Ξύπνησα με ήλιο λαμπρό να γεμίζει το δωμάτιο κι άκουσα έξω τραγούδια και φωνές χαρμόσυνες και καμπάνες να χτυπούν.
Βγήκα έτσι ξεχτένιστη, ξυπόλητη στο δρόμο και είδα κόσμο πολύ αγκαλιασμένο να τραγουδά και να...
χορεύει και να λέει ο ένας στον άλλον: Μνήσθητι μου Κύριε, τους διώξαμε.
Κατηφόρησα σα σκιά ανάμεσα στο πλήθος που εκράταγε σημαίες και ανέμιζε στον αγέρα. Ήταν σημαίες ελληνικές λέει αλλά δεν μοιάζανε.
Άλλες ήσαν κόκκινες, άλλες πολύχρωμες, άλλες γαλάζιες, πράσινες, άλλες με σταυρό στη μέση άλλες με σφυριά, δρεπάνια και Άλφα ή άλλα γράμματα της αλφαβήτου παράξενα αλλά αναγνωρίσιμα ανεξηγήτως.
Δεν είχανε κοντάρια οι σημαίες, χέρια τις ανεμίζανε, σκέπαζαν τα πλήθη προστατευτικά σαν τις φτερούγες ενός τεράστιου αετού και ριπίζονταν στο αεράκι που φυσούσε.
Είδα ανθρώπους παράταιρους στα πλήθη. Σαν σκιές απ΄τα παλιά, σαν ομίχλες.
Μου εφάνη ότι είδα οπλαρχηγούς με λερωμένα τσόλια και φουστανέλλες, καραισκάκηδες κι αντρούτσους, είδα και τον Δημήτρη Υψηλάντη συγκινημένο να σφίγγει το χέρι του Σαράφη.
Είδα και φουρνιές αποστεωμένων εξόριστων μ' ένα χαμόγελο τόσο μεγάλο που κάλυπτε με φώς το πρόσωπο τους και τους στρατιώτες που επαναστάτησαν στη Μέση Ανατολή είδα νομίζω, σε μια μεριά μου φάνηκε στεκόταν ο Μαρδοχαίος Φριζής κρατώντας το σπαθί του.
-Τι έγινε; ρώτησα
Μια κοπελιά με τη στολή του Δημοκρατικού Στρατού μου είπε γελώντας, τους διώξαμε, πάνε πιά, η χώρα μας πάλι δικιά μας είναι.
Πιο κάτω στέκονταν οι Εβραίοι της Σαλονίκης κι ο Μπεναρόγιας, κάτι μπαρουτοκαπνισμένοι παπάδες ανάκατοι παπαφλέσσηδες και παπα - ανυπόμονοι χτυπούσαν τις καμπάνες.
Και προχωρούσα ξυπόλητη κι αισθανόμουνα να πατώ σ ένα χωράφι παπαρούνες βελούδινες με μαύρο μίσχο.
-Πού είναι; ρώτησα
Τους πιάσαμε μου 'πε ένα παλικαράκι που φερνε του Διομήδη Κομνηνού τους έχουμε να τους δικάσει ο Τερτσέτης να δώσουν λόγο για τα Εγκλήματα που κάμανε.
-Και τώρα τι κάνουμε; ξαναρώτησα αλλά είχε φύγει το παλικάρι και μια κοπελιά σαν τα κρύα τα νερά που μοιαζε της Ηλέκτρας Αποστόλου μου είπε:
-Εθνοσυνελεύσεις κάνουμε σε κάθε τόπο να βγάλουμε αντιπροσώπους για τη Συντακτική Συνέλευση που θα αποφασίσει για το καλό της πατρίδας, όλοι μαζί θ΄αποφασίσουμε για το καλό της πατρίδας, όχι αυτό που θέλουνε οι ξένοι αυτό που θέλει ο λαός.
- Κι οι δανειστές μας; ρώτησα αλλά το κορίτσι είχε φύγει μα μου απάντησε ο Μαριγκλέν ο αλβανός κι ο χασάν ο αιγύπτιος:
- Να περιμένουνε οι δανειστές κι οι ξένοι, θα βάλουμε ξένους λογιστάδες να μετρήσουνε τι τους χρωστάμε και αν. Κι άμα έχουμε σιγά –σιγά θα τους τα δώσουμε αλλιώς ας πάν καλλιά τους.
Σαν να πήρε το μάτι μου μακρυά τον Βελενστιλή να τραγουδά για τα Βαλκάνια και τον Λαμπράκη σαν να είδα να τραγουδά για την ειρήνη των λαών.
Σαν να ξεχώρισα και τον πατέρα μου νέο , όπως στέκει σε μια φωτογραφία περήφανος απ΄το αλβανικό μέτωπο, δίπλα του ο Ελύτης να τραγουδά για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας ενώ ο Σικελιανός απαγγέλλει Ηχήστε Οι Σάλπιγγες.
-Και με τι θα ζούμε χωρίς τους Ξένους; ψέλλισα.
-Κατάσχαμε τις περιουσίες των πλουσίων, αυτών που κλέψανε και μαγαρίσανε τον πλούτο της Ελλάδας μου απάντησε ένας όμορφος νέος άντρας που κράταγε δίπλα στ΄αυτί του ένα γαρύφαλλο , μ αυτά θα ζήσουμε και θα δουλέψουμε σκληρά για να πλουτίσει ο λαός κι ο τόπος κι όχι τα όρνια και τα κοράκια.
Και νόμισμα δεν θα΄χουμε μήτε δραχμή μήτε ευρώ αλλά το γεράκι , το περήφανο, ανυπόταχτο πουλί της Ελλάδας.
Έκλαιγα, δάκρυα τρέχανε στα μάτια μου, τα πόδια μου πατούσαν τώρα πλάκες πεζοδρομίου, δίπλα μου άστεγοι, άρρωστοι, δυστυχισμένοι ,νέοι, γέροι, νεκροί και ζωντανοί, ήρωες και καθημερινοί όλοι μ΄ένα χαμόγελο, με μια γροθιά και μια φωνή ΕΜΠΡΟΣ και Ω Γλυκύ μου Έαρ.
Εκεί, ξύπνησα, πραγματικά... Λουσμένη στα δάκρυα.
Ο ήλιος λαμπρός έμπαινε στο δωμάτιο αλλά έξω ησυχία.
Κάτι πουλιά μόνο άκουγα να κελαηδάνε.
Όνειρο ήταν, σκέφτηκα...
Όνειρο Παρασκευής.
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου να μου λέει:
«μην νοιάζεσαι κόρη μου, τ΄όνειρο της Παρασκευής κρατεί ως το μεσημέρι»
Της Σοφίας Λαμπίκη
Βγήκα έτσι ξεχτένιστη, ξυπόλητη στο δρόμο και είδα κόσμο πολύ αγκαλιασμένο να τραγουδά και να...
χορεύει και να λέει ο ένας στον άλλον: Μνήσθητι μου Κύριε, τους διώξαμε.
Κατηφόρησα σα σκιά ανάμεσα στο πλήθος που εκράταγε σημαίες και ανέμιζε στον αγέρα. Ήταν σημαίες ελληνικές λέει αλλά δεν μοιάζανε.
Άλλες ήσαν κόκκινες, άλλες πολύχρωμες, άλλες γαλάζιες, πράσινες, άλλες με σταυρό στη μέση άλλες με σφυριά, δρεπάνια και Άλφα ή άλλα γράμματα της αλφαβήτου παράξενα αλλά αναγνωρίσιμα ανεξηγήτως.
Δεν είχανε κοντάρια οι σημαίες, χέρια τις ανεμίζανε, σκέπαζαν τα πλήθη προστατευτικά σαν τις φτερούγες ενός τεράστιου αετού και ριπίζονταν στο αεράκι που φυσούσε.
Είδα ανθρώπους παράταιρους στα πλήθη. Σαν σκιές απ΄τα παλιά, σαν ομίχλες.
Μου εφάνη ότι είδα οπλαρχηγούς με λερωμένα τσόλια και φουστανέλλες, καραισκάκηδες κι αντρούτσους, είδα και τον Δημήτρη Υψηλάντη συγκινημένο να σφίγγει το χέρι του Σαράφη.
Είδα και φουρνιές αποστεωμένων εξόριστων μ' ένα χαμόγελο τόσο μεγάλο που κάλυπτε με φώς το πρόσωπο τους και τους στρατιώτες που επαναστάτησαν στη Μέση Ανατολή είδα νομίζω, σε μια μεριά μου φάνηκε στεκόταν ο Μαρδοχαίος Φριζής κρατώντας το σπαθί του.
-Τι έγινε; ρώτησα
Μια κοπελιά με τη στολή του Δημοκρατικού Στρατού μου είπε γελώντας, τους διώξαμε, πάνε πιά, η χώρα μας πάλι δικιά μας είναι.
Πιο κάτω στέκονταν οι Εβραίοι της Σαλονίκης κι ο Μπεναρόγιας, κάτι μπαρουτοκαπνισμένοι παπάδες ανάκατοι παπαφλέσσηδες και παπα - ανυπόμονοι χτυπούσαν τις καμπάνες.
Και προχωρούσα ξυπόλητη κι αισθανόμουνα να πατώ σ ένα χωράφι παπαρούνες βελούδινες με μαύρο μίσχο.
-Πού είναι; ρώτησα
Τους πιάσαμε μου 'πε ένα παλικαράκι που φερνε του Διομήδη Κομνηνού τους έχουμε να τους δικάσει ο Τερτσέτης να δώσουν λόγο για τα Εγκλήματα που κάμανε.
-Και τώρα τι κάνουμε; ξαναρώτησα αλλά είχε φύγει το παλικάρι και μια κοπελιά σαν τα κρύα τα νερά που μοιαζε της Ηλέκτρας Αποστόλου μου είπε:
-Εθνοσυνελεύσεις κάνουμε σε κάθε τόπο να βγάλουμε αντιπροσώπους για τη Συντακτική Συνέλευση που θα αποφασίσει για το καλό της πατρίδας, όλοι μαζί θ΄αποφασίσουμε για το καλό της πατρίδας, όχι αυτό που θέλουνε οι ξένοι αυτό που θέλει ο λαός.
- Κι οι δανειστές μας; ρώτησα αλλά το κορίτσι είχε φύγει μα μου απάντησε ο Μαριγκλέν ο αλβανός κι ο χασάν ο αιγύπτιος:
- Να περιμένουνε οι δανειστές κι οι ξένοι, θα βάλουμε ξένους λογιστάδες να μετρήσουνε τι τους χρωστάμε και αν. Κι άμα έχουμε σιγά –σιγά θα τους τα δώσουμε αλλιώς ας πάν καλλιά τους.
Σαν να πήρε το μάτι μου μακρυά τον Βελενστιλή να τραγουδά για τα Βαλκάνια και τον Λαμπράκη σαν να είδα να τραγουδά για την ειρήνη των λαών.
Σαν να ξεχώρισα και τον πατέρα μου νέο , όπως στέκει σε μια φωτογραφία περήφανος απ΄το αλβανικό μέτωπο, δίπλα του ο Ελύτης να τραγουδά για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας ενώ ο Σικελιανός απαγγέλλει Ηχήστε Οι Σάλπιγγες.
-Και με τι θα ζούμε χωρίς τους Ξένους; ψέλλισα.
-Κατάσχαμε τις περιουσίες των πλουσίων, αυτών που κλέψανε και μαγαρίσανε τον πλούτο της Ελλάδας μου απάντησε ένας όμορφος νέος άντρας που κράταγε δίπλα στ΄αυτί του ένα γαρύφαλλο , μ αυτά θα ζήσουμε και θα δουλέψουμε σκληρά για να πλουτίσει ο λαός κι ο τόπος κι όχι τα όρνια και τα κοράκια.
Και νόμισμα δεν θα΄χουμε μήτε δραχμή μήτε ευρώ αλλά το γεράκι , το περήφανο, ανυπόταχτο πουλί της Ελλάδας.
Έκλαιγα, δάκρυα τρέχανε στα μάτια μου, τα πόδια μου πατούσαν τώρα πλάκες πεζοδρομίου, δίπλα μου άστεγοι, άρρωστοι, δυστυχισμένοι ,νέοι, γέροι, νεκροί και ζωντανοί, ήρωες και καθημερινοί όλοι μ΄ένα χαμόγελο, με μια γροθιά και μια φωνή ΕΜΠΡΟΣ και Ω Γλυκύ μου Έαρ.
Εκεί, ξύπνησα, πραγματικά... Λουσμένη στα δάκρυα.
Ο ήλιος λαμπρός έμπαινε στο δωμάτιο αλλά έξω ησυχία.
Κάτι πουλιά μόνο άκουγα να κελαηδάνε.
Όνειρο ήταν, σκέφτηκα...
Όνειρο Παρασκευής.
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου να μου λέει:
«μην νοιάζεσαι κόρη μου, τ΄όνειρο της Παρασκευής κρατεί ως το μεσημέρι»
Της Σοφίας Λαμπίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου