Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Αυτό τόχω ξαναζήσει... - Καραισκάκης

22 τ'Απρίλη 1827



16.00 μμ.


Τόδα τ'όνειρο το ζωντανό:


Ήταν λέει ο αρχηγός καβάλα στ'άλογό του! Λευκό σαν το σύννεφο, θολό σαν τον άνεμο!
Χτύπαγε ο αρχηγός τα καπούλια του να προχωρήσει μα κείνο δεν σάλευε μονάχα φυσομανούσε και αρνιόταν!
Ξαναχτυπά ο αρχηγός και δίνει εντολή να προχωρήσει μπρος, μα τίποτα εκείνο!
Βγάζει τότε τεράστια φτερά απο την κοιλιά του και δίνει μια και χάθηκε στον ορίζοντα με τον καβαλάρη του επάνω...
Δεν είχαν περάσει τρία λεπτά που ήρθε τ'όνειρο να μου μηνύσει να προσέχω τον αρχηγό, όταν ακούστηκαν απο το Βοιδολίβαδο οι ντουφεκιές!


Μεμιάς πετάγεται απο την σκηνή του όπως ήταν, δίχως άρματα.


-Τι τρέχει ωρέ; ρωτάει


-Χτυπιούνται στο Βοιδολίβαδο αρχηγέ!


-Φέρε τ'άλογο! προστάζει τον πιστό του αράπη σείζη


Κάνει ν'ανέβει στ'άλογο και τότες βλέπει πως δεν έχει κανένα άρμα πάνω του.


Δίπλα του στεκόταν ο Γιαννάκης Λογοθέτης.


Αρπάζει απο την μέση το γιαταγάνι του, πηδάει στη σέλα, κεντρίζει το άτι και χάνεται καλπάζοντας προς την δόξα και τον θάνατο. Τον ακολούθησα...
-----
Τι είχε τρέξει; Πώς άρχισε τούτος ο ακαρτέρευτος πόλεμος που στοίχισε στην Επαναστατημένη Ελλάδα τον Καραισκάκη;


Eκεί που βρίσκεται το παλιό θέατρο του Νέου Φαλήρου, είχαν τα ταμπούρια τους οι νησιώτες μ'αρχηγό τον ανηψιό του Κόχραν συνταγματάρχη Urqukart.


Δίπλα τους στέκονταν οι Κρητικοί με τον Καλλέργη, που στρατολογήθηκαν με χρήματα του Κόχραν και είχαν μόλις φτάσει την προηγούμενη μέρα.


Αμα κάθησαν να φάνε ψωμί το μεσημέρι, τους μοίρασαν" γαλαντόμικα" μπόλικο κρασί, πεσκέσι απο τον ναύαρχο. Τόπιαν στην υγειά του κι'ήρθαν στο κέφι.


Βγήκαν τότε στο μειντάνι και προχώρησαν κατά τ'αντικρινό τούρκικο ταμπούρι, όπου ήταν ένα κονάκι με ντουβάρι γύρω.


Το φύλαγε ο Γκέντζιαγας με πεντακόσιους νοματαίους.


Μεθυσμένοι οι δικοί μας καθώς ήταν άρχισαν να ντουφεκάνε, να βρίζουν τους οχτρούς και να τους ερεθίζουν.


Κανείς απο τους Άγγλους αξιωματικούς δεν έτρεξαν να τους γυρίσουν πίσω αφού ήξεραν πως το βράδυ θα γίνονταν το κίνημα και είχαν πάρει διαταγή να μη μαρμάξει κανένας.


Οι Τούρκοι δέχτηκαν την πρόσκληση κι αδειάζουνε την μια μπαταριά πίσω απο την άλλη.


Ο Νικηταράς, που το πόστο του ήταν λίγο παρακεί, κατά τον ανήφορο της Καστέλλας, βλέποντας σε ποιο κίντυνο έπεσαν οι δικοί μας, ανεμίζει το μπαιράκι του και κατεβαίνει με τον νταιφά του.


Το ίδιο έκαναν κι'άλλοι καπεταναίοι.


Κορώνει ο πόλεμος και βροντάνε τα κανόνια !


Μπροστά στην ορμή των Ελλήνων οι Τούρκοι πισωδρομάνε και κλείνονται πάλι στα ταμπούρια τους.


Χυμάει ο Νικηταράς να πάρει με ρεσάλτο ένα απ'αυτά, μα πληγώνεται στο σαγόνι.


Γύρω του σκοτώνονται και λαβώνονται κάμποσοι μπουλουξήδες και παλληκάρια.


Φτάνει κι'άλλο μιντάτι στους Τούρκους κι'οι οχτροί κάνουνε κόντρα γιουρούσι.


Τώρα πισωδρομούνε οι Έλληνες. Μα να μια κραυγή αντηχάει απο παντού:


-Eφτασε ο αρχηγός!


Σαν είδε ο Καραισκάκης τους δικούς μας να φεύγουν, θέλοντας να γκαρδιώσει τ'ασκέρι δείνοντας το παράδειγμα χύνεται πρώτος μπροστά.

Πληγώνεται τ' άλογό του.Ξεπεζεύει κι'αρπάζει το πρώτο άλογο που βρέθηκε σιμά του και το καβαλικεύει. Μα κείνο τζαναμπέτικο, αρνείται και τσινάει!


Νάτο! Αυτό τόχω ξαναζήσει στο όνειρο εφώναξα και σίμωσα κοντά του!


Αρπάζω το χαλινάρι και του φωνάζω:


-Kατέβα κάτω, καπετάνιε!


-Τι λες, ωρέ Γιαννούση! μου απαντά. Άφησε τ'άλογο να πάει ομπρός!


-Κατέβα κάτω, σου λέω! επιμένω


-Ωρέ, άφησε τ'άλογο...μου αντιμιλά!


-Κατέβα ή το σφάζω! του φωνάζω αγγίζοντας με την μύτη απ'το γιαταγάνι μου, την κοιλιά του ζώου.


Με κοιτά βαθειά στα μάτια κι'αναρωτιέται...ξέρει πως είμαι ικανός να το κάνω και πείθεται στους λόγους μου. Ξεπεζεύει και ησυχάζω!


Μα ώσπου να γυρίσω τα μάτια μου, φτάνει η καβαλαρία μας με τον Χατζημιχάλη και περιτριγυρίζει τον αρχηγό.


Βρίσκει την ευκαιρία τότε εκείνος και πηδάει πάνω σ'ένα άλογο, ορμάει με την καβαλαρία και παίρνει σβάρνα τους Τούρκους.


Αναγκάζει την πεζούρα τους να κλειστεί πάλι στα ταμπούρια και κυνηγάει πέρα απ'αυτά τους ντελήδες.


Ο αρχηγός βρισκόταν στο κέντρο της καβαλαρίας μας, περιτριγυρισμένος ολούθε απο δικούς μας.


Μα ένα...ένα βόλι ήρθε απο τα πλάγια κι'ομπρός, απο τ'αριστερά προς τα δεξιά κι'απο πάνω προς τα κάτω και τον χτυπά στον βουβώνα. Πέφτει απο τ'άλογο. Τρέχουμε όλοι μαζί να τον συντρέξουμε...


-Δεν είναι τίποτα! μας φωνάζει και μ'όση δύναμη τ'απόμεινε ξανακαβαλικεύει.


Πισωδρομούμε σιγά σιγά μ'όλη την τάξη.


Φτάσαμε πίσω απο τον (σημερινό σταθμό του ηλεκτρικού στο Νέο Φάληρο) και κείνος δεν μπορεί πια να κρατηθεί πάνω στ'άλογο και ξεπεζεύει.


Αρνιέται να τον πάμε σηκωτό...δεν θέλει να τρομάξει τ'ασκέρι πως είναι του θανατά.


Ξεκινάμε όλοι με τα πόδια τριγύρω του και κείνος κρατά με την απαλάμη του τη λαβωματιά του.


Στο δρόμο μιλάει για όλα, κάνει ακόμα και χωρατά.


Κάπου-κάπου όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, πιάνεται πάνω στο Κίτσο Τζαβέλα που περπάταγε δίπλα του, λέγοντάς του με μισοβρεγμένα μάτια,κάθε φορά:


-Kίτζιο μπιρ,(παιδί μου) να μου ζήσεις!!! Να μου ζήσεις!!!


Τα ιστορικά γεγονότα απο
Δ. Αινιάνα: Kαραισκάκης εκδ.β σ.105.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου