Οργισμένοι φίλαθλοι και αφιονισμένοι οπαδοί, στημένα αποτελέσματα, ρατσιστικά σχόλια προς έγχρωμους παίχτες, κασέτες με συνομιλίες μεγαλοπαραγόντων, κακό θέαμα, υποσχέσεις εξυγίανσης χιλιοειπωμένες, ελπίδες παρατημένες στα χείλη του ανέμου. Τζόγος, παράπονα, κροτίδες, φωτοβολίδες και καπνογόνα. Απογοήτευση. Το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου περιγράφει ένα σκηνικό απόλυτης παραίτησης, καθώς και μια καθημερινότητα διαβρωμένη στην κάθε της πτυχή. Συνηθισμένοι στο λάθος, τείνουμε να ταυτίζουμε το σύμπτωμα με το ίδιο το φαινόμενο, την παρακμή με τον κανόνα, να περιγράφουμε ένα άθλημα καθαυτό με όρους αρνητικούς και να ξεχνούμε τις όποιες άλλες του πτυχές και εκφάνσεις. Μορφές βγαλμένες από τη σύντομη ιστορία του ποδοσφαίρου, έρχονται να μας υπενθυμίσουν τις άπειρες μεταμορφώσεις που έλαβε το άθλημα, τις διαφορετικές θερμοκρασίες και συμπεριφορές και τελικά να περιγράψουν πιθανές κατευθύνσεις. Καμία από τις μορφές αυτές δεν μοιάζει τόσο εμβληματική, τώρα όσο και τότε, όσο του βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή Σόκρατες.
Οργισμένο είδωλο
Ο Sσcrates Brasileiro Sampaio de Souza Vieira de Oliveira, (όπως είναι το πλήρες όνομά του) γεννήθηκε στην Belem της βόρειας Βραζιλίας, το 1954. Άρχισε την καριέρα του το 1974 στην ομάδα της Μποταφόγκο, ενώ ταυτόχρονα σπούδασε ιατρική στο τοπικό πανεπιστήμιο παίρνοντας το πτυχίο του ενώ ήταν ακόμα παίχτης (μετά το τέλος της καριέρας του απέκτησε και ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία). Το παράδοξο αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά στοιχεία που θα κάνουν τον Σόκρατες να ξεχωρίζει από το στερεότυπο που μέχρι και σήμερα συντηρούμε για τους ποδοσφαιριστές. Με ύψος 1,93 (υπερβολικά ψηλός ακόμα και για σήμερα) με μακριά μαλλιά και ατημέλητη γενειάδα κατάφερνε η ίδια η παρουσία του στα γήπεδα να αποτελεί δήλωση. Λάτρης της παγωμένης μπύρας και καπνιστής δύο πακέτων την ημέρα, ο βραζιλιάνος αποτελούσε μια εξαίρεση και εκτός γηπέδων. Και όμως κατάφερε να κερδίσει μια σειρά πρωταθλημάτων, να θεωρείται σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους μεσοεπιθετικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου και να γίνει αρχηγός της εθνικής Βραζιλίας του 1982, της καλύτερης ίσως ομάδας στην ιστορία που δεν κατάφερε να σηκώσει το τρόπαιο. Όταν ρωτήθηκε ποια είναι τα είδωλά του (με τους δημοσιογράφους να περιμένουν μια κοινότοπη απάντηση τύπου Πελέ, Γκαρίντσα κ.τ.λ.) αυτός απάντησε: Ο Φιντέλ Κάστρο, ο Τσε Γκεβάρα και ο Τζον Λένον.
Η «κορινθιακή δημοκρατία»
Ο ίδιος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του τονίζει: «Στο ποδόσφαιρο συμβαίνει το εξής παράδοξο, ως μονάδα ο εργαζόμενος έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον εργοδότη. Κρατά τις μάζες στα χέρια του». Ήταν ακριβώς αυτή η δύναμη που ο Σόκρατες θα χρησιμοποιούσε ώστε να δημιουργήσει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές στην ιστορία του αθλήματος. Η Κορίνθιας είναι μέχρι και σήμερα μια από τις σημαντικότερες ομάδες του Σάο Πάολο. Ιδρύθηκε το 1910 από μετανάστες εργάτες, ενώ παραμένει συνδεδεμένη με την εργατική τάξη της χώρας. Πατώντας σε αυτό το έδαφος, ο Σόκρατες μαζί με τον συμπαίκτη του αμυντικό Βλαντίμιρ, θα ξεκινήσει το ιδεολογικό κίνημα της Democracia Corintiana. Οι παίκτες θα αναλάβουν τον έλεγχο της ομάδας τους. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Βραζιλίας, όπου η διοίκηση ήταν υπεύθυνη και όριζε κάθε πτυχή της ποδοσφαιρικής αλλά και κοινωνικής ζωής του ποδοσφαιριστή, οι παίκτες της Κορίνθιας αποφάσιζαν για οτιδήποτε, από το καθημερινό πρόγραμμα προπόνησης μέχρι τις μεταγραφές που έκανε η ομάδα. Όλοι οι παίχτες, οι τεχνικοί και οι παράγοντες ήταν απόλυτα ίσοι, με μια απόλυτα δημοκρατική ψήφο. Ο λόγος ενός τεχνικού του γηπέδου είχε την ίδια σημασία με αυτόν του προέδρου ή του αρχηγού της εθνικής Βραζιλίας, του Σόκρατες. Το πείραμα αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς πως έλαβε χώρα την περίοδο της βραζιλιάνικης χούντας.
Το 1982, η ομάδα κέρδισε το πρωτάθλημα της περιφέρειας του Σάο Πάολο, με τη λέξη «Δημοκρατία» τυπωμένη στη μπλούζα της στη θέση των ονομάτων των παικτών. Το 1984, το κίνημα θα καταφέρει να κατεβάσει στους δρόμους του Σάο Πάολο 1,5 εκατομμύριο κόσμο ζητώντας δημοκρατικές εκλογές.
Την επόμενη χρονιά ο Σόκρατες θα μετακομίσει για πολιτικούς λόγους στην Ιταλία και την Φιορεντίνα. Θα επιστρέψει στην Βραζιλία μετά από ένα μίζερο, όπως ο ίδιος τον περιγράφει, χρόνο και μετά από την περιπλάνηση του σε διάφορες ομάδες, θα αποσυρθεί το 1989. Σήμερα ο Σόκρατες ζει στη γενέτειρα του, αρθρογραφεί σε διάφορες εφημερίδες και δουλεύει ως γιατρός.
Το παράδειγμα του Σόκρατες περιγράφει το ποδόσφαιρο ως μια πραγματική κοινωνική δραστηριότητα, την ομαδικότητα ως πυρήνα και ουσία του παιχνιδιού και αποδεικνύει μια εναλλακτική ματιά ενσαρκωμένη σε έναν από τους σημαντικότερους παίχτες που έπαιξαν ποτέ. Όπως ο ίδιος σημείωνε για την αποτυχία του μουντιάλ του 1982: «Αυτό που έχει πραγματικά σημασία στο ποδόσφαιρο είναι η ομορφιά, η νίκη έρχεται δεύτερη και τελικά αυτό που μένει, είναι η ευχαρίστηση που σου προκαλεί το παιχνίδι». Η εφαρμογή τέτοιων αντιλήψεων και ταυτόχρονα η ύπαρξη προσωπικοτήτων όπως ο Σόκρατες, είναι τα στοιχεία που πραγματικά λείπουν από το σημερινό ποδοσφαιρικό κόσμο κάτω από τους προβολείς των τόσων χιλιάδων κεριών.
Οργισμένο είδωλο
Ο Sσcrates Brasileiro Sampaio de Souza Vieira de Oliveira, (όπως είναι το πλήρες όνομά του) γεννήθηκε στην Belem της βόρειας Βραζιλίας, το 1954. Άρχισε την καριέρα του το 1974 στην ομάδα της Μποταφόγκο, ενώ ταυτόχρονα σπούδασε ιατρική στο τοπικό πανεπιστήμιο παίρνοντας το πτυχίο του ενώ ήταν ακόμα παίχτης (μετά το τέλος της καριέρας του απέκτησε και ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία). Το παράδοξο αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά στοιχεία που θα κάνουν τον Σόκρατες να ξεχωρίζει από το στερεότυπο που μέχρι και σήμερα συντηρούμε για τους ποδοσφαιριστές. Με ύψος 1,93 (υπερβολικά ψηλός ακόμα και για σήμερα) με μακριά μαλλιά και ατημέλητη γενειάδα κατάφερνε η ίδια η παρουσία του στα γήπεδα να αποτελεί δήλωση. Λάτρης της παγωμένης μπύρας και καπνιστής δύο πακέτων την ημέρα, ο βραζιλιάνος αποτελούσε μια εξαίρεση και εκτός γηπέδων. Και όμως κατάφερε να κερδίσει μια σειρά πρωταθλημάτων, να θεωρείται σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους μεσοεπιθετικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου και να γίνει αρχηγός της εθνικής Βραζιλίας του 1982, της καλύτερης ίσως ομάδας στην ιστορία που δεν κατάφερε να σηκώσει το τρόπαιο. Όταν ρωτήθηκε ποια είναι τα είδωλά του (με τους δημοσιογράφους να περιμένουν μια κοινότοπη απάντηση τύπου Πελέ, Γκαρίντσα κ.τ.λ.) αυτός απάντησε: Ο Φιντέλ Κάστρο, ο Τσε Γκεβάρα και ο Τζον Λένον.
Η «κορινθιακή δημοκρατία»
Ο ίδιος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του τονίζει: «Στο ποδόσφαιρο συμβαίνει το εξής παράδοξο, ως μονάδα ο εργαζόμενος έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον εργοδότη. Κρατά τις μάζες στα χέρια του». Ήταν ακριβώς αυτή η δύναμη που ο Σόκρατες θα χρησιμοποιούσε ώστε να δημιουργήσει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές στην ιστορία του αθλήματος. Η Κορίνθιας είναι μέχρι και σήμερα μια από τις σημαντικότερες ομάδες του Σάο Πάολο. Ιδρύθηκε το 1910 από μετανάστες εργάτες, ενώ παραμένει συνδεδεμένη με την εργατική τάξη της χώρας. Πατώντας σε αυτό το έδαφος, ο Σόκρατες μαζί με τον συμπαίκτη του αμυντικό Βλαντίμιρ, θα ξεκινήσει το ιδεολογικό κίνημα της Democracia Corintiana. Οι παίκτες θα αναλάβουν τον έλεγχο της ομάδας τους. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Βραζιλίας, όπου η διοίκηση ήταν υπεύθυνη και όριζε κάθε πτυχή της ποδοσφαιρικής αλλά και κοινωνικής ζωής του ποδοσφαιριστή, οι παίκτες της Κορίνθιας αποφάσιζαν για οτιδήποτε, από το καθημερινό πρόγραμμα προπόνησης μέχρι τις μεταγραφές που έκανε η ομάδα. Όλοι οι παίχτες, οι τεχνικοί και οι παράγοντες ήταν απόλυτα ίσοι, με μια απόλυτα δημοκρατική ψήφο. Ο λόγος ενός τεχνικού του γηπέδου είχε την ίδια σημασία με αυτόν του προέδρου ή του αρχηγού της εθνικής Βραζιλίας, του Σόκρατες. Το πείραμα αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς πως έλαβε χώρα την περίοδο της βραζιλιάνικης χούντας.
Το 1982, η ομάδα κέρδισε το πρωτάθλημα της περιφέρειας του Σάο Πάολο, με τη λέξη «Δημοκρατία» τυπωμένη στη μπλούζα της στη θέση των ονομάτων των παικτών. Το 1984, το κίνημα θα καταφέρει να κατεβάσει στους δρόμους του Σάο Πάολο 1,5 εκατομμύριο κόσμο ζητώντας δημοκρατικές εκλογές.
Την επόμενη χρονιά ο Σόκρατες θα μετακομίσει για πολιτικούς λόγους στην Ιταλία και την Φιορεντίνα. Θα επιστρέψει στην Βραζιλία μετά από ένα μίζερο, όπως ο ίδιος τον περιγράφει, χρόνο και μετά από την περιπλάνηση του σε διάφορες ομάδες, θα αποσυρθεί το 1989. Σήμερα ο Σόκρατες ζει στη γενέτειρα του, αρθρογραφεί σε διάφορες εφημερίδες και δουλεύει ως γιατρός.
Το παράδειγμα του Σόκρατες περιγράφει το ποδόσφαιρο ως μια πραγματική κοινωνική δραστηριότητα, την ομαδικότητα ως πυρήνα και ουσία του παιχνιδιού και αποδεικνύει μια εναλλακτική ματιά ενσαρκωμένη σε έναν από τους σημαντικότερους παίχτες που έπαιξαν ποτέ. Όπως ο ίδιος σημείωνε για την αποτυχία του μουντιάλ του 1982: «Αυτό που έχει πραγματικά σημασία στο ποδόσφαιρο είναι η ομορφιά, η νίκη έρχεται δεύτερη και τελικά αυτό που μένει, είναι η ευχαρίστηση που σου προκαλεί το παιχνίδι». Η εφαρμογή τέτοιων αντιλήψεων και ταυτόχρονα η ύπαρξη προσωπικοτήτων όπως ο Σόκρατες, είναι τα στοιχεία που πραγματικά λείπουν από το σημερινό ποδοσφαιρικό κόσμο κάτω από τους προβολείς των τόσων χιλιάδων κεριών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου