Οι Βογόμιλοι ήτανε μια αίρεση της Χριστιανικής θρησκείας, που γεννήθηκε από άλλες παλαιότερες αιρέσεις, που ανακατωθήκανε και κάνανε μία. Είπανε πως οι Βογόμιλοι βγήκανε από τους Παυλικιανούς αλλά το πιο σωστό ίσως είναι πως η βογομιλίτικη αίρεση πήρε πολλά από τους Μανιχαίους, από τους Μεσαλιανούς και από Ευχίτας. Όπως κι’ αν είναι κι’ αυτή η αίρεση όπως και όλες οι άλλες πιάσανε ρίζα στη Μικρά Ασία. Όπως έγραφε ο άγιος Βασίλειος, είναι αξιοσημείωτο ότι οι αιρέσεις πρωτοφανερωθήκανε εκεί που άνθησε για πρώτη φορά η ευσέβεια.
Η αιτία που γεννηθήκανε όλες οι αιρέσεις είναι το γύρισμα του μυαλού πάλι πίσω στη Φιλοσοφία, δηλαδή στην ανθρώπινη γνώση, που μεταχειρίζεται τους συλλογισμούς για να ερευνήση τα μυστήρια της θρησκείας. Έτσι κ’ οι Βογόμιλοι, ψάξανε να βρούνε πως μπορούν να εξηγηθούν τα κακά που υπάρχουν στον κόσμο. Στη Γένεση είναι γραμμένο πως αφού εδημιούργησεν ο Θεός τον κόσμο, «είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν». (Γένεσ. α΄ 31). Γι’ αυτό οι Βογόμιλοι δεν παραδεχόντανε πολλά από την Παλ. Διαθήκη. Κατά τους ορθολογιστές Βογόμιλους, «τα πάντα» δεν είναι «καλά λίαν» στον κόσμο. Δεν είχαν όμως υπ’ όψιν τους πως το αμάρτημα των πρωτοπλάστων έφερε το κακό στον κόσμο, την κατάρα της φθοράς και του θανάτου. Ο απόστολος Παύλος λέει πως, μαζί με τον άνθρωπο που τον διέφθειρε η αμαρτία χάλασε και η φύση ολόκληρη και πως πονά κι’ αναστενάζει μαζί με τον άνθρωπο περιμένοντας να λυτρωθή από τη φθορά κι’ από την κατάρα μαζί με τους λυτρωμένους ανθρώπους που ήλθε ο Χριστός να τους σώση. «Η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως , την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται». «Γιατί η κτίσις περιμένει με πόθο με λαχτάρα να σωθή κι’ αυτή μαζί με τους δικαίους, μαζί με τους σωσμένους, που είναι τα τέκνα του Θεού». Και λέγει παρακάτω: «Τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδένει άχρι του νυν». (Ρωμ. η΄ 19). Ώστε, κ’ η κτίσις πονά κι’ αναστενάζει από την κατάρα που χτύπησε τον άνθρωπο.
Αυτή την καταδίκη της κτίσης δεν την είχαν στον νουν τους οι Βογόμιλοι, και μη μπορώντας να εξηγήσουν τα ανάποδα που βλέπανε στον κόσμο, επιχειρήσανε να τα δικαιολογήσουνε με μια δική τους θεωρία. Γιατί, όσοι θέλουν να εξηγήσουν τα μυστήρια του κόσμου με το μυαλό τους, φτιάνουν κι’ από μία θεωρία. Κατά τη βογομίλικη θεωρία, ο Θεός γέννησε δυό γυιούς, τον πρωτότοκο Σατανιήλ, και τον δευτερότοκο Χριστό. Ο Σατανιήλ εδημιούργησε τον κόσμο, όπως είναι και ο Χριστός τον ελύτρωσε, παίρνοντας μορφή Αγγέλου. Ο κόσμος είναι καμωμένος αμαρτωλός και κακός. Η ύλη είναι, κατά τη γνώμη τους ένα πράγμα κακό, και το πνεύμα είναι φυλακισμένο μέσα σ’ αυτή. Για τούτο οι Βογόμιλοι πιστεύανε πως ο γάμος και το ζευγάρωμα του ανδρός με την γυναίκα, είναι καταραμένο και πως είναι αμαρτία το ν’ αποχτούνε παιδιά.
Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, κατά τους Βογόμιλους, για να τον σώση από τον Σατανά, αλλά δεν έγινε άνθρωπος. Γι’ αυτό οι Βογόμιλοι, βλασφημούσαν την Παναγία, κι’ αρνιόντανε τη γέννηση του Χριστού.
Λοιπόν, η βάση της αίρεσης αυτής είναι πως ο υλικός κόσμος βρίσκεται στην εξουσία του Σατανά, κι’ αυτή είναι η αιτία που πιστεύανε στην άρνηση τούτου του κόσμου, όχι όμως όπως οι Χριστιανοί ασκητές και αναχωρητές, που φεύγανε στην έρημο. Οι Βογόμιλοι δεν παραδεχόντανε μήτε Κράτος, μήτε Εκκλησία, μήτε καμμιά εξουσία κοσμική ή πνευματική, μήτε αυτή την οικογένεια, μήτε ιδιοκτησία καμμιά, μήτε τίποτα. Για τούτο καταδιωχθήκανε με τόση λύσσα από τους βασιλιάδες.
Από τη Μικρά Ασία μεταφυτεύθηκε η αίρεση στη Θράκη και στη Βουλγαρία, κατά τα 700 μ. Χ. με τους άποικους που στέλνανε οι βασιλιάδες, κ’ εκεί φούντωσε επειδή η ταραγμένη κι’ ανήσυχη σλάβικη ψυχή ολοένα ψάχνει κ’ ερευνά με πάθος. Και ή βουτά απελπισμένη στη φουρτούνα της απιστίας, ή γαληνεύει στο τέλος, καταφεύγοντας στο λιμάνι της πίστης.
Οι Βογόμιλοι ριζώσανε περισσότερο στη Βουλγαρία και στη Σερβία, προπάντων στη Μποσνία, αλλά απλώσανε και σε όλη τη Μακεδονία. Τότε πήρανε και τόνομα Βογόμιλοι από το «Βόγος» που θα πη «Θεός» και «μίλος» που θα πη «ελέησον», ήγουν «Ελέησόν με ο Θεός» ή «Ηλεημένοι παρά Θεού».
Γρήγορα λοιπόν η αίρεση άπλωσε, πρώτα στο λαό, κ’ ύστερα στην ανώτερη τάξη. Από τη Βουλγαρία κι’ από τη Σερβία έφταξε και στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρωτοκήρυκάς της στάθηκε ένας Βασίλειος, καλόγερος Βούλγαρος, που ήτανε στην όψη σκελετωμένος, φαλακρός και ψηλόκορμος, «προς την έξω ιδέαν το μεν πρόσωπον είχε κατεσκληκός την δε ιτήνην ψηλήν, την δε ηλικίαν ευμήκη», όπως γράφει ο σοφός Ζυγαβηνός, ο φανατικός εχθρός των Βογόμιλων. Ήτανε δε και γιατρός, αυτός ο Βασίλειος. Είχε δώδεκα μαθητές σαν το Χριστό, κ’ ένα «πλήθος από γύναια παμπόνηρα και κακοήθη».
Η πρώτη και σπουδαία εντολή του ήτανε «κοιτάξετε να γλυτώνετε με κάθε τρόπο». Για τούτο, στα μεν φανερά υποκρινόντανε πως ήταν πιστοί Ορθόδοξοι, κρυφά όμως κατηγορούσαν και διαπόμπευαν τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κι’ αυτή ήτανε η αιτία που μπορέσανε να μην τους πάρουνε είδηση επί πενήντα χρόνια.
Διδάσκανε πως αυτοί ήτανε οι αληθινοί μαθητές του Χριστού, ενώ οι άλλοι Χριστιανοί ήτανε μαθητές του Σατανιήλ, που είχανε για κέντρο τους την Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης. Δεν παραδεχόντανε την εξωτερική λατρεία, καθώς και τα μυστήρια, ιδίως το βάπτισμα και την θείαν ευχαριστίαν, μήτε αγίους, μήτε τις εικόνες τους. Την Αγία Γραφή την ερμηνεύανε αλληγορικά, κι’ απ’ την Παλ. Διαθήκη δεν παραδεχόντανε κάποια βιβλία, όπως είπαμε παραπάνω. Μα ήτανε τόσο μυστικοί και δύσπιστοι που κανένας δεν ήξερε καλά – καλά τι πιστεύανε.
Οι βασιλιάδες του Βυζαντίου τους καταδιώξανε αλύπητα, προ πάντων ο Αλέξιος ο Κομνηνός. Ύστερ’ από πολύ ψάξιμο, βρέθηκε ο αρχηγός τους Βασίλειος, και τον πήγανε στην Πόλη, και τον παρουσιάσανε στον αυτοκράτορα. Κ’ εκείνος, επειδή ο αιρεσιάρχης δεν ωμολογούσε τι πιστεύει, ο Κομνηνός έκανε πως τον είχε σε μεγάλη τιμή για τις ιδέες του, και πως ήθελε τάχα να γίνη μαθητής του, κ’ έτσι, σιγά – σιγά, τον κατάφερε να βγη στο φανερό. Τότε κάλεσε στο παλάτι την Σύγκλητο και τον Πατριάρχη Νικόλαο, και μπροστά τους ωμολόγησε ο Βασίλειος ανοιχτά και με παρρησία, τι πίστευε αυτός κ’ οι δικοί του, λέγοντας πως δεν φοβάται καμμιά τιμωρία που θα του κάνανε. Τότε τον πήγανε και τον κλείσανε σ’ ένα κελλί, κοντά στο παλάτι, κι’ ο βασιλιάς τον καλούσε κάθε τόσο, προσπαθώντας να τον τραβήξη από την πλάνη του. Μα στάθηκε αδύνατο.
Στο μεταξύ πιάνανε τους οπαδούς του παντού, κι’ ανάμεσα σ’ αυτούς, πιάσανε και τους δώδεκα μαθητές του, που τους έλεγε «Αποστόλους». Από τους Βογόμιλους, άλλοι επιμένανε στις ιδέες τους, άλλοι τις αρνιόντανε. Ο αυτοκράτορας επιχείρησε να γυρίση στην Ορθοδοξία τους πλανημένους, συμβουλεύοντάς τους ο ίδιος, είτε στέλνοντας στις φυλακές κάποιους θεολόγους κληρικούς για να τους τραβήξουνε από την αίρεση. Έτσι όσοι ξαναγυρίσανε στη σωστή πίστη, ελευθερωθήκανε, κι’ όσοι επιμείνανε στην αίρεση, απομείνανε στις φυλακές, όπου δεν στερηθήκανε τίποτα από τα χρειαζούμενα, φαγητά, ρούχα και σκεπάσματα.
Τον Βασίλειο τον καταδίκασε ο βασιλιάς να καή, αν δεν αρνηθή την πλάνη του. Πρόσταξε λοιπόν μέσα στον ιππόδρομο να στήσουν από μια μεριά έναν σταυρό, κι’ από την άλλη ν’ ανάψουνε μια φωτιά, ώστε ο κατάδικος να φοβηθή τη φωτιά και να βαδίση προς τον σταυρό κ’ έτσι να γλυτώση. Aλλά ο Βασίλειος πίστευε πως θα τον αρπάξουν οι Άγγελοι, και τράβηξε προς τη φωτιά. Όταν όμως πήγε κοντά στη φωτιά, δείλιασε κι’ άρχισε να γυρίζη το πρόσωπό του από δώ κι’ από κει και να χτυπά τα χέρια του και τα μεριά του. Στο τέλος στάθηκε ακίνητος. Τότε οι δήμιοι πετάξανε στη φωτιά τον μανδύα του για να δη πως κάηκε και να μην πέση μέσα. Μα ο Βασίλειος μ’ όλο που κάηκε ο μανδύας του, φώναζε πως τον βλέπει να ανεβαίνη ψηλά στον ουρανό, κ’ έτσι έπεσε κι’ ο ίδιος μέσα στις φλόγες, και κάηκε. Ύστερα κάψανε και τους «δώδεκα αποστόλους» καθώς κι’ όλους τους κορυφαίους Βογόμιλους.
Κοντά στα άλλα, οι Βογόμιλοι λέγανε πως πιστεύανε στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά πως ο Υιος και το Πνεύμα είναι απλές ιδιότητες του Πατρός. Λέγανε πως τον Πατέρα τον βλέπανε με τα σωματικά μάτια τους σαν ένα γέροντα με άσπρα και μακρυά γένεια, το Υιόν σαν ένα άνδρα με πυκνά μαλλιά, και το Πνεύμα σαν ένα νεανία αμούστακον. Και πως ο Θεός αφού στάθηκε τριπρόσωπος επί πέντε χιλιάδες πεντακόσια χρόνια, έγινε πάλι μονοπρόσωπος. Και πως ήτανε μεν χωρίς υλικό σώμα, αλλά πως είχε σχήμα όμοιο με του ανθρώπου.
Σατανιήλ λέγανε τον Σατανά, και πως ήτανε δεύτερος μετά τον Πατέρα αλλά πως από τη υπερηφάνειά του κρημνίσθηκε από τον ουρανό, κ’ επειδή δεν είχε γίνει ακόμα η γη, αλλά υπήρχε χάος, έκανε κι’ αυτός έναν κόσμο, όπως ο Θεός. Έτσι έγινε η γη. Ύστερα έπλασε τον άνθρωπο. Αλλά δεν είχε τη δύναμη να του δώση ζωή, και παρακάλεσε τον Πατέρα να τον εμψυχώση, και Εκείνος, από ευσπλαχγνία, του εμφύσησε τη ζωή. Πλήν ο Σατανιήλ τον φθόνησε κι’ αφού έγινε όφις και απάτησε τη Εύα βρέθηκε μαζί της κ’ εκείνη γέννησε τον Κάϊν. Και πάλι η Εύα γέννησε τον Άβελ από τον Αδάμ, και ο Κάϊν τον σκότωσε. Τότε ο Πατήρ καταράστηκε πάλι τον Σατανιήλ κ’ έγινε κατάμαυρος και άσχημος. Ωστόσο τον άφησε εξουσιαστή της γης και του υλικού κόσμου που είχε κάνει ο ίδιος.
Για τον Χριστό λέγανε ότι είναι αληθινά όσα λέγει γι’ αυτόν το Ευαγγέλιο, αλλά πως είναι φανταστικά κι’ όχι πραγματικά. Και σαν αναστήθηκε, τότε καταπάτησε τον Σατανιήλ και τον έκλεισε μέσα στον τάρταρο. Κι’ από Σατανιήλ, τον ωνόμασε Σατανάν, γιατί η κατάληξη «ήλ» είναι για τα αγγελικά ονόματα. Κι’ ο Χριστός, αφού τελείωσε το έργο του στη γη, ανήλθε στους ουρανούς και ενώθηκε πάλι με τον Πατέρα.
Το «Πάτερ ημών» το λέγανε εφτά φορές την ημέρα. Πιστεύανε πως κατά τη Δευτέρα Παρουσία μοναχά το αθάνατο πνεύμα θα αναστηθή ντυμένο την άφθαρτη στολή του Χριστού.
Γι’ αυτούς υπήρχαν αλληγορικές λέξεις στο Ευαγγέλιο: «Βηθλεέμ» λέγανε την αίρεσή τους, γιατί σ’ αυτή γεννήθηκε ο Χριστός, «Ναζαρέτ» λέγανε την Ορθόδοξη Εκκλησία και «Καπερναούμ» λέγανε τους Βογόμιλους κατά το ρήμα του Ευαγγελίου, που λέγει: «Και καταλιπών ο Ιησούς την Ναζαρέτ, ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ». (Ματθ. στ΄ 13). Τούς μακαρισμούς πιστεύανε ότι τους είπε ο Χριστός μοναχά για τους Βογόμιλους. Γραμματείς και Φαρισαίοι λέγανε πως είναι ιερείς και αρχιερείς της Εκκλησίας. Οι Βογόμιλοι νηστεύανε πολύ αυστηρά.
Με τον θάνατο του Βασιλείου και των δικών του, Αποστόλων και εκλεκτών, η αίρεση σιγά – σιγά εξαφανίσθηκε. Κατά τα 1140 φανήκανε πάλι κάποιοι καλόγεροι Βογόμιλοι επί πατριάρχου Μιχαήλ Οξείτου. Αυτοί ήτανε ένας μοναχός Νήφων και δυό επίσκοποι Λεόντιος και Κλήμης από τη μητρόπολη των Τυάνων της Καππαδοκίας, κ’ η Εκκλησία τους καθήρεσε.
Όπως και να είναι, οι Βογόμιλοι αργήσανε να εξαφανισθούνε. Κάποιοι απ’ αυτούς καταφύγανε στις Δυτικές χώρες κ’ εκεί συστήσανε την αίρεση των Καθαρών. Η αίρεση έφταξε ως τη Βοημία και την Προβηγκία, αλλά κ’ εκεί έσβησε. Σήμερα υπάρχει μοναχά ένα χωριό με τόνομα Βογκόμιλα στη Σερβία.
Στη Βουλγαρία διατηρήθηκε η βογομίλικη αίρεση ίσαμε τα 1300. Στη Μποσνία βάσταξε περισσότερο, ίσαμε τα 1463 που την πήρανε οι Τούρκοι κ’ οι Μποσνάκηδες τουρκέψανε. Οι περισσότεροι Πομάκοι της Βουλγαρίας και της Θράκης ήτανε Βογόμιλοι και γινήκανε μαχαιμετάνοι. Η αίρεση αυτή έφταξε ίσαμε τη Ρωσία.
Σήμερα δεν απόμεινε τίποτα από αυτή την πνευματική και ψυχική φωτιά που άναψε και κόντεψε να κάψη τα Μπαλκάνια. Τα βιβλία τους καήκανε, η παράδοση και οι συνήθειές τους σβήσανε. Απομείνανε μοναχά κάτι λόγια μυστικά που τα λέγει ο λαός καμμιά φορά, για τον διάβολο. Και σαν ρωτήση κανένας έναν χωριάτη της Μποσνίας ή της παλιάς Σερβίας πόσα παιδιά έχει, ντρέπεται συχνά να το πη, και σαν το ειπή ύστερα λέγει «με το συμπάθειο». Κι’ όταν γίνεται λόγος για τη γυναίκα τους, δεν λένε «η γυναίκα μου» αλλά την ονομάζουνε με το οικογενειακό όνομά της.
Τα πιο χειροπιαστά σημάδια, που αφήσανε οι Βογόμιλοι, είναι κάποια μνήματα που βρίσκονται σκόρπια στη Μποσνία, στην Ερζεγοβίνα, στη δυτική Σερβία και στη Δαλματία. Μερικά απ’ αυτά είναι μαζεμένα σε κάποια νεκροταφεία, όπως είναι κάμποσα που βρίσκονται στην Ερζεγοβίνα. Είναι κανωμένο το καθένα από έναν μονόπετρον βράχο όρθιον, που στενεύει προς τα κάτω και που είναι στημένος απάνω σε μια βαρειά ίσια, και μεγάλη πλάκα. Τα ψηλότερα είναι περισσότερο από δυό μπόγια, κ’ έχουν απάνω σκαλισμένον με μία σκληρή κι’ άγρια τέχνη, έναν πολεμιστή με μεγάλα μουστάκια, που έχει σηκωμένο απάνω κι’ ανοιχτοπάλαμο το δεξί μεγάλο χέρι του, ενώ το αριστερό το κρατά πίσω από τη μέση του. Φορά απάνω ένα πουκάμισο σαν θώρακα και μία κοντή φουστανέλλα, ζωσμένη στη στενή μέση του καθώς και βαρειά υποδήματα. Όλοι έχουνε, κοντά στο κεφάλι από τα δεξιά ένα στρογγυλό σχήμα που ίσως παρισταίνει τον ήλιο και απ’ αριστερά ένα δοξάρι με μια σαγίτα. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουνε δίπλα τους κ’ ένα τετράγωνο σκουτάρι (ασπίδα) κ’ ένα ρόπαλο. Αποπάνω ο τεπές του βράχου είναι τριγωνικός, σαν αέτωμα, κ’ έχει απάνω στρογγυλό σχέδιο κ’ ένα σκάλισμα σαν κισσό ή μια γραμμή με τσακίσματα. Σ’ ένα – δυο μνήματα κοντά στον μεγάλο πολεμιστή βρίσκεται κ’ ένας μικρός με την ίδια χειρονομία. Είναι και μερικά που είναι σκέτα μοναχά με το αέτωμα ή έχουνε κάτι παράξενα σχέδια σκαλισμένα που μοιάζουνε με τα τούρκικα μεζάρια. Κάποια απ’ αυτά έχουνε και κάτι γράμματα που δεν διαβάζονται.
Βουβαμάρα βαρειά κ’ ερημιά τα σκεπάζει τόσο που φοβάται κανένας βλέποντας εκείνα τα μυστηριώδη πρόσωπα με τα μικρά και πλατειά κεφάλια να τον κοιτάζουνε αμίλητα σαν βροικολακιασμένα.
Αλλού πάλι βρίσκονται πολλά ρημαγμένα χτίρια και μικρά βογομίλικα μοναστήρια χαλασμένα καθώς και λιγοστά κάστρα ρεπασμένα από εκείνα που χτισθήκανε από τους βασιλιάδες της Βουλγαρίας και της Σερβίας για την εξόντωση των Βογόμιλων. Όλα είναι βουβά χορταριασμένα ρημάδια του θανάτου: «Και θηρίον φωνήσαι εν τοις διορύγμασιν αυτών και κόρακες εν τοις πυλώσιν αυτών». (Σοφονίας α΄ 2)
Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου