Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ: Ρωσία-Γερμανία


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν πάει πολύς καιρός που συνειδητοποίησα ότι οι χώρες που μου κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον είναι δυο, οι εξής: Γερμανία και Ρωσία. Κι αυτό συνέβη όταν, σαν σε επιφώτιση, διέκρινα την αιτία που με έκανε να τις αντιμετωπίζω, αυτές τις τόσο διαφορετικές εκ πρώτης όψεως, σαν ένα ταιριαστό ζευγάρι.

Τι κοινό, λοιπόν, μπορεί να έχει η καπιταλιστική Γερμανία με τη (πάλαι ποτέ) σοσιαλιστική Ρωσία; Οι Γότθοι με τους Σλάβους; θα ρώταγε κάποιος ανυποψίαστος, και δικαίως άλλωστε, όπως και οι περισσότεροι, που δεν θέλησαν ν’ αναρωτηθούν ποτέ για το πόσο ρηχοί και αβασάνιστοι μπορεί να είναι μερικοί επαναλαμβανόμενοι καιστερεοτυπικοί χαρακτηρισμοί για τις ετικέτες που μπαίνουν στα πράγματα και που από την πολλή χρήση κανείς δεν μπαίνει πια στον κόπο να σκεφτεί αν πράγματι η ετικέτα αντιπροσωπεύει την ουσία και το περιεχόμενο αυτών τα οποία ονοματίζει και περιγράφει.

Κι όμως, αν σκαλίσουμε λιγάκι την ιστορία αυτών των χωρών και πάμε κάπως πιο πίσω από τον 20ο αιώνα, βλέπουμε ότι αμφότερες έμειναν πίσω από το κύμα του Διαφωτισμού που σάρωσε την Ευρώπη, για διαφορετικές όμως αιτίες η κάθε μια τους. Και η Ελλάδα βέβαια έμεινε εκτός, αλλά ποιος σκοτίζεται γιαυτή τη χώρα. Μικρό το ειδικό της βάρος για να επηρεάσει τα τεκταινόμενα. Η Γερμανία όμως; Η Ρωσία; Γίγαντες και οι δυο κι όχι μόνο στην έκταση και τον πληθυσμό, μα και στη σκέψη και στην ώθηση που έδωσαν στις εξελίξεις της ηπείρου μας, αλλά και παγκοσμίως. Από διαφορετική αφετηρία φυσικά και οι δυο.

Προς το παρόν θα αναφερθώ μόνο στις αιτίες, κυρίως μέσα από τιςιδιαίτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, που ο Διαφωτισμός δεν μπόρεσε να πιάσει ρίζες στις χώρες αυτές. Τις βασικές διαφορές ανάμεσα στις δυο αυτές πρωτεύουσες κοσμοθεωρήσεις της δυτικής σκέψης, ανάμεσα δηλαδή στον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό, θα τις θεωρήσω γνωστές και δεν θα τις σκιαγραφήσω επί του παρόντος. Ίσως το επιχειρήσω κάποια άλλη φορά.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Στην Γερμανία του 18ου αιώνα, ο Διαφωτισμός πέρασε και δεν ακούμπησε. Αυτό όμως που ρίζωσε και θέριεψε ήταν το Ρομαντικό κίνημα, που ενώ κιαυτό εκπροσωπούσε την χειραφέτηση της αστικής τάξης όπως και ο Διαφωτισμός, εν τούτοις πήρε τη μορφή μιας «πληβειακής συγκινησιοκρατίας», κι επομένως το αντίθετο της αγέρωχης και δύστροπης νοησιαρχίας των ανωτέρων τάξεων. Ενώ ημεσαία τάξη στη Γαλλία και στην Αγγλία εξακολουθούσε να έχει πλήρη συναίσθηση της θέσης της στην κοινωνία και ποτέ δεν εγκατέλειψε τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού, η γερμανική μεσαία τάξη πέρασε κάτω από τον έλεγχο του ρομαντικού ανορθολογισμού πριν περάσει καν από το σχολείο του ορθολογισμού. Ο ορθολογισμός περιορίστηκε στα πανεπιστήμια και ανάμεσα στους λόγιους και τους ακαδημαϊκούς. Δεν διείσδυσε ποτέ σθεναρά στην δημόσια ζωή, στην κοινωνική και πολιτική σκέψη των πλατειών μαζών ή στην ίδια τη μεσαία τάξη. Τουναντίον διαστρεβλώθηκε και γελοιοποιήθηκε.

Το γιατί συνέβη αυτό είναι μια μακρά ιστορία η οποία ξεκινάει από τον 16ο αιώνα, με την παρακμή των βορειο-γερμανικών εμπορικών πόλεων προς όφελος των ολλανδικών και αγγλικών κέντρων και με την συνεπαγόμενη παρακμή και αποδυνάμωση της γερμανικής αστικής τάξης. Στη Γαλλία, οι ευγενείς γαιοκτήμονες ήταν αρκετά διορατικοί ώστε ν’ αφήσουν το εμπόριο και τη βιομηχανία στα χέρια της ανερχόμενης αστικής τάξης καθώς και μερίδα του διοικητικού μηχανισμού, ενώ στην Αγγλία έως και συνασπίστηκαν μαζί της εναντίον του βασιλιά. Οι γερμανοί ευγενείς έπραξαν το ακριβώςαντίθετο, γύρισαν την πλάτη στη μεσαία τάξη η οποία παραγκωνίστηκε και εξαθλιώθηκε και συμμάχησαν με αυτούς που δεν έπρεπε, δηλαδή με τους ηγεμόνες.

Οι συνέπειες της αδυναμίας αυτής της αστικής τάξης να δρομολογήσει και να πρωτοστατήσει στις εξελίξεις σαν φορέας ενός νέου και δυναμικού πνεύματος, ήταν η επικράτηση ενός άκρατου ιδεαλισμού, αδιαφορίας για τις κοινωνικές συνθήκες, την πολιτική και πολιτιστική ζωή. Η σκέψη έγινε ενατενιστική, θεωρητική, μη πραγματική και ανορθολογική. Την έλλειψη πρακτικού νου την έκαναν αρετή και την αποκάλεσαν ιδεαλισμό, εσωτερικότητα, ενόραση, θρίαμβο πάνω στους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, ενώ την έλλειψη εξωτερικής ελευθερίας την μετουσίωσαν στο ιδανικό της εσωτερικής ελευθερίας.
ΡΩΣΙΑ: ΚΟΙΝΟΤΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Η πρώτη ουσιαστική επαφή της Ρωσίας με τη Δύση έγινε από τονΜεγάλο Πέτρο το 1696, ο οποίος σε ηλικία 24 ετών, με συνοδεία ευγενών, παπάδων, γραμματικών, μουσικών, μαγείρων και εθελοντών, ένα σύνολο δηλαδή, από διακόσια πενήντα άτομα, αποφάσισε να επισκεφτεί την Ολλανδία, Βενετία, και Αγγλία με σκοπό να πάρει μαθήματα ναυπηγικής τέχνης.

Χωρίς να έχει γνωρίσει Μεταρρύθμιση, Αντιμεταρρύθμιση και Αναγέννηση, η Ρωσία παρέμενε σε μια κατάσταση μεσαιωνικής στασιμότητας, και ιδιόρρυθμης ακυβερνησίας. Αγνοώντας πλήρως την επιστήμη και την τεχνική της εποχής, την μοντέρνα κλασική οργάνωση και την όποια ανεξιθρησκεία, το ρωσικό κράτος υστερούσε καταφανώς απέναντι στα ευρωπαϊκά κράτη του 17ου αιώνα. Ηκοινωνική διαστρωμάτωση στην Ρωσία εκείνη την εποχή είναι λίγο-πολύ γνωστή με τον Τσάρο στην κορυφή της πυραμίδας, με μια κληρονομική και μια άλλη χαμηλότερη αριστοκρατία, με μια συρρικνωμένη έως ανύπαρκτη αστική τάξη και με μια πελώρια μάζα χωρικών μουζίκων και δουλοπάροικων. Ό,τι το νέο και καινοτόμο προερχόταν από την πρωτοβουλία των ανώτερων τάξεων, ενώ καθετί το αυτόχθονο, το ορθόδοξο και το αμιγώς εθνικό αναδυόταν από τηλαϊκή ψυχή. Θεωρώντας ότι οι Ρώσοι έπρεπε οπωσδήποτε να κερδίσουν το χαμένο έδαφος και να ξεφύγουν από την παράδοση του μεσαιωνικού κόσμου ο νεαρός Πέτρος όταν στέφθηκε τσάρος αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα ακαριαία, επιφέροντας έτσι τηρήξη με το μεσαιωνικό και ορθόδοξο παρελθόν. Έμεινε στο εξωτερικό για πάνω από 18 μήνες με απώτερη βλέψη να εισαγάγει στη Ρωσία τον άγνωστο δυτικό πολιτισμό. Πράγμα που το κατάφερε με το στανιό. Ανάμεσα στις υπερβολές ήταν ότι γυρνώντας επέβαλε αλλαγή ενδυμασίας και τυπικού προσαρμοσμένων στα δυτικά πρότυπα και υποχρέωσε όχι μόνο τους ευγενείς αλλά όλο τον ρωσικό λαό, των ιερωμένων και των μουζίκων μόνον εξαιρουμένων, να κόψουν ακόμα και τις γενειάδες τους, σαν υπέρτατη ένδειξη του νέου πνεύματος που επρόκειτο να επικρατήσει. Οι Μεταρρυθμίσεις του Πέτρου δεν παρέμειναν φυσικά σαυτούς τους τομείς μόνο, αν και είχαν έντονο συμβολικό χαρακτήρα αλλά πέρασαν και σε τομείς διοίκησης και οργάνωσης του κράτους, όπως και στην ίδρυση μιας νέας πόλης, σ’ ένα βαλτότοπο στη Βαλτική, την Αγία Πετρούπολη, η οποία επρόκειτο να γίνει η νέα πρωτεύουσα της αναδιαρθρωμένης αυτοκρατορίας.

Παρ’ όλα αυτά η Ρωσία παρέμεινε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία διατηρώντας τις προνεωτερικές της δομές σχεδόν αμετάβλητες. Η τεράστια μάζα των χωρικών διασπαρμένη σε μια εξ ίσου τεράστια έκταση παρέμεινε απληροφόρητη και αδιάφορη σε ό,τι νεωτερικό εξυφαινόταν στην Αγία Πετρούπολη. Τέτοιες δομές και προδιαθέσεις βαθιά ριζωμένες στη ρωσική κουλτούρα, αυτές που συγκρότησαν την περιλάλητη «ρωσική ψυχή» περιελάμβαναν 1) την προτεραιότητα του κοινοτικού πνεύματος έναντι του ατομικιστικού εγωισμού, 2) τον εξισωτισμό, 3) το δικαίωμα στην έξωθεν συντήρηση (κατάλοιπο της δουλοπαροικίας), 4) τη μοιρολατρία και τις πάσης φύσεως δεισιδαιμονίες, 5) την εξάρτηση και τη λατρεία της γης, (μητέρα), 6)τη λατρεία του αυτοκράτορα (πατέρας), 7) τον σεβασμό στην κοπιαστική χειρωνακτική εργασία, 8) τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη ροπή προς τη μεταφυσική.

Στην Ρωσία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η αστική τάξη, το ήθος και το πνεύμα της παρέμειναν ξένα προς την δεσπόζουσα ρωσική νοοτροπία και ήταν ένας από τους κύριους λόγους που η τάξη αυτήόχι μόνο ποτέ δεν επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία, αλλά και που ποτέ δεν συγκροτήθηκε σε σώμα με αυτοσυνείδηση. Το βαθιά ριζωμένο κοινοτικό πνεύμα θεωρούσε σαν εξοβελιστέες τις προσπάθειες ανάληψης πρωτοβουλίας, ρίσκου και αποκοπής απ’ την κοινότητα, τη συσσώρευση χρημάτων, την επιδίωξη κερδοφορίας, όλες δηλαδή τις πρακτικές που υπογράμμιζαν και εξασφάλιζαν τη συνοχή της αστικής τάξης.

Στη Ρωσία δεν υπήρξε ποτέ αστική επανάσταση, ούτε αστική Δημοκρατία, παρά μόνον για μια σύντομη περίοδο μερικών μηνών πριν τους Μπολσεβίκους, στις αρχές του 1917, υπό τον Κερένσκυ. Έκτοτε αγνοείται η τύχη της, ακόμα και μέχρι σήμερα.

ΣΥΝΟΨΗ

Συνοψίζοντας τα κύρια σημεία της σύντομης αυτής ιστορικής διαδρομής στις δυο χώρες, θα τολμούσα να πω ότι η ιδιαιτερότητά τους σε σχέση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο οφείλεται στηναπουσία της διαφωτιστικής παράδοσης. Με το μεν ρομαντικό πνεύμα να αναπτύσσεται και να ριζώνει στη Γερμανία, με την δε ισχυρή κοινοτιστική παράδοση να ανθίσταται και να επιβιώνει στη Ρωσία. Αμφότερες οι πολιτισμικές αυτές πρακτικές εγκαλούν περισσότερο στα συγκινησιακά παρά στα ορθολογιστικά στοιχείακαι βρίσκονται σε αντίθεση με τον ορθολογιστικό υπολογισμό και την οργάνωση της αστικής τάξης εκεί όπου εδραιώθηκε και πήρε στα χέρια της τις εξελίξεις. Και στις δυο χώρες παρατηρείται απουσία μιας εύρωστης και πολυπληθούς αστικής τάξης.

Στη Γερμανία είδαμε ότι οι αστοί ποτέ δεν κατάφεραν να χειραφετηθούν από τους γαιοκτήμονες, το ίδιο και οι διανοούμενοι. Ο Γερμανικός Ρομαντισμός αναπτύχθηκε σαν καθαρή αντίδραση προς τον Διαφωτισμό και το πρωτείο του ορθού Λόγου που διακήρυσσε. Αντ’ αυτού οι Ρομαντικοί έβαζαν πιο πάνω από τη λογική τασυναισθήματα, τη φαντασία, τη διαίσθηση, τα πάθη, τα ορμέμφυτα, τον σκοτεινό εσωτερικό κόσμο, καθώς και την παράδοση ενάντια στην πρόοδο. Οι ολοκληρωτισμοί, είτε μαύροι, είτε κόκκινοι δεν είναι παρά τα κακά παιδιά, οι αναγκαστικές απολήξεις και συνέπειες ενόςαχαλίνωτου ρομαντισμού. Έτσι, δεν μου φαίνεται καθόλου τυχαίο πως η απουσία των Διαφωτιστικών αξιών τόσο από τη Γερμανία όσο και τη Ρωσία άφησε ελεύθερο το πεδίο για την εδραίωση αφ΄ενός τουΝαζισμού, αφ’ ετέρου του Σταλινισμού.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που απαντάται στην ψυχοσύνθεση των δυο αυτών λαών που εξετάζουμε είναι το βαθύ αίσθημα κατωτερότητας που βίωναν σε σχέση με τους άλλους λαούς, οι ηττημένοι Γερμανοί σε σχέση με τους πολιτικά, πολιτιστικά και στρατιωτικά ανώτερους Γάλλους και οι Ρώσοι σε σχέση με ολόκληρη της Δύση η οποία τους εκλάμβανε σαν τη δυτική απόληξη της Ασίας, ενώ οι ίδιοι ήθελαν να αισθάνονται σαν το ανατολικό κομμάτι της Ευρώπης.

«...Όσοι δεν είναι σε θέση να καυχηθούν για μεγάλα πολιτικά, στρατιωτικά ή πολιτισμικά επιτεύγματα ή για κάποια λαμπρή παράδοση τέχνης ή στοχασμού αναζητούν παρηγοριά και δύναμη στην ιδέα της ελεύθερης και δημιουργικής ζωής του πνεύματος εντός τους, που δεν μολύνεται από τη διαφθορά της εξουσίας ή της επιτήδευσης. Αυτό συναντάται στα έργα των γερμανών ρομαντικών και στη συνέχεια των Ρώσων σλαβόφιλων. Η εξύμνηση κάποιου λαμπρού φανταστικού η πραγματικού παρελθόντος και η αναμονή ενός ακόμη πιο ένδοξου μέλλοντος, αυτό το μεσσιανικό θέμα απηχείται έντονα τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Ρώσους». I. Berlin

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δυο λαοί έχουν και άλλα τους στοιχεία κοινά. Κάθε άλλο. Συγκρίνονται μόνον όσον αφορά την τάση τους γιαπαράδοση σε εξωλογικά στοιχεία. Αντιθέτως ο Γερμανικός λαόςχαρακτηρίζεται από την ισχυρή βούληση, πράγμα που απουσιάζει από τον Ρωσικό, ο οποίος χαρακτηρίζεται μάλλον από την τάση του για υποταγή και εθελοδουλία. Τώρα γιατί μυθοποιήθηκε τόσο, (από την ισχυρή σλαβόφιλη μερίδα, π.χ. Ντοστογιέφσκι) έχει μάλλον να κάνει με τις ανάγκες αυτών που μυθοποιούν, παρά με το ίδιο το αντικείμενο που μυθοποιείται.

Από το cinical (εν έτη 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου