"Η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα με μια παρέα φίλους... Αυτοί ήταν μεγάλοι, τριανταπέντε, σαράντα χρονώ χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναργιλέ. ... Ήμουν δεκαεφτάδεκαοχτώ χρονώ... Τι με έκανε και ξαναπήγα; το ντερβισιλίκι μου. Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ αγαπάγανε, τους αγάπαγα. Είμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε σχέση μεαλανιάρηδες που κλέβανε και κάνανε διάφορες ατιμίες. Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα κι αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του και το πρωί πάλι δουλειά....
[...]
Εκείνο που κυνηγούσαν οι μάγκες ήταν καλό πράμα να έχουν να φουμάρουν και ησυχία απόλυτη από όλους, μα ιδιαίτερα από την αστυνομία. Να φουμάρουνε ναργιλέ γιαβάσικο, δηλαδή ήσυχα, ωραία, όμορφα, όχι άψε σβήσε. Στο βουνό, στις σπηλιές. Πηγαίνανε σε μια σπηλιά και καθόντουσαν εκεί και είχανε κρυμμένο αργιλέ και πηγαίναν οι μάγκες και φουμέρνανε. Δεν είχε τεκετζή εκεί. Ο καθένας έπαιρνε μαύρο και τουμπεκί καικαθότανε εκεί, φούμερνε τον ναργιλέ. Μερικές φορές φέρναν και νερό γιατί δεν είχε νερό στο βουνό. Νερό να μη πνιγεί και κανένας και για τον αργιλέ.
[...]
Εκείνο που κυνηγούσαν οι μάγκες ήταν καλό πράμα να έχουν να φουμάρουν και ησυχία απόλυτη από όλους, μα ιδιαίτερα από την αστυνομία. Να φουμάρουνε ναργιλέ γιαβάσικο, δηλαδή ήσυχα, ωραία, όμορφα, όχι άψε σβήσε. Στο βουνό, στις σπηλιές. Πηγαίνανε σε μια σπηλιά και καθόντουσαν εκεί και είχανε κρυμμένο αργιλέ και πηγαίναν οι μάγκες και φουμέρνανε. Δεν είχε τεκετζή εκεί. Ο καθένας έπαιρνε μαύρο και τουμπεκί καικαθότανε εκεί, φούμερνε τον ναργιλέ. Μερικές φορές φέρναν και νερό γιατί δεν είχε νερό στο βουνό. Νερό να μη πνιγεί και κανένας και για τον αργιλέ.
[...]
Τεκές πραγματικός και κανονικός ήταν του Γραβαρά στο Μενίδι, ο οποίος ήταν άμεμπτος τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί. Μέσα είχε το παν. Ότι θα ζητούσες θα το 'βρισκες. Μέσα είχε μια κάμαρα και φουμέρναμε και μετά βγαίναμε και καθόμαστε στη σάλα. Κατόπι απ το μαστούρωμα, το γλυκό ήταν ότι έπρεπε.Κανένα μπακλαβά, κανένα καταίφι, γλύκαινε ο στόμας σου.Όλοι αυτοί οι τεκετζήδες φουμέρνανε. Εκαθότανε κι έκανε δυό, τρεις, πέντε ναργιλέδες, μαστούρωνε κι αυτός.
[...]
[...]
Όλα αυτά που τα συζητάμε, από το τριάντα μέχρι το σαράντα. Και στην πείνα υπήρχανε. Στην κατοχή ευρισκότανε χασίσι και μάλιστα πιο αβέρτα πουλιότανε.
[...]
Τώρα φουμέρνουν τσιγαριλίκι, τσιγάρα, μα εμένα μ αρέσει ο ναργιλές. Το τουμπεκί και το χασίσι πέρναγε από νεράκι από το καλάμι, φιλτραριζότανε. Με το τσιγαριλίκι τι κάνεις? όλες οι βρώμες μέσα. Κακό πράμα. Εμείς οι χασικλήδες οι μάγκες δε φουμέρναμε τσιγαριλίκι. Δεν είναι καλό το τσιγαριλίκι για το λαιμό.
[...]
[...]
Τώρα φουμέρνουν τσιγαριλίκι, τσιγάρα, μα εμένα μ αρέσει ο ναργιλές. Το τουμπεκί και το χασίσι πέρναγε από νεράκι από το καλάμι, φιλτραριζότανε. Με το τσιγαριλίκι τι κάνεις? όλες οι βρώμες μέσα. Κακό πράμα. Εμείς οι χασικλήδες οι μάγκες δε φουμέρναμε τσιγαριλίκι. Δεν είναι καλό το τσιγαριλίκι για το λαιμό.
[...]
Οι μάγκες στον τεκέ θέλανε απόλυτη ησυχία να μαστουριάσουν να ονειρεύονται. Στον τεκέ θα μπεις μέσα θα κάτσεις ήσυχα και φρόνιμα αμίλητος, όχι και μουγγός, αλλά πάντως άκρα ησυχία.
Τουμπεκί είναι ένα φύλλο του καπνού το οποίο δεν το κόβουν όπως τον καπνό. Το αφήνουμε μεγάλο και αυτό το κόβουνε ψιλό ψιλό με το μαχαίρι. Αλλά, οι χασικλήδες το κόβουν. Όχι να είναι έτοιμο να πα να τ' αγοράσουν. Και μάλλον περσότερο δε φουμέρνανε τα τουμπεκιά, φουμέρνανε τα καήματα των τωντουμπεκιών, των ναργιλέδων εκείνων πίνανε που δεν είχανε χασίσι. Τα καήματα των γυάλινων ναργιλέδων που είχαν στα καφενεία.
Τα καήματα εκείνα τα μαζεύανε και τα λέγαμε εμείς οι χασικλήδες, τζούρες. Πάγαινε Μάρκο στο καφενείο του τάδε να πας να πάρεις τις τζούρες να τις πλύνουμε με φρέσκο νεράκι. Έπλενε αυτός τις τζουρίτσες τις καμμένες. Τις βάζαμε στα χέρια μας, τις στίβαμε, τις πατάγαμε με το παπούτσι, έφευγε το νερό και μετά με ένα λεπίδι πάνω σε ξύλο τις κόβαμε.
Η λέξη τζούρα πάντως σημαίνει και ρουφιξιά. Τον κράταγες εσύ τον αργιλέ και σου λεγα. Ρε Αποστόλη, φέρε να τραβήξω και γω μια τζούρα, δηλαδή ρουφηξιά.
[...]
Τα καήματα εκείνα τα μαζεύανε και τα λέγαμε εμείς οι χασικλήδες, τζούρες. Πάγαινε Μάρκο στο καφενείο του τάδε να πας να πάρεις τις τζούρες να τις πλύνουμε με φρέσκο νεράκι. Έπλενε αυτός τις τζουρίτσες τις καμμένες. Τις βάζαμε στα χέρια μας, τις στίβαμε, τις πατάγαμε με το παπούτσι, έφευγε το νερό και μετά με ένα λεπίδι πάνω σε ξύλο τις κόβαμε.
Η λέξη τζούρα πάντως σημαίνει και ρουφιξιά. Τον κράταγες εσύ τον αργιλέ και σου λεγα. Ρε Αποστόλη, φέρε να τραβήξω και γω μια τζούρα, δηλαδή ρουφηξιά.
[...]
Το χασίσι, αυτό που ήτανε σα μαστίχα ήταν το καλύτερο.Εκείνο που τρίβαμε ήταν άψητο. Μόλις το έψηνες γινόταν σα μαστίχα, χρώμα μαύρο καφέ. Καλό χασίσι. Καϊνάρι χασίσι. Εβάζαμε μέσα σε ένα λαδόχαρτο και το τυλίγαμε καλά στο λαδόχαρτο και μετά τυλίγαμε απ έξω άλλο χαρτάκι πιο πολύ. Κι αυτό το τριγυρίζαμε πάνω από το μαγκάλι, τη φωτιά, το κάναμε έτσι μέχρι νακαταλάβουμε ότι είχε ζεσταθεί κι είχε σφίξει. Κι όταν λοιπόν το αφήναμε λίγο καιρό εκει πέρα να ψηθεί ας πούμε μετά το πατάγαμε. Το βάζαμε έτσι πακεταρισμένο πως ήτανε κάτω στη γης και το πατάγαμε πολύ δυνατά. Και μόλις κρύωνε ήταν δεμένο, ψημένο. Κι ύστερα εκόβαμε δοντιές απ αυτό, με τα δόντια και το βάζαμε στο λουλά.
[...]
Το καλύτερο πράμα ήτανε από την Προύσα της Τουρκίας. Αλλά είχαμε κι εδώ στην Ελλάδα ένα μέρος που έβγαζε καλό, στην Ιτέα. Είχαμε και βουργάρικο το οποίο δεν ήταν τίποτες. Είχαμε κι αιγυπτιακό τα οποία δεν ήταν όπως το τούρκικο και της Προύσας. Και της Καλαμάτας να πούμε. Της Καλαμάτας ήταν πολύ πράμα, μπόλικο, αλλα όχι και να φτάσει της Προύσας ή της Ιτιάς στην ποιότητα.
[...]
[...]
Το καλύτερο πράμα ήτανε από την Προύσα της Τουρκίας. Αλλά είχαμε κι εδώ στην Ελλάδα ένα μέρος που έβγαζε καλό, στην Ιτέα. Είχαμε και βουργάρικο το οποίο δεν ήταν τίποτες. Είχαμε κι αιγυπτιακό τα οποία δεν ήταν όπως το τούρκικο και της Προύσας. Και της Καλαμάτας να πούμε. Της Καλαμάτας ήταν πολύ πράμα, μπόλικο, αλλα όχι και να φτάσει της Προύσας ή της Ιτιάς στην ποιότητα.
[...]
Αφού φουμέρναμε δεν κάναμε τίποτε. Καθόμασταν μαστούρια σε ένα μέρος. Κοιτάζαμε, ρεμβάζαμε. Μας άρεσε να βλέπουμε, μας άρεσε ν ακούμε. Έτσι λέγανε: να βάλω αυτί ν ακούσω. Τίποτες παραπάνω.
[...]
Εγώ έπαιζα μπουζουκάκι μες στα μαστούρια που τανε όλοι μαστουρωμένοι και δεν έβγαζε κανένας μιλιά παρά μόνο ακούγανε το όργανο, το μπουζούκι. Και τους άρεζε. Και για μένα που 'παιζα ο κόσμος όλος ήταν δικός μου. Δε με ένοιαζε για τίποτες, για τίποτες."
Μάρκος Βαμβακάρης- Αυτοβιογραφία - Εκδ. Παπαζήση, 1978
[...]
Εγώ έπαιζα μπουζουκάκι μες στα μαστούρια που τανε όλοι μαστουρωμένοι και δεν έβγαζε κανένας μιλιά παρά μόνο ακούγανε το όργανο, το μπουζούκι. Και τους άρεζε. Και για μένα που 'παιζα ο κόσμος όλος ήταν δικός μου. Δε με ένοιαζε για τίποτες, για τίποτες."
Μάρκος Βαμβακάρης- Αυτοβιογραφία - Εκδ. Παπαζήση, 1978
Απο locandiera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου