ακόμα και σήμερα, 62 χρόνια μετά, ρίγη συγκίνησης.
Η γαλάζια φανέλα του με το νούμερο πέντε στην πλάτη, σε χρώμα κόκκινο προς το μπορντό, αποτελεί εθνικό κειμήλιο της μεγάλης σχολής των “garra charruas”, του μαχητικού πνεύματος .
Όσο για την Βραζιλία, ε, βυθίστηκε σε τριήμερο εθνικό πένθος, η λευκή φανέλα δεν φορέθηκε ποτέ ξανά και ο τερματοφύλακας της ομάδας, ο Moacir Barbosa, διαπομπεύτηκε όσο κανείς άλλος από εκείνη την ομάδα δηλώνοντας μάλιστα λίγο πρίν το θάνατο του το 2000 πως, «Στη Βραζιλία η μεγαλύτερη καταδίκη είναι τριάντα χρόνια. Εγώ καταδικάστηκα πενήντα».
Η 16η Ιουλίου 1950 έμεινε στην ιστορία με το όνομα “Maracanazo”. Σε ελεύθερη μετάφραση, η ξευτίλα του Maracana.
Γι’ αυτό σου λέω Jesualdo…Maracanazo!!
Του Γιάννη Γεωργακόπουλου
Ο λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ με τον Jesoualdo Ferreira είναι άλλος και αφορά το ζήτημα της ψυχολογίας που μεταφέρει στους παίχτες. Μιλάμε για ομάδα άνευρη. Μιλάμε για ομάδα που βαδίζει χωρίς καμία μα καμία στάλα έμπνευσης. Τίποτα. Ψυχή Μηδέν!
Στα χρόνια που παρακολουθώ το άθλημα αυτό αλλά και άλλα ομαδικά δεν νομίζω πως τα μάτια μου έχουν αντικρίσει χειρότερο προπονητή στα θέματα ψυχολογίας. Είναι ξεκάθαρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τους ποδοσφαιριστές του. Και εδώ είναι το χειρότερο.
Στα χέρια του βρίσκονται νέα παιδιά των ακαδημιών που μόλις τώρα ανθίζουν και ο άνθρωπος αυτός θα τους μετατρέψει σε «Βασιλάκη Καϊλα» του χώρου.
Και να δέσει αυτό που ο συγκεκριμένος άνθρωπος ονειρεύεται, ότι και αν είναι αυτό τέλος πάντων, τα παιδιά αυτά δεν θα μπορούν ούτε τζαρτζάρισμα να πραγματοποιήσουν, πόσο μάλλον να δεχτούν.
Θα σκορπούν στο πρώτο φύσημα αντιπάλου. Ο προπονητής πέραν της όποιας τακτικής γνώσης, κατάρτισης όπως θέλετε πείτε το, πρέπει πάνω απ’ όλα και περισσότερο απ’ όλα να εμπνέει του παίχτες του.
Να τους κάνει να πιστεύουν πως βγαίνοντας από τα αποδυτήρια τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει. Πως είναι οι καλύτεροι όλων. Πως και στην κακή τους μέρα η ψυχή θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Όταν μάλιστα αυτό συνοδεύεται και από αυτό που λέμε βαριά φανέλα τότε απλά είναι ζήτημα χρόνου. Αλλωστε πως νομίζει κανείς ότι δημιουργείται ο όρος «βαριά φανέλα»;
Στο παρελθόν μεγάλες φυσιογνωμίες ενέπνευσαν με τα λόγια τους ομάδες, γράφοντας έτσι σελίδες ποδοσφαιρικής ιστορίας με ολόχρυσα γράμματα.
Εχω κατά νου διάφορες, μα θα αναφερθώ σε δύο μόνο. Δύο ιστορίες που προκαλούν δέος και σεβασμό για το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων, δικαιολογώντας πλήρως γιατί το ποδόσφαιρο είναι το πιο γενναιόδωρο, το πιο ενθουσιώδες το πιο συγκινησιακό απ’ όλα τα ομαδικά αθλήματα.
Στις 25 Ιουνίου του 1978, στον τελικό του 11ου Παγκοσμίου Κυπέλλου, στο Monumental του Buenos Aires η Αργεντινή αντιμετωπίζει την Ολλανδία. Η Ολλανδία στην τελευταία φάση πριν το σφύριγμα του Ιταλού διαιτητή Sergio Gonella είναι έτοιμη να πανηγυρίσει αλλά η μπάλα είχε άλλη άποψη.
Το παιχνίδι οδηγείται στην ημίωρη παράταση μιας και δεν υπήρξε νικητής.
Με τα νεύρα και την ψυχολογία των Αργεντίνων στα όρια, υπό το βλέμμα του στρατηγού Jorge Rafael Videla και των υπολοίπων πραξικοπηματιών και με τα λόγια του ναυάρχου και προέδρου της οργανωτικής επιτροπής Carlos Lacoste, πως οποιαδήποτε απώλεια θα έχει συνέπειες, να βαραίνουν τα πόδια ολοένα και περισσότερο, ο «φιλόσοφος» του Αργεντίνικου ποδοσφαίρου προπονητής Luis Cesar Menotti γνωστός και ως “el flaco”, φώναξε τους παίχτες του γύρω του, δευτερόλεπτα πρίν ξεκινήσει εκ νέου το παιχνίδι.
Δείχνοντας τους την Ολλανδία και διακρίνοντας κάτι που μόνο το δικό του μάτι έβλεπε στα πρόσωπα τους, τους είπε τρείς μόνο λέξεις .Τρείς λέξεις που έκαναν το αίμα να βράζει. Τρείς λέξεις που έκαναν τους Mario Kempes, Leopoldo Luque, Daniel Bertoni και την παρέα τους να φυσάνε πάνω στο χορτάρι. Οι τρείς αυτές λέξεις του Cesar Menotti ήταν “No quierren mas “. Δεν το θέλουν άλλο.
Η Αργεντινή όταν ολοκληρώνεται η παράταση είναι η μεγάλη πρωταθλήτρια, ή όπως οι ίδιοι οι “Gauchos” την αποκαλούν, “el Gran campeon”.
Για την ιστορία, λίγα χρόνια μετά, ο Rene van de Kerkhof, ομολόγησε, πως με την ολοκλήρωση της κανονικής διάρκειας ξέραμε πως είχαμε την ευκαιρία μας και την είχαμε χάσει.
16 Ιουλίου 1950. Τελικός του 4ου Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Marcana του Rio de Janeiro. Βραζιλία κόντρα στην Ουρουγουάη. Στις κερκίδες 200.000 φίλαθλοι έτοιμοι να πανηγυρίσουν τη σίγουρη κατάκτηση του τροπαίου αφού η Βραζιλία ευνοείται και στην ισοπαλία. Μόνο που δεν έχουν υπολογίσει έναν άνθρωπο.
Για την ακρίβεια δεν τον έχουν μετρήσει σωστά. Ούτε αυτόν ούτε την ψυχή του. Τον Obdulio Jacinto Varela, γνωστός και ως “ El Negro Jefe”.
Τον «μαύρο αρχηγό» των “Charruas”, που όποτε αγωνίστηκε σε παιχνίδι Παγκοσμίου Κυπέλλου η Ουρουγουάη δεν έχασε..ποτέ!
Ο Varela στο ξημέρωμα εκείνης της μέρας αντίκρισε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που έγραφαν, «Σήμερα η Βραζιλία κερδίζει το Παγκόσμιο Κύπελλο». Η αντίστροφη μέτρηση για την πιο ντροπιαστική μέρα στην ιστορία ολόκληρης της Βραζιλία είχε μόλις αρχίσει.
Αφού μάζεψε όσες περισσότερες εφημερίδες μπορούσε, επέστρεψε στο ξενοδοχείο και πετώντας στις στο πάτωμα υποχρέωσε τους συμπαίκτες του να τις κατουρήσουν. Η συνέχεια εξελίσσεται στα αποδυτήρια του Maracana και τον προπονητή της Celeste να τους μιλάει για αμυντική τακτική.
Μόλις βγήκε από την πόρτα, ο Varela ακύρωσε, τέτοια ήταν η δύναμη του, τον Juan Lopez και τις οδηγίες του. Το σύνθημα είχε μόλις δοθεί. Φούλ επίθεση και το αλήστου μνήμης.. “Muchachos, los de afuera son de palo. Que empiece la function!”.
Αγόρια, οι απ’ έξω δεν παίζουν, εννοώντας τους φιλάθλους. Ας αρχίσει το θέαμα. Ακόμα και όταν η Βραζιλία προηγήθηκε και το κοινό παραληρούσε ο Obdulio Jacinto Varela δικαιολόγησε πλήρως το προσωνύμιο του.
Καθυστερεί να επαναφέρει την μπάλα από το τέρμα της ομάδας του, προφασιζόμενος πως το γκολ της Βραζιλίας είναι οφσάϊντ.
Ζητάει διερμηνέα για να μιλήσει στο διαιτητή. Και όταν βλέπει πως οι φίλαθλοι έχουν σωπάσει, με την μπάλα πλέον υπό μάλης οδεύοντας για την σέντρα του γηπέδου γυρνάει προς τους συμπαίκτες του για να δώσει το έναυσμα της νίκης. «Τώρα! είναι η ώρα να νικήσουμε». Η Ουρουγουάη γίνεται Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά στην ιστορία της, ο Varela εθνικός ήρωας,με τον σπουδαίο μουσικό της χώρας του τάνγκο και της μούργκα, Canario Luna, να τον υμνεί με το τραγούδι "Negro Jefe" και τα λόγια “Capitan de la Celeste, Campeon de Maracana”, να προκαλούν ακόμα και σήμερα, 62 χρόνια μετά, ρίγη συγκίνησης.
Η γαλάζια φανέλα του με το νούμερο πέντε στην πλάτη, σε χρώμα κόκκινο προς το μπορντό, αποτελεί εθνικό κειμήλιο της μεγάλης σχολής των “garra charruas”, του μαχητικού πνεύματος .
Όσο για την Βραζιλία, ε, βυθίστηκε σε τριήμερο εθνικό πένθος, η λευκή φανέλα δεν φορέθηκε ποτέ ξανά και ο τερματοφύλακας της ομάδας, ο Moacir Barbosa, διαπομπεύτηκε όσο κανείς άλλος από εκείνη την ομάδα δηλώνοντας μάλιστα λίγο πρίν το θάνατο του το 2000 πως, «Στη Βραζιλία η μεγαλύτερη καταδίκη είναι τριάντα χρόνια. Εγώ καταδικάστηκα πενήντα».
Η 16η Ιουλίου 1950 έμεινε στην ιστορία με το όνομα “Maracanazo”. Σε ελεύθερη μετάφραση, η ξευτίλα του Maracana.
Γι’ αυτό σου λέω Jesualdo…Maracanazo!!
Του Γιάννη Γεωργακόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου