MIZA: Κυριολεκτικά η μίζα είναι το εξάρτημα εκείνο του αυτοκινήτου με το οποίο επιτυγχάνεται η ανάφλεξη. Μεταφορικά (αλλά στην ουσία κυριολεκτικά στην Ελλάδα) μίζα είναι αυτό που παίρνει κάποιος προκειμένου να προχωρήσει μία μπίζνα προς όφελος αυτού που του έδωσε τη μίζα.
Η μίζα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές αλλά η πλέον δημοφιλής είναι προφανώς το μαύρο χρήμα, το μάμαλο, τα μπικικίνια, ο μπαμπακόσπορος, τα γκαφρά, στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2002 και μετά, τα γιούρια.
Ο παίρνων τη μίζα λέγεται μιζαδόρος, Ταπαίρνογλου ή λαμόγιο. Ο δίνων τη μίζα λέγεται επιχειρηματίας ή απλά γνωρίζων-το-πώς-κινείται-η-ελληνική-οικονομία. Εναλλακτικά λέγεται και αρπαχτή.
Το παρακάτω αποτελεί μία προσπάθεια διευκόλυνσης των συμπατριωτών μας στην συνεχή και ακατάπαυστη ενασχόλησή τους με το εθνικό μας σπορ και -όχι- δεν εννοώ τη μαλακία. Αυτή έχει περάσει στη δεύτερη θέση (την κρίση μου μέσα) και στην πρώτη είναι βέβαια η μίζα, η επονομαζόμενη προσφάτως και Miesens.
Το λεξικό που ακολουθεί είναι μία προφανώς μη εξαντλητική λίστα σχετικών με τη μίζα όρων. Ο λόγος που η λίστα δεν είναι πλήρης είναι διότι τίποτε στη ζωή αυτή δεν είναι τζαμπαντάν. Αν βγάλω κι εγώ κάτι για τον κόπο μου, ίσως, λέω ΙΣΩΣ, μπορέσω να βρω και τα υπόλοιπα λήμματα - για τους ορισμούς δεν μπορώ να υποσχεθώ;)
* Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens. (Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο)
* Μιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του.
(Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος).
* Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν.
(Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής).
* Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. (Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιοτηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν
αργότερα).
* Μιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης.
(Είδες την μιζονέτα του Άκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.)
* Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι...)
* Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα,μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Γαμώ την ατυχία μου... Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο; )
Η μίζα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές αλλά η πλέον δημοφιλής είναι προφανώς το μαύρο χρήμα, το μάμαλο, τα μπικικίνια, ο μπαμπακόσπορος, τα γκαφρά, στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2002 και μετά, τα γιούρια.
Ο παίρνων τη μίζα λέγεται μιζαδόρος, Ταπαίρνογλου ή λαμόγιο. Ο δίνων τη μίζα λέγεται επιχειρηματίας ή απλά γνωρίζων-το-πώς-κινείται-η-ελληνική-οικονομία. Εναλλακτικά λέγεται και αρπαχτή.
Το παρακάτω αποτελεί μία προσπάθεια διευκόλυνσης των συμπατριωτών μας στην συνεχή και ακατάπαυστη ενασχόλησή τους με το εθνικό μας σπορ και -όχι- δεν εννοώ τη μαλακία. Αυτή έχει περάσει στη δεύτερη θέση (την κρίση μου μέσα) και στην πρώτη είναι βέβαια η μίζα, η επονομαζόμενη προσφάτως και Miesens.
Το λεξικό που ακολουθεί είναι μία προφανώς μη εξαντλητική λίστα σχετικών με τη μίζα όρων. Ο λόγος που η λίστα δεν είναι πλήρης είναι διότι τίποτε στη ζωή αυτή δεν είναι τζαμπαντάν. Αν βγάλω κι εγώ κάτι για τον κόπο μου, ίσως, λέω ΙΣΩΣ, μπορέσω να βρω και τα υπόλοιπα λήμματα - για τους ορισμούς δεν μπορώ να υποσχεθώ;)
* Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens. (Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο)
* Μιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του.
(Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος).
* Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν.
(Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής).
* Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. (Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιοτηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν
αργότερα).
* Μιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης.
(Είδες την μιζονέτα του Άκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.)
* Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι...)
* Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα,μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Γαμώ την ατυχία μου... Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο; )
* Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. (Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει
φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.)
* Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. (Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους... χορηγούς.)
* Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα "απομυζώ" που σημαίνει "αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα" μετατρέπεται σε "απομιζώ" όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. (Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του)
* Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
* Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
* Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να
χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
* Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση <<εκκρεμών υποθέσεων>>.
* Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
* Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
* Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
* Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
* Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
* Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
* Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
* Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
* Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των <<σινικών τοίχων>>
* Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
* Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.
* Μιζά: εξαθλιωμένα τετράποδα που τρώνε μιζόχορτο υπο την αιγίδα μιζοβοσκού.
* Μιζά κι ανέσωτα: μεγάλα έργα που δεν τελείωσαν ποτέ για ευνόητους λόγους.
* Μιζότο: παραδοσιακό πιάτο του Εργολαβιστάν
* Μίζερος: πολυσήμαντο
* Μιζόλα: μίζα + όλα.μεγάλη μίζα. βλ και παρταόλα
* Κομίζω: φέρω προσφορά μίζας
* Μιζά: εξαθλιωμένα τετράποδα που τρώνε μιζόχορτο υπο την αιγίδα μιζοβοσκού.
* Μιζά κι ανέσωτα: μεγάλα έργα που δεν τελείωσαν ποτέ για ευνόητους λόγους.
* Μιζότο: παραδοσιακό πιάτο του Εργολαβιστάν
* Μίζερος: πολυσήμαντο
* Μιζόλα: μίζα + όλα.μεγάλη μίζα. βλ και παρταόλα
* Κομίζω: φέρω προσφορά μίζας
Το δικαίωμα στην μίζα είναι ιερό!
Και μίζων μίζων
τα μιζαδάκια
μζονέτες έφκιανα
μιζονετάκια
και πότε πότε και μιζεκλίκια
αφού δεν άκουα πια μπινελίκια
και μίζων μίζων
μιζολαβούσα
και σικ μιζάνοιχτος
απομιζούσα
και πότε πότε και μιζεκλίκια
αφού δεν άκουα πια μπινελίκια
και μίζων μίζων
σαν τον Τσουκάτο
μιζοτιμής σαν τον Κυριάκο
το μιζανπλί σου το φερα
πάρτο κι είν και μιζάτο
και πότε πότε και μιζεκλίκια
αφού δεν άκουα πια μπινελίκια
Μιζώπα, ζώπα, ζώπα...αδέρφια
ΜΗ ΜΟΥ ΤΙΣ ΜΙΖΕΣ ΤΑΡΑΤΕ !!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου