TO ANTIKEIMENO - NIKOΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ (Το κύκνειο άσμα του Φρεντυ Γερμανού)
Εκδόσεις Καστανιώτης
ΣΟΡΓΚΟΥΤ 1973
Ο Γερο-Εξόριστος με τα μακριά μαλλιά και την μεγάλη τριγωνική γενειάδα, που τον έκαναν να μοιάζει με Ρώσσο ιερομόναχο, έγραφε απ'το πρωί. Τώρα είχε νυχτώσει και συνέχιζε να γράφει.
Ήταν Ιούλιος, δηλαδή ο μόνος μήνας που έκανε καλοκαίρι στο Σοργκούτ το μακρινό εκείνο μέρος της Σιβηρίας όπου τον είχαν αμπαρώσει οι Σοβιετικοί απ' το 1962. Κάποτε ήταν ο αρχηγός του μισού σχεδόν ελληνικού λαού, αλλά είχε κάνει μια λάθος επανάσταση και δεν είχε καταφέρει να κυβερνήσει τον άλλον μισό. Αυτός ήταν ο λόγος που τον είχαν κλοτσήσει σ'εκείνη την στενάχωρη μικρή πόλη, όπου η θερμοκρασία έφτανε καμμιά φορά τον Χειμώνα τους -50 και- 55 βαθμούς Κελσίου.
"Φωλιά της αρκούδας" έλεγε ο γέρος την πόλη αυτή, αλλά στους 50 βαθμούς ψόφαγαν ακόμα και οι αρκούδες! Πώς είχε καταφέρει ν'αντέξει εκείνος?
..Στο Σοργκούτ τον φώναζαν Νικολάι Νικολάε, αλλά το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Ζαχαριάδης.
Το πρωί που είχε αρχίσει να γράφει, ήταν πολύ αγριεμένος, όπως ήταν κι όλα αυτά τα 11 χρόνια που τον είχαν χωμένο στη φωλιά της αρκούδας.
"Απαιτώ να με αποκαταστήσετε!" ούρλιαζε κάθε τόσο απ'την άκρη της στέπας η γριά αρκούδα."Απαιτώ να μου δώσετε πίσω την κομμουνιστική μου τιμή!" Του ήταν αδύνατον να πεθάνει χωρίς αυτήν...
Άφησε κάτω την πένα και πήρε απ'΄το τραπέζι τη θηλιά, που την έπλεκε προσεκτικά όλη την προηγούμενη μέρα και θα την περνούσε στο λαιμό του λίγο μετά τα μεσάνυχτα, δηλαδή την 1η Αυγούστου του 1973. Ήταν η μέρα που είχε γεννηθεί-θα γινόταν 70 χρονών! Ήταν μια καλή μέρα για ν'αυτοκτονήσει, γιατί θα'χε να θυμηθεί ένα σωρό πράγματα. Θα θυμόταν τα γενέθλιά του, που τα γιόρταζε όταν ήταν παιδάκι στην Νικομήδεια και την ταυτότητα που τούφτιαχνε η μάνα του η Ερατώ. Ήταν μια γυναίκα με σφιγμένο πρόσωπο και ήρεμα μάτια , που δεν μιλούσε πολύ. Ο Ζαχαριάδης σκέφτηκε τώρα πως η μάνα του ήταν αυτό που είχε αγαπήσει περισσότερο απο κάθε τι άλλο στον κόσμο-ίσως πιο πολύ κι απ'τον Στάλιν.
Η Ερατώ είχε περάσει δύσκολες ώρες μαζί του, στη δεκαετία του '20 και στη δεκαετία του '30, όταν τον έβλεπε να μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Ύστερα όμως το 1945, όταν είχε γυρίσει απ' το Νταχάου και του χαν κάνει εκείνη τη γιορτή στο Στάδιο, το πρόσωπο της Ερατώς, έλαμπε! Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον γιό της να δοξάζεται σαν Θεός. Πόσος κόσμος είχε μαζευτεί άραγε εκείνη τη μέρα; αναρωτήθηκε.
Βέβαια πάνω στο στριμωξίδι εκείνης της μέρας τούχαν κλέψει και το πορτοφόλι. Τά'χε αυτά η λαική δόξα!
...Ήθελε να δηλώσει το Κόμμα ανοιχτά και ξεκάθαρα πως δεν ήταν χαφιές και πράκτορας της Ιντέλλιτζενς Σέρβις, όπως τον είχαν κατηγορήσει. Ήθελε επίσης το Κόμμα να τον αφήσει ελεύθερο, να γυρίσει και να δικαστεί στην Ελλάδα! Του είχαν απαντήσει-καλά θα το σκεφτούμε-αλλά ήξερε πως δεν θα γινόταν τίποτε. Τους είχε δώσει διορία ως απόψε τα μεσάνυχτα, ήταν όμως σίγουρο πως δεν θα'ρχόταν κανείς. Το λάθος μου ήταν πως δεν γύρισα στην Ελλάδα όταν ήταν ακόμα καιρός σκέφτηκε. Έπρεπε να τοχε κάνει μόλις τέλειωσε ο Εμφύλιος-αντί να πάει στην Ρουμανία πρόσφυγας, έπρεπε να περάσει κρυφά τα αλβανικά σύνορα και να γυρίσει στην Αθήνα. Θα προλάβαινε και την μάνα του ζωντανή και θα ξανάβλεπε την Πάρνηθα...ήταν αστείο αλλά η γριά Ερατώ και η Πάρνηθα ήταν τα μόνα όμορφα πράγματα που θυμόταν απ'την Ελλάδα...
Ο Εξόριστος βγήκε απο την καλύβα του και κοίταξε απέναντι, την παράγκα με τη φρουρά που τον φύλαγε και τον προβολέα που έπεφτε πάνω στο κερεββάτι του όλη την νύχτα. Είχε μάθει να κοιμάται με τον προβολέα, όπως είχε μάθει στη Σιβηρία κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Ήταν ωραίο να κοιμάσαι με προβολέα-έκανες πιο φωτεινό ύπνο! Η φρουρά ήταν βέβαια πάντα άντρες της ΚΑ-ΓΚΕ-ΜΠΕ, που έδιναν κάθε δώδεκα ώρες υπόμνημα για τις κινήσεις του. "Αντικείμενο" τον αποκαλούσαν στις αναφορές τους. Τους ήξερε όλους με τ'όνομά τους, ήταν οι σύντροφοι μιας ολόκληρης ζωής-και τώρα ήταν οι σύντροφοι της τελευταίας του νύχτας.
-Καλησπέρα, σύντροφε Σεργκέι είπε
-Καλησπέρα σύντροφε Νικολάι του χαμογέλασε ο δεσμοφύλακας.
-Γέννησε η γυναίκα σου? ΄
-Γεννάει όπου νάναι και ο γιατρός μου είπε πως είναι αγόρι.
- Μπράβο είπε ο Ζαχαριάδης, έχω κι εγώ γιο όπως ξέρεις. Είναι σπουδαίο πράγμα νάχεις γιό.
Στην πραγματικότητα είχε δύο γιούς,αλλά τον μεγαλύτερο τον Κύρο είχε να τον δει κάμποσο καιρό. Είχαν τσακωθεί άγρια για τον Στάλιν πριν μερικά χρόνια και δεν είχαν ξαναμιλήσει απο τότε. Ο γερο-εξόριστος όμως ήξερε ότι κάθε φορά που έκανε απεργία πείνας ο Κύρος ήταν αυτός που έτρεχε στο Κρεμλίνο και φώναζε" Σώστε τον πατέρα μου-πεθαίνει!" Κι αργότερα όταν είχαν αρχίσει στη Σιβηρία να σαπίζουν τα ούλα του και να του πέφτουν τα δόντια, ο Κύρος ήταν αυτός που του είχε στείλει εκείνη την γιατρίνα την Νίνα, σκέφτηκε και χαμογέλασε μέσα στην καλοκαιρινή νύχτα.
-Εσύ δεν έχεις γυναίκα σύντροφε Νικολάι;
-Πέθανε!
Ο Σεργκέι κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.
-Τόχα καταλάβει είπε. Γι'αυτό δεν σε ρωτούσα τόσο καιρό. Πάνε πολλά χρόνια?
-Πολλά!
Ήταν το 1957 που είχε κυκλοφορήσει εκείνη η ανακοίνωση του Κόμματος που τον έλεγε προδότη, κι η γυναίκα του, σαν αφοσιωμένο μέλος, είχε βάλει την υπογραφή της φαρδιά πλατιά, μαζί με τ'άλλα αφοσιωμένα μέλη!
-Καληνύχτα σύντροφε Σεργκέι
-Καληνύχτα τούπε ο φρουρός.
-Μη δουλέψεις άλλο απόψε, του φώναξε Κοιμήσου τώρα και δουλεύεις αύριο πάλι
-Αύριο έχω τα γενέθλιά μου...του χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα
-Ξέρεις εσύ κανένα που να δουλεύει στα γενέθλιά του? και μπήκε στην καλύβα.
Ήταν μια απλή καλύβα με 3 κρεβάτια ένα τραπέζι με καρέκλες και βιβλιοθήκη. Να γράψω ή να διαβάσω τώρα? αναρωτήθηκε ο γέρος. Δεν του έμεναν πολλές ώρες-καλύτερα να τις ξόδευε στη σκέψη. Τί θα σκεφτόταν όμως? Κάτι που αγαπούσε ίσως πολύ. Το Κόμμα? Μα το Κόμμα ήταν ένα σκοτεινό γραφείο με μια σφραγίδα που εξόντωνε συντρόφους και τους έστελνε σε φυλακές και εξορίες. Όπως έκανες κι εσύ! τούπε μια φωνή μέσα του. Όπως έκανα κι εγώ παραδέχτηκε. Όμως ήταν ακόμα 8000 εκεί στην μακρινή Τασκένδη , που εξακολουθούσαν να τον βλέπουν σαν Θεό. Τούς ήξερε έναν-έναν με τ'όνομά τους. Αυτοί είναι οι σύντροφοί μου. Κι' ύστερα σκέφτηκε με θλίψη: O Bλαντάς, ο Γούσιας, ο Μπαρτζώτας, ήταν οι πιο πιστοί του μέσα στο Κόμμα, αλλά και οι πιο ασήμαντοι. Όλοι οι άλλοι ήταν χαφιέδες και προδότες. Ο Άρης ήταν προδότης, είπε τώρα γεμάτος πείσμα. Ο Πλουμπίδης ήταν προδότης. Ο Μάρκος ήταν προδότης. Προδότες λοιπόν...χάρηκε που κρατούσε μέσα του ζωντανό αυτό το άγριο πείσμα. Εκείνος θα πέθαινε, αλλά το πείσμα θα'μενε στον αέρα, θα ταξίδευε μες στον χρόνο και θα κρατούσε όρθιο τον μύθο του Μεγάλου Αρχηγού...
....-Τώρα γίνεσαι σαν τον παλιό Ζαχαριάδη, που δεν παραδεχόταν ποτέ τα λάθη του! τούπε ο Θάνατος.
Τα ρίχνεις όλα στους άλλους και δεν παραδέχεσαι ότι κλότσησες μια ολόκληρη χώρα σ'ένα ποτάμι απο αίμα!
- Έκανα μια επανάσταση είπε ο γέρος. Για τον Λαό και για το Κόμμα.
-Τρίχες είπε ο Θάνατος. του χαμογέλασε σκληρά μέσα στο μισοσκόταδο της καλύβας...
Υστερα ο Θάνατος ξανάπε
-Θυμήσου
-Προτιμώ να θυμηθώ κάτι όμορφο, ΄ψιθύρισε ο εξόριστος κι ένιωσε πως έχανε σιγά-σιγά όλη την δύναμή του.Εμείς οι Κομμουνιστές δεν πιστεύουμε στον Θεό ούτε φέρνουμε παπάδες να μας ξομολογήσουν. Προτιμώ αντί να 'ξομολογηθώ να θυμηθώ κάτι όμορφο.
Ο Θάνατος χαμογέλασε πάλι κι ήταν σαν να του χαμογέλασε ένας σκύλος.
-Εντάξει είπε, τότε θυμήσου τα νιάτα σου,θυμήσου την Σοβιετική Ένωση του 1924. Θυμήσου την ΚΟΥΤΒ. Θυμήσου εκείνη την Ρωσσίδα σκύλα που σ'έριξε στο κρεββάτι της και σου άνοιξε τον μεγάλο δρόμο. Πάλι ο σκύλος χαμογέλασε μέσα στο σκοτάδι ...
"Ευτυχώς αυτά τα πράγματα μένουν στο σκοτάδι και το Κόμμα δεν τόμαθε ποτέ! Αλλιώς θα σ'είχε διαγράψει απ'τα είκοσι ένα σου χρόνια..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου