Ο απλός λαός δεν θα μπορούσε να το θέσει με πιο καίριο τρόπο: «Ο γάιδαρος πριν ψοφήσει, καυλώνει.»
Αυτή η θανατηφόρα (και ερεθιστική συνάμα) παροιμία, δεν είναι παρά το καταστάλαγμα στη λαϊκή συνείδηση, αναμφισβήτητων ιστορικών δεδομένων που έλαβαν χώρα σε οριακές στιγμές των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Ο Θουκιδίδης αναφέρει ότι τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου, υπήρχε «έκλυσις των ηθών».
Τον καιρό του ελληνοϊταλικού πολέμου, κατά την ερωτική παραφιλολογία της εποχής, η αστική τάξη του κέντρου των Αθηνών επιδιδόταν μετά μανίας σε μία εκ Παρισίων εισηγμένη συνήθεια, που ήταν οι παρτούζες.
Διακεκριμένοι ιστορικοί βεβαιώνουν ότι λίγο πριν μπουν οι Σοβιετικοί στο Βερολίνο το 1945, στα πάρκα της πόλης χιλιάδες άγνωστοι μεταξύ τους Γερμανοί και Γερμανίδες έσμιγαν κάθε βράδυ σε παγκάκια και πρασιές, προσπαθώντας μ’ αυτά τα απελπισμένα αγκαλιάσματα να εξορκίσουν τον θάνατο που ερχόταν. Τέλος υπάρχει ένας αδήριτος μακρο-οικονομικός κανόνας που αναφέρει ότι «στον πόλεμο και την κρίση, ακριβαίνουν τα τρόφιμα και φτηναίνει το μουνί.» Συγχωρήστε μου τη σκληρότητα των εκφράσεων, πλην τον καιρό της κρίσης και η γλώσσα ανακαλύπτει τον πιο κυνικό μέρος τού εαυτού της.
Ιδού λοιπόν η εθνική μας κατάσταση ανάγλυφη, κυρίες μου και κύριοι.
Η οικονομική κρίση είναι ένας αδυσώπητος πόλεμος, που αντί να ακρωτηριάζει κορμιά προτιμά να ισοπεδώνει ζωές, ψυχές, υπολήψεις και επίπεδα ζωής.
Ο πόλεμος αυτός έχει ήδη ροβολήσει με αλαλαγμούς από τους απέναντι λόφους και κατακαίει τα χορτάρια της αυλής μας. Πνιγμένοι απ’ τους καπνούς και με την λαύρα να τσουρουφλίζει το πρόσωπο μας, μην θεωρήσετε ότι αποτελούμε ιστορική εξαίρεση: Η αντίδραση μας δεν διαφέρει διόλου από τους συνήλικους τού Περικλή και της Ασπασίας, τους αστούς Αθηναίους του ’40, τους ηττημένους Βερολινέζους του ’45 ή τους γαϊδάρους που ένα βράδυ λαμβάνουν στον στάβλο τους το επισκεπτήριο του χάρου.
Λυπούμαι που το λέω έτσι ξεδιάντροπα, αλλά είμεθα όλοι πανικόβλητοι γάιδαροι και γαϊδάρες, εγκλωβισμένοι σ’ ένα εθνικό χωράφι που κατατρώνε οι φλόγες. Συνεπώς, κατά τη λαϊκή σοφία, δεν είμεθα απλώς γάιδαροι, αλλά έγκαυλοι γάιδαροι όπως θα το απέδιδε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο οποίος Εμπειρίκος βυθίστηκε στη συγγραφή του πιο βέβηλου ελληνικού μυθιστορήματος, τού Μεγάλου Ανατολικού του, όχι σε καμιά περίοδο ευμάρειας και χαρούμενης ξεγνοιασιάς, αλλά από το 1945 ως το 1951, όταν ο εμφύλιος πόλεμος διέλυε τη χώρα και μακέλευε μαζικά τους ανθρώπους της.
Θα πείτε τώρα όλοι σας: Που ζείτε κύριε αναλυτά της κρίσεως;
Δεν βλέπετε τη μαζική κατάθλιψη, δεν έχετε επίγνωση της οργής και της θλίψης που έχουν καταλάβει τους Έλληνες;
Ποιός έχει διάθεση τέτοιες σκοτεινές μέρες για έρωτες και κέρατα;
Ας γελάσω, απαντώ εγώ. Τι φαντάζεστε, δηλαδή, εξοργισμένοι αναγνώστες μου; Ότι είστε πιο καταθλιμένοι από τους τροφίμους του Άουσβιτς ή ότι βρίσκεστε σε μεγαλύτερο αδιέξοδο απ’ τους πεινασμένους Αθηναίους του τραγικού 1942, όταν τους μάζευαν από την Ομόνοια με τα κάρα του δήμου;
Έχετε διαβάσει μαρτυρίες διασωθέντων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, για να δείτε πόσο κουράγιο για επιβίωση άντλησαν από έρωτες και πρόσκαιρες ερωτικές συνευρέσεις οι δυστυχείς τρόφιμοι των κολαστηρίων;
Επιπροσθέτως, μάθετε ότι στα ληξιαρχεία του δήμου Αθηναίων, το 1943 ήταν η χρονιά με τον μεγαλύτερο δείκτη γεννήσεων της πενταετίας 1940-45. Άρα, τι κάνανε το πεινασμένο και θλιβερό 1942;
Θα πείτε πάλι: Δεν ισχύουν αυτά. Οι μισοί είναι στην ανεργία και την κατάθλιψη, με τους άλλους μισούς δοσμένους στον αγώνα. Μέρα-νύχτα στην απεργία, στην πορεία, στην κατάληψη, στη συνέλευση. Συγχωρείστε με αναγνώστες μου αν πιστεύετε ότι εκχυδαϊζω τα αγωνιστικά δεδομένα της εποχής, αλλά γι’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, η ταξική πάλη και ο πολιτικός αγώνας μοιάζει με μαρμίτα διεγερτικού μέσα στην οποία κολυμπούν καθημερινά κι όχι μια φορά στη ζωή τους όπως ο Οβελίξ.
Όταν ο προσφάτως αποκατασταθείς Άρης Βελουχιώτης είχε πει στους αντάρτες του κραδαίνοντας απειλητικά ένα πιστόλι, «όσο είστε στο βουνό, τούτο εδώ θα το ‘χετε μόνο για να κατουράτε», κάτι ήξερε για την εκρηκτικά αφροδισιακή πλευρά τού απελευθερωτικού αγώνα. Επίσης, θεωρείτε τυχαίο ότι από τα εκκατοντάδες πολιτικά τραγούδια της μεταπολίτευσης που υμνολογούσαν τις λαϊκές κινητοποιήσεις, το μόνο που δεν ξεχάστηκε είναι «η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» του Σαββόπουλου; Γιατί; Μα διότι ο πρωταγωνιστής προσπαθούσε να γκρεμίσει το σύστημα ενεργώντας όχι ως αποστειρωμένο πολιτικό ρομπότ, αλλά ως πολύπλοκη προσωπικότητα που μέσα στην πυρακτωμένη διαδήλωση αναζητούσε παράλληλα την κοινωνική δικαιοσύνη μαζί με μια γκόμενα που τον είχε φτύσει.
Για να ολοκληρώσω το πρώτο μέρος (καθότι θα ακολουθήσει συνέχεια) αυτής της μικρής ερασιτεχνικής πραγματείας, ξεκαθαρίζω τα ακόλουθα, που θα αποτελέσουν και τη θεματολογία του επομένου: Δεν υποστηρίζω ότι η κρίση δεν άλλαξε τίποτα στην ερωτική συμπεριφορά των Ελλήνων. Τουναντίον, άλλαξε πολλά. Όταν το σεξ από μέσον κοινής απόλαυσης ή επίδειξης, μετατρέπεται σε μηχανισμό συναινετικής εκτόνωσης ή και αλληλεγγύης, προφανώς έχουν αλλάξει πολλά. Διαφωνώ ριζικά όμως ότι η κρίση είναι ασέξουαλ. Επίσης, το σεξ σε τέτοιες κρίσιμες μέρες αρχίζει να περιβάλλεται από μια ομίχλη ενοχής και ημιπαρανομίας. Οι περισσότεροι πηδάνε, αλλά κανένας δεν τολμά να το πει. Η ιδιωτική απόλαυση σε καιρούς συλλογικής μιζέριας, μοιάζει παράταιρη και προσβλητική για τους άλλους. Τέλος, με ποιά (ή ποιόν) κάνει σεξ ο Έλληνας (η Ελληνίδα) της κρίσης; Προτιμά το σεξ με το ταίρι με το οποίο βιώνει την κρίση ή προτιμά να την ξεχνά προσωρινά συνουσιαζόμενος(η) με άλλες(ους) που δεν τού τη θυμίζουν; Χα! Εδώ σε θέλω αναγνώστη και αναγνώστρια μου. Εξ ου και ο τίτλος της συνέχειας: «Το κέρατο τον καιρό της κατάρρευσης».
Του Δημήτρη Καμπουράκη
Αυτή η θανατηφόρα (και ερεθιστική συνάμα) παροιμία, δεν είναι παρά το καταστάλαγμα στη λαϊκή συνείδηση, αναμφισβήτητων ιστορικών δεδομένων που έλαβαν χώρα σε οριακές στιγμές των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Ο Θουκιδίδης αναφέρει ότι τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου, υπήρχε «έκλυσις των ηθών».
Τον καιρό του ελληνοϊταλικού πολέμου, κατά την ερωτική παραφιλολογία της εποχής, η αστική τάξη του κέντρου των Αθηνών επιδιδόταν μετά μανίας σε μία εκ Παρισίων εισηγμένη συνήθεια, που ήταν οι παρτούζες.
Διακεκριμένοι ιστορικοί βεβαιώνουν ότι λίγο πριν μπουν οι Σοβιετικοί στο Βερολίνο το 1945, στα πάρκα της πόλης χιλιάδες άγνωστοι μεταξύ τους Γερμανοί και Γερμανίδες έσμιγαν κάθε βράδυ σε παγκάκια και πρασιές, προσπαθώντας μ’ αυτά τα απελπισμένα αγκαλιάσματα να εξορκίσουν τον θάνατο που ερχόταν. Τέλος υπάρχει ένας αδήριτος μακρο-οικονομικός κανόνας που αναφέρει ότι «στον πόλεμο και την κρίση, ακριβαίνουν τα τρόφιμα και φτηναίνει το μουνί.» Συγχωρήστε μου τη σκληρότητα των εκφράσεων, πλην τον καιρό της κρίσης και η γλώσσα ανακαλύπτει τον πιο κυνικό μέρος τού εαυτού της.
Ιδού λοιπόν η εθνική μας κατάσταση ανάγλυφη, κυρίες μου και κύριοι.
Η οικονομική κρίση είναι ένας αδυσώπητος πόλεμος, που αντί να ακρωτηριάζει κορμιά προτιμά να ισοπεδώνει ζωές, ψυχές, υπολήψεις και επίπεδα ζωής.
Ο πόλεμος αυτός έχει ήδη ροβολήσει με αλαλαγμούς από τους απέναντι λόφους και κατακαίει τα χορτάρια της αυλής μας. Πνιγμένοι απ’ τους καπνούς και με την λαύρα να τσουρουφλίζει το πρόσωπο μας, μην θεωρήσετε ότι αποτελούμε ιστορική εξαίρεση: Η αντίδραση μας δεν διαφέρει διόλου από τους συνήλικους τού Περικλή και της Ασπασίας, τους αστούς Αθηναίους του ’40, τους ηττημένους Βερολινέζους του ’45 ή τους γαϊδάρους που ένα βράδυ λαμβάνουν στον στάβλο τους το επισκεπτήριο του χάρου.
Λυπούμαι που το λέω έτσι ξεδιάντροπα, αλλά είμεθα όλοι πανικόβλητοι γάιδαροι και γαϊδάρες, εγκλωβισμένοι σ’ ένα εθνικό χωράφι που κατατρώνε οι φλόγες. Συνεπώς, κατά τη λαϊκή σοφία, δεν είμεθα απλώς γάιδαροι, αλλά έγκαυλοι γάιδαροι όπως θα το απέδιδε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο οποίος Εμπειρίκος βυθίστηκε στη συγγραφή του πιο βέβηλου ελληνικού μυθιστορήματος, τού Μεγάλου Ανατολικού του, όχι σε καμιά περίοδο ευμάρειας και χαρούμενης ξεγνοιασιάς, αλλά από το 1945 ως το 1951, όταν ο εμφύλιος πόλεμος διέλυε τη χώρα και μακέλευε μαζικά τους ανθρώπους της.
Θα πείτε τώρα όλοι σας: Που ζείτε κύριε αναλυτά της κρίσεως;
Δεν βλέπετε τη μαζική κατάθλιψη, δεν έχετε επίγνωση της οργής και της θλίψης που έχουν καταλάβει τους Έλληνες;
Ποιός έχει διάθεση τέτοιες σκοτεινές μέρες για έρωτες και κέρατα;
Ας γελάσω, απαντώ εγώ. Τι φαντάζεστε, δηλαδή, εξοργισμένοι αναγνώστες μου; Ότι είστε πιο καταθλιμένοι από τους τροφίμους του Άουσβιτς ή ότι βρίσκεστε σε μεγαλύτερο αδιέξοδο απ’ τους πεινασμένους Αθηναίους του τραγικού 1942, όταν τους μάζευαν από την Ομόνοια με τα κάρα του δήμου;
Έχετε διαβάσει μαρτυρίες διασωθέντων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, για να δείτε πόσο κουράγιο για επιβίωση άντλησαν από έρωτες και πρόσκαιρες ερωτικές συνευρέσεις οι δυστυχείς τρόφιμοι των κολαστηρίων;
Επιπροσθέτως, μάθετε ότι στα ληξιαρχεία του δήμου Αθηναίων, το 1943 ήταν η χρονιά με τον μεγαλύτερο δείκτη γεννήσεων της πενταετίας 1940-45. Άρα, τι κάνανε το πεινασμένο και θλιβερό 1942;
Θα πείτε πάλι: Δεν ισχύουν αυτά. Οι μισοί είναι στην ανεργία και την κατάθλιψη, με τους άλλους μισούς δοσμένους στον αγώνα. Μέρα-νύχτα στην απεργία, στην πορεία, στην κατάληψη, στη συνέλευση. Συγχωρείστε με αναγνώστες μου αν πιστεύετε ότι εκχυδαϊζω τα αγωνιστικά δεδομένα της εποχής, αλλά γι’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, η ταξική πάλη και ο πολιτικός αγώνας μοιάζει με μαρμίτα διεγερτικού μέσα στην οποία κολυμπούν καθημερινά κι όχι μια φορά στη ζωή τους όπως ο Οβελίξ.
Όταν ο προσφάτως αποκατασταθείς Άρης Βελουχιώτης είχε πει στους αντάρτες του κραδαίνοντας απειλητικά ένα πιστόλι, «όσο είστε στο βουνό, τούτο εδώ θα το ‘χετε μόνο για να κατουράτε», κάτι ήξερε για την εκρηκτικά αφροδισιακή πλευρά τού απελευθερωτικού αγώνα. Επίσης, θεωρείτε τυχαίο ότι από τα εκκατοντάδες πολιτικά τραγούδια της μεταπολίτευσης που υμνολογούσαν τις λαϊκές κινητοποιήσεις, το μόνο που δεν ξεχάστηκε είναι «η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» του Σαββόπουλου; Γιατί; Μα διότι ο πρωταγωνιστής προσπαθούσε να γκρεμίσει το σύστημα ενεργώντας όχι ως αποστειρωμένο πολιτικό ρομπότ, αλλά ως πολύπλοκη προσωπικότητα που μέσα στην πυρακτωμένη διαδήλωση αναζητούσε παράλληλα την κοινωνική δικαιοσύνη μαζί με μια γκόμενα που τον είχε φτύσει.
Για να ολοκληρώσω το πρώτο μέρος (καθότι θα ακολουθήσει συνέχεια) αυτής της μικρής ερασιτεχνικής πραγματείας, ξεκαθαρίζω τα ακόλουθα, που θα αποτελέσουν και τη θεματολογία του επομένου: Δεν υποστηρίζω ότι η κρίση δεν άλλαξε τίποτα στην ερωτική συμπεριφορά των Ελλήνων. Τουναντίον, άλλαξε πολλά. Όταν το σεξ από μέσον κοινής απόλαυσης ή επίδειξης, μετατρέπεται σε μηχανισμό συναινετικής εκτόνωσης ή και αλληλεγγύης, προφανώς έχουν αλλάξει πολλά. Διαφωνώ ριζικά όμως ότι η κρίση είναι ασέξουαλ. Επίσης, το σεξ σε τέτοιες κρίσιμες μέρες αρχίζει να περιβάλλεται από μια ομίχλη ενοχής και ημιπαρανομίας. Οι περισσότεροι πηδάνε, αλλά κανένας δεν τολμά να το πει. Η ιδιωτική απόλαυση σε καιρούς συλλογικής μιζέριας, μοιάζει παράταιρη και προσβλητική για τους άλλους. Τέλος, με ποιά (ή ποιόν) κάνει σεξ ο Έλληνας (η Ελληνίδα) της κρίσης; Προτιμά το σεξ με το ταίρι με το οποίο βιώνει την κρίση ή προτιμά να την ξεχνά προσωρινά συνουσιαζόμενος(η) με άλλες(ους) που δεν τού τη θυμίζουν; Χα! Εδώ σε θέλω αναγνώστη και αναγνώστρια μου. Εξ ου και ο τίτλος της συνέχειας: «Το κέρατο τον καιρό της κατάρρευσης».
Του Δημήτρη Καμπουράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου