Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Με τον Κώστα Καφάση σε ένα σκυλάδικο της συμφοράς

Μου πήρε τρεις εβδομάδες, έφαγα τον τόπο μέχρι να τη βρω, αλλά τελικά την βρήκα την κασέτα με την συνέντευξη του Κώστα Καφάση. 
Μια συνέντευξη σπαρακτική, όπως διαπίστωσα απομαγνητοφωνόντας, που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ απ' ότι θυμάμαι ή που κι αν δημοσιεύτηκε κάποιο μικρό κομμάτι της, πέρασε στα ψιλά. 
Γιατί τίνος καιγόταν καρφί για τον Κώστα Καφάση; Τον ξεπεσμένο "σκυλά";  
Έφυγε στις 15/10, σε ηλικία 70 ετών στο Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά. 
Η συνάντησή μας  ήταν μια εμπειρία με άγρια ομορφιά. Γιατί ο λαϊκός τραγουδιστής του "Γέλα κυρία μου", ο σερβιτόρος στη σειρά του Γιάννη Δαλιανίδη "Η γειτονιά μας", πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής  του στο περιθώριο. Ήρωας της νύχτας, της μεθυσμένης γαρδένιας και της επαρχιακής ντεκαντάνς.
Ανήκε στην κατηγορία των καλλιτεχνών που το άκουσμα του ονόματος τους και μόνο, αρκεί για να σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο. Ταυτισμένος με την πνιγερή ατμόσφαιρα των σκυλάδικων, ο Καφάσης θύμιζε  από κάθε άποψη, ακόμη και φυσιογνωμικά, ήρωα του  Ζαν Ζένε, του Παζολίνι ή του Φασμπίντερ. Τον "Καβγατζή"  ή κάποιον  σκληρό πρωταγωνιστή  από τη  "Χρονιά με τα Δεκατρία Φεγγάρια". Ένας άντρας λαϊκός, που συνετρίβη σαν διάττοντας αστέρας. 

Αναζητώντας τον,  (θα πρέπει να ήταν 2002 ή 2003), έμαθα ότι ύστερα από πολυετή απουσία, εμφανίζεται σε ένα μαγαζί της Αχαρνών, εδώ στην Αθήνα. Του τηλεφώνησα. Στάθηκε δύσπιστος, σχεδόν εχθρικός απέναντι στην ιδιότητα μου ως δημοσιογράφος. Νόμιζε ότι του έκανα πλάκα. Μάλιστα κάποια στιγμή ρώτησε: “Και τι προϋποθέτει αυτή η συνέντευξη;” περιμένοντας να του ζητήσω χρήματα προφανώς. Δεν του ζήτησα φυσικά τίποτε άλλο από το να συναντηθούμε.
Την επομένη, μεσάνυχτα ήταν, κατέβηκα τα σκαλιά του νυχτερινού κέντρου που εμφανιζόταν. 
Ο υπεύθυνος του μαγαζιού με οδήγησε στο βάθος της αίθουσας, περνώντας ανάμεσα σε τραπέζια με κόκκινα τραπεζομάντηλα και θαμώνες που στέκονταν σαν κομπάρσοι σε βιντεοταινία, κοιτάζοντας αδιάφορα μια νεαρή ξανθιά που πηγαινοερχότανε ημίγυμνη πάνω στην πίστα. 
Μέσα στα σκοτάδια είδα τη φιγούρα του μικροκαμωμένου άντρα. Περπατούσε βαριά και βαριεστημένα. Του συστήθηκα. 
Δίχως πολλές κουβέντες σηκώθηκε και με οδήγησε στο καμαρίνι του. Ένας χώρος δύο επί ένα με αφόρητη ζέστη, και εκκωφαντικό θόρυβο, αφού βρισκόταν πίσω απ΄την πίστα. “Είναι το πιο ήσυχο μέρος του μαγαζιού",  είπε με εκείνη τη φωνή του φορτηγατζή, ενώ ταυτόχρονα έσπασε ένα χαμόγελο τόσο απρόσμενο που με έφερε σε αμηχανία, γιατί κατάλαβα ότι πίσω από αυτόν τον ασήκωτο τύπο κρυβόταν κι ένα παιδί τυλιγμένο σε αγκάθια.  
Του είπα ότι ήταν αδύνατο να κάνουμε τη συνέντευξη κάτω από αυτές τις συνθήκες, και μου πρότεινε να πάμε στο αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισμένο έξω από το μαγαζί, επί της Αχαρνών.
Καθίσαμε στα μπροστινά καθίσματα και με τον ιδρώτα να τρέχει - Αύγουστος και το κλιματιστικό χαλασμένο- πάτησα το κουμπάκι του μαγνητοφώνου κι άρχισε η συνέντευξη με ένα σωρό αλλοδαπούς να μας προσπερνούν δίνοντας μου την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο Μπρονξ. 

Και τι σας έκανε να με αναζητήσετε αν επιτρέπεται;” ρώτησε δίχως κανένα ηχόχρωμα στη φωνή, κοιτώντας μπροστά. “Οι παιδικές μου αναμνήσεις” απάντησα. “Γιατί όμως υποτιμάτε τον εαυτό σας; Κάποια τραγούδια σας τα έχουμε τραγουδήσει όλοι” συμπλήρωσα.  “Και τι έγινε; Σιγά τα λάχανα!… Να μιλάμε στον ενικό καλύτερα;” ρώτησε.
Συμφώνησα.

- Δεν είσαι ευχαριστημένος από την καριέρα σου;

- Σιγά την καριέρα!

- Τι δεν πήγε καλά; Μήπως δεν εκμεταλλεύτηκες  τις ευκαιρίες που σου δόθηκαν;

- Ποιες ευκαιρίες; Η μόνη ευκαιρία που μου δόθηκε ήταν όταν με φώναξαν να αντικαταστήσω τον Σωτήρη Τζεβελέκο στην τηλεοπτική σειρά «η Γειτονιά μας», αν θυμάσαι. Όταν όμως μετά από εφτά χρόνια η σειρά τελείωσε, παρά  την επιτυχία της, δεν με ξαναέφεξε για δουλειά ποτέ κανείς. Όταν σου λεω κανείς, ΚΑΝΕΙΣ! Ούτε από κανάλι ούτε από εταιρία παραγωγής, Το ίδιο συνέβη και με τα άλλα παιδιά που παίζανε στη σειρά. Ούτε ο Μάκης Δεμήρης ούτε η Σάσα Καστούρα, ούτε η Μαίρη Χαλκιά ξαναδούλεψαν.  Το ίδιο έγινε και με τη δισκογραφική εταιρία που συνεργαζόμουνα. Όταν τέλειωσε το συμβόλαιό μας, το 1989 ούτε ανανεώθηκε ούτε με φώναξε πάλι κανείς.

- Θα ήθελες να κάνεις δίσκο πάλι ;

- Ναι, αλλά όχι με δικά μου λεφτά.

-Πως σου φαίνεται το ότι κοριτσάκια 20- 25 χρονών με ωραίο κορμί, αλλά εντελώς άφωνα και δίσκους βγάζουν και λεφτά- περισσότερα μάλιστα από επιστήμονες με διδακτορικά;

- Απόλυτα φυσικό.

- Γιατί;

- Γιατί το  κοριτσάκι με το ωραίο κορμί θα τα παίρνει για ένα δυο χρόνια, ενώ ο επιστήμονας θα παίρνει όσα παίρνει για όλη του τη ζωή.

- Εσύ έβγαλες λεφτά;

- Όχι (γελάει πάλι με κείνο το εντελώς παράταιρο παιδικό χαμόγελο).

- Μ΄ αρέσει πολύ το "Γέλα κυρία μου». Έχω κλάψει ακούγοντάς το.
- Χαίρομαι που σου αρέσει, λυπάμαι που έχεις κλάψει, αλλά επίσης λυπάμαι που θα σου πω ότι  «Το γέλα κυρία μου» είναι ένα τραγούδι που σιχαινόμουν όλη μου τη ζωή.  Μόνο πρόσφατα άρχισα να συμβιβάζομαι μαζί του.

- Γιατί;

- Δεν το πήρα με καλό μάτι. Μου θύμιζε ένα τραγούδι της εποχής που έλεγε η Πόλυ Πάνου. Πάλι για μια …“κυρία”. Ξεχνάω τώρα πως το λέγανε.

- Το τραγουδάς ακόμα όμως;

- Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Μου ζητάνε να το τραγουδήσω 3 - 4 φορές τη βραδιά. Οι περισσότεροι πελάτες μου  είναι  παλιοί θαυμαστές. Έρχονται να με δουν μετά από δεκαετίες. Μερικές φορές με καλούν στο τραπέζι τους για να γνωρίσω τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

- Τα  video clip πως σου φαίνονται;

- Είναι μια απάτη.

- Γιατί;

- Γιατί σου περνάνε το τραγούδι λαθραία. Νομίζεις ότι σου αρέσει το τραγούδι ενώ  στην ουσία παρασέρνεσαι από τις  εικόνες.

- Εσύ δηλαδή δε θα’ κανες βίντεο κλιπ αν έβγαζες δίσκο;

- Ούτε με σφαίρες.

- Και οι πωλήσεις;

- Μια χαρά θα πήγαιναν αν το τραγούδι άξιζε.

- Είσαι ερωτευμένος αυτό τον καιρό;

- Μπα! Ούτε πιστεύω ότι θα ξαναερωτευτώ. Ο έρωτας είναι σαν να σε χτυπάει κεραυνός.

- Κακό είναι αυτό; Ένα ηλεκτροσόκ που και που μπορεί να κάνει και καλό στον εγκέφαλο. Τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι παλιοί ψυχίατροι, που κάναν τα ηλεκτροσόκ. (Γελάμε)

- Αν εσύ θες να έρθεις στα ίσια σου καψαλισμένος, εγώ πάω πάσο.

- Γελάς ή κλαις πιο εύκολα;

- Κλαίω και μάλιστα μερικές φορές χωρίς λόγο, ακόμα κι όταν βλέπω  ταινίες με τη Βασιλειάδου και τον Λογοθετίδη.

- Όταν γεράσεις τι θα κάνεις ;

- Θα περιμένω να πεθάνω, ήρεμα και ελπίζω ευτυχισμένα.

- Δεν τον φοβάσαι τον θάνατο;

- Αυτόν τον έχω βιώσει  έτσι κι αλλιώς πριν καμιά δεκαριά χρόνια.. Δεν φοβάμαι ούτε τον θάνατο, ούτε τίποτα. Τον εαυτό μου φοβάμαι μερικές φορές. Αλλά κι αυτόν όλο και πιο σπάνια πια.

- Είσαι ευχαριστημένος από τη ζωή σου;

- Πολύ.

- Γιατί;

- Γιατί είμαι υγιής. Λίγο το΄χεις;

(Κοιτάζει το ρολόι του. Είναι δυο παρά τέταρτο)

- Σε λίγο πρέπει να βγω. Έχουμε να πούμε τίποτε άλλο;

- Πολλά, αλλά … δεν πειράζει, άστα. Να έρθω κι εγώ  μέσα;

- Αφού σου αρέσει το “Γέλα κυρία μου” επιβάλλεται.

Ανοίξαμε τις πόρτες του αμαξιού και βγήκαμε στην παρακμιακή λεωφόρο Αχαρνών. Από ένα περαστικό αμάξι με ανοιχτά παράθυρα ακούστηκε το ”You can’ t allways get what you want” των Rolling Stones. Βγήκαμε από το αμάξι. Μπήκε στο μαγαζί. Ακολούθησα.

Του Πέτρου Μπιρμπίλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου