O Μισέλ Αλιετά, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris-X-Nanterre και επιστημονικός σύμβουλος στο Κέντρο Ερευνών για τη διεθνή οικονομία CEPII και στην Groupama-AM, σχολιάζει τις προκλήσεις της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της 30ης Ιανουαρίου. Συγγραφέας του βιβλίου Zone euro: éclatement ou fédération [Ευρωζώνη: έκρηξη ή ομοσπονδία] (εκδόσεις Michalon, 188 σελίδες, 15 ευρώ) καταπιάνεται με τα δεινά της ευρωζώνης.
O Αλιετά είναι ο ιδρυτής της ονομαζόμενης « γαλλικής σχολής της ρύθμισης » (école de la régulation) και ένας από τους πιο γνωστούς οικονομολόγους της χώρας, νέο-κενσυανής και σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης.
Τι προσδοκάτε από τη Σύνοδο Κορυφής της 30ης Ιανουαρίου;
Υποτίθεται ότι θα ασχοληθεί με την ανάπτυξη. Αυτό είναι κάτι καλό, εφόσον δεν έγινε λόγος γι' αυτήν στις δέκα προηγούμενες Συνόδους! Δυστυχώς, δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά. Θα ακούσουμε την Άνγκελα Μέρκελ να παροτρύνει: «Κάντε ό,τι κάνουμε κι εμείς !» Η ανταγωνιστικότητα τιμών, όμως, που επιθυμεί το Βερολίνο είναι κάτι σχετικό. Εφόσον αντιμετωπίζεται αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα των μισθών, και με δεδομένη την σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, η αναζήτηση της ανταγωνιστικότητας μετατρέπεται σε πάλη όλων εναντίον όλων και καταλήγει στον αποπληθωρισμό (μείωση τιμών και μισθών).
Δε συμμερίζεστε, λοιπόν, τη γενικότερη αισιοδοξία…Όχι, το σχέδιο της 9ης Δεκεμβρίου εξακολουθεί να είναι ανεπαρκές και οι χώρες της ευρωζώνης κάνουν πάντα το λάθος να εστιάζουν αποκλειστικά στα προβλήματα δημοσίου χρέους. Ο πρώτος χρυσός κανόνας είναι να μην προσπαθήσουν να μειώσουν βιαστικά το δημόσιο χρέος τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι σε θέση να στηρίξει την οικονομία. Μετά το 1945, χρειάστηκαν 20 με 25 χρόνια διαρκούς ανάπτυξης προκειμένου να απορροφηθεί το επιπρόσθετο χρέος που οφειλόταν στον πόλεμο!
Είκοσι χρόνια, είναι πολύ…
Βραχυπρόθεσμα, πρέπει να δράσουμε, γιατί το κόστος του δημοσίου χρέους μπορεί να μεγιστοποιηθεί λόγω του πανικού στις αγορές. Μόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μπορεί να αναλάβει αυτήν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αγοράζοντας τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους προκειμένου τα επιτόκιά τους να παραμείνουν σε επίπεδα που καθιστούν εφικτή την πολιτική των δημοσιονομικών περιορισμών.
Η ΕΚΤ κάνει ήδη αρκετά…
Δρα έμμεσα, ανακουφίζοντας τις τράπεζες που μπόρεσαν να αγοράσουν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους. Για το λόγο αυτό τα επιτόκια δεν ανέβηκαν μετά την υποβάθμιση των εννέα χωρών από τον οίκο Standard & Poor's. Αλλά το πρόβλημα μπορεί να προκύψει εκ νέου, πιο δραματικά, την άνοιξη, εφόσον η Ελλάδα οδηγηθεί σε άτακτη χρεοκοπία με την έξοδο από την ευρωζώνη.
Εφαρμόζουν σωστή πολιτική στην Ελλάδα;
Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει με την παρούσα πολιτική που έγκειται στην προσθήκη νέων στρωμάτων χρέους μέχρι τη στιγμή που η καθίζηση - και όχι η απλή οικονομική ύφεση- που πλήττει τη χώρα, να καταστρέψει τις προσπάθειες μείωσης του ελλείμματος. Για να ανταπεξέλθει η χώρα, θα χρειαστεί να παραγραφεί το 70% του χρέους της και να προβεί σε ενέσεις κεφαλαίου προκειμένου να αναδιοργανωθεί η γεωργία, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να αναπτυχθεί ο τουρισμός.
Η Ελλάδα πρέπει να βγει από το ευρώ;
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα μάλλον έχει συμφέρον να παίξει αυτό το παράτολμο στοίχημα. Μία τέτοια έξοδος θα είχε τρομερό κόστος, θα επέφερε τεράστιες απώλειες πλούτου λόγω της υποτίμησης και θα οδηγούσε το λαό σε μεγαλύτερη φτώχεια. Η επαναφορά , όμως, ενός εθνικού νομίσματος και μια βαθιά υποτίμηση θα έδιναν ώθηση για ανάπτυξη; Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Αργεντινής. Το κρίσιμο πρόβλημα για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης σε αυτό το σενάριο, είναι ο αντίκτυπος από τον πανικό των αγορών. Μόνο ένας παράγοντας μπορεί να το αποτρέψει: η Κεντρική Τράπεζα.
Η δράση της ΕΚΤ αποτελεί «το» αντίδοτο σε αυτήν την κρίση;
Είναι η πρώτη πράξη . Αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε εδώ. Διότι το πρόβλημα δε συνδέεται μόνο με την απόκλιση του δημοσίου χρέους, αλλά και με τις ανισορροπίες των ισοζυγίων πληρωμών, που δημιουργούνται από το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την εφαρμογή μίας πραγματικής δημοσιονομικής σύζευξης. Αυτό συνεπάγεται μια συνεργατική διαδικασία που θα εξασφαλίσει την αλληλεπίδραση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Επίσης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δεχτούν πολυετείς δεσμεύσεις.
Τι θέλετε να πείτε;
Τα κράτη πρέπει να δεσμευτούν μεσοπρόθεσμα, για ένα διάστημα πέντε ετών, λαμβάνοντας υπόψη τις προοπτικές ανάπτυξης χωρίς να περιοριστούν σε ένα καλούπι προκαθορισμένων κανόνων. Πρέπει να αποδεχτούν τα ελλείμματα, όταν η οικονομία επιβραδύνεται και να καταγράφουν τα πλεονάσματα σε περιόδους ευημερίας. Πρέπει να διαχωρίσουν τις λειτουργικές δαπάνες από τις επενδύσεις, που αποτελούν τη βάση της αειφόρου ανάπτυξης και δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε ισοσκελισμένο προυπολογισμό
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το «χρυσό κανόνα» που επιθυμεί η Γερμανία…
Ο γερμανικός νεοφιλελευθερισμός προϋποθέτει την ένταξη σε ένα προκαθορισμένο καλούπι. Τώρα ζούμε σε ένα αβέβαιο περιβάλλον. Κάθε άκαμπτος κανόνας είναι αναποτελεσματικός. Η Γερμανία πρέπει να εγκαταλείψει το νεομερκαντιλισμό και να αναλάβει την ηγεσία της ευρωζώνης λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των εταίρων της. Μέχρι στιγμής, οι εξαγωγές αποτελούν τη βάση του οικονομικού της μοντέλου που βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα. Αυτή η λογική συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην αποβιομηχανοποίηση της Νότιας Ευρώπης. Αυτές οι ανισορροπίες αποτελούν πλέον πρόβλημα!
Πώς θα αποκατασταθεί το πρόβλημα;
Με δύο τρόπους . Με μια ένωση δια μέσου μεταφοράς κεφαλαίου με τον τρόπο που η Βόρεια Ιταλία χρηματοδοτεί τη Νότια Ιταλία. Και με την επανεκβιομηχάνιση των χωρών που έχασαν τη βιομηχανική τους υπόσταση , προωθώντας ένα βιομηχανικό μοντέλο του οποίου η υλοποίηση θα έχει χαρακτήρα εδαφικό και θα σχετίζεται με το περιβάλλον. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για τη μεγαλύτερη πρόκληση του εικοστού πρώτου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου