Η ΛΕΞΗ «ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΣ» ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ, ΣΤΗΝ ΑΛΗΣΤΟΥ ΜΝΗΜΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '80
Η λέξη «κουλτουριάρης» τότε δήλωνε όποιον άνθρωπο είναι τόσο μπερδεμένος στα πόδια της ίδιας του της σκέψης ώστε να μη μπορεί να χαρεί ούτε μια στιγμή την ανθρώπινη φύση του. Η δε ανθρώπινη φύση κατά την κυρίαρχη αντίληψη του τότε ήταν η παράδοση κάθε πνευματικού μας δικαιώματος στο πάθος
Όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν εκτός από τους «κουλτουριάρηδες», οι οποίοι δεν είχαν επαφή με τη λαϊκή ψυχή και ως εκ τούτου ούτε να χορέψουν μπορούσαν ούτε να τραγουδήσουν. Ως γνωστόν, η κουλτούρα είναι άτιμο πράγμα. Και είναι άτιμο όχι μόνον όταν επιδοτείται για να ανεβάσει Μπρεχτ ανά την επικράτεια, αλλά και όταν μπερδεύει τη σημασία της
Ενώ στις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες έχει μια σημασία αφού είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό χωρίς να ταυτίζεται μαζί του, στα ελληνικά δεν σημαίνει τίποτε. Παλαιότερα τη χρησιμοποιούσε το ιδιόλεκτο της Αριστεράς για να διαχωρίσει τη σημασία της από το επίσημο λεξιλόγιο της Δεξιάς. Όπου η Δεξιά αναφερόταν στο «πνεύμα» ή στα «γράμματα», η Αριστερά μιλούσε για «κουλτούρα».
Στη δεκαετία του ογδόντα η χρήση της διευρύνθηκε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεκαθαρίστηκε και η σημασία της. Απλώς τα πράγματα μπερδεύτηκαν ακόμη πιο πολύ. Ήταν κάτι που βόλευε αυτούς που τη χρησιμοποιούσαν, διότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να πουν τι ακριβώς εννοούν.
Στην ίδια εποχή παρατηρείται και η φθίνουσα χρήση της λέξης καλλιεργημένος.
Στην Ελλάδα του πάθους η καλλιέργεια ήταν μια περιττή τροχοπέδη. Στην καταθλιπτική Ελλάδα του γενικευμένου τσαμπουκά η καλλιέργεια είναι κοινωνική αναπηρία. Και αναφέρομαι στη στοιχειώδη καλλιέργεια, αυτή που σου επιβάλλει να λες καλημέρα το πρωί αντί να χαστουκίζεις, όπως συχνά έχεις τη διάθεση να το κάνεις, και αυτή που σε υποχρεώνει να θεωρείς ορισμένα πράγματα της ζωής, όπως ο Παρθενώνας για παράδειγμα, ως ιερά, ακόμη και αν δεν πιστεύεις σε κανέναν θεό. Αυτή η ίδια καλλιέργεια σου υποβάλλει τον σεβασμό σε αυτούς που πιστεύουν σε κάποιον θεό, ακόμη και αν εσύ δεν πιστεύεις στον ίδιον ή σε κανέναν.
Ψιλά γράμματα. Κάποτε λοιπόν η λέξη «κουλτουριάρης» κέρδιζε έδαφος και η λέξη «καλλιεργημένος» έχανε μαζί με άλλες συναφείς, όπως η λέξη «διανοούμενος».
Το φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο. Ο Μάνος Χατζιδάκις μου θύμιζε την ξινισμένη μούρη του χωροφύλακα όταν άκουγε τη λέξη διανοούμενος- ήταν αυτομάτως ύποπτος. Στη δεκαετία του ογδόντα καταργήθηκε η χωροφυλακή με αποτέλεσμα να γίνουμε όλοι χωροφύλακες των δικαιωμάτων μας, τα οποία όπως η χωροφυλακή τα αποκαλούσε «εθνικά» εμείς τα βαφτίσαμε «λαϊκά».
Απόσπασμα από Τα Νέα
Η λέξη «κουλτουριάρης» τότε δήλωνε όποιον άνθρωπο είναι τόσο μπερδεμένος στα πόδια της ίδιας του της σκέψης ώστε να μη μπορεί να χαρεί ούτε μια στιγμή την ανθρώπινη φύση του. Η δε ανθρώπινη φύση κατά την κυρίαρχη αντίληψη του τότε ήταν η παράδοση κάθε πνευματικού μας δικαιώματος στο πάθος
Όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν εκτός από τους «κουλτουριάρηδες», οι οποίοι δεν είχαν επαφή με τη λαϊκή ψυχή και ως εκ τούτου ούτε να χορέψουν μπορούσαν ούτε να τραγουδήσουν. Ως γνωστόν, η κουλτούρα είναι άτιμο πράγμα. Και είναι άτιμο όχι μόνον όταν επιδοτείται για να ανεβάσει Μπρεχτ ανά την επικράτεια, αλλά και όταν μπερδεύει τη σημασία της
Ενώ στις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες έχει μια σημασία αφού είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό χωρίς να ταυτίζεται μαζί του, στα ελληνικά δεν σημαίνει τίποτε. Παλαιότερα τη χρησιμοποιούσε το ιδιόλεκτο της Αριστεράς για να διαχωρίσει τη σημασία της από το επίσημο λεξιλόγιο της Δεξιάς. Όπου η Δεξιά αναφερόταν στο «πνεύμα» ή στα «γράμματα», η Αριστερά μιλούσε για «κουλτούρα».
Στη δεκαετία του ογδόντα η χρήση της διευρύνθηκε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεκαθαρίστηκε και η σημασία της. Απλώς τα πράγματα μπερδεύτηκαν ακόμη πιο πολύ. Ήταν κάτι που βόλευε αυτούς που τη χρησιμοποιούσαν, διότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να πουν τι ακριβώς εννοούν.
Στην ίδια εποχή παρατηρείται και η φθίνουσα χρήση της λέξης καλλιεργημένος.
Στην Ελλάδα του πάθους η καλλιέργεια ήταν μια περιττή τροχοπέδη. Στην καταθλιπτική Ελλάδα του γενικευμένου τσαμπουκά η καλλιέργεια είναι κοινωνική αναπηρία. Και αναφέρομαι στη στοιχειώδη καλλιέργεια, αυτή που σου επιβάλλει να λες καλημέρα το πρωί αντί να χαστουκίζεις, όπως συχνά έχεις τη διάθεση να το κάνεις, και αυτή που σε υποχρεώνει να θεωρείς ορισμένα πράγματα της ζωής, όπως ο Παρθενώνας για παράδειγμα, ως ιερά, ακόμη και αν δεν πιστεύεις σε κανέναν θεό. Αυτή η ίδια καλλιέργεια σου υποβάλλει τον σεβασμό σε αυτούς που πιστεύουν σε κάποιον θεό, ακόμη και αν εσύ δεν πιστεύεις στον ίδιον ή σε κανέναν.
Ψιλά γράμματα. Κάποτε λοιπόν η λέξη «κουλτουριάρης» κέρδιζε έδαφος και η λέξη «καλλιεργημένος» έχανε μαζί με άλλες συναφείς, όπως η λέξη «διανοούμενος».
Το φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο. Ο Μάνος Χατζιδάκις μου θύμιζε την ξινισμένη μούρη του χωροφύλακα όταν άκουγε τη λέξη διανοούμενος- ήταν αυτομάτως ύποπτος. Στη δεκαετία του ογδόντα καταργήθηκε η χωροφυλακή με αποτέλεσμα να γίνουμε όλοι χωροφύλακες των δικαιωμάτων μας, τα οποία όπως η χωροφυλακή τα αποκαλούσε «εθνικά» εμείς τα βαφτίσαμε «λαϊκά».
Απόσπασμα από Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου