Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Μνήμη Μάνου Χατζηδάκι

Αν ζούσε ο Μάνος Χατζηδάκις, σήμερα θα ήταν 87 χρόνων. Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στη Ξάνθη και αναδείχτηκε μία από τις σημαντικότερες μορφές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Με πολλές αντιφάσεις που δημιούργησαν ρήξεις, αλλά και με την ηθική εκείνων που μιλούν ελεύθερα, έστω κι αν στη διαδρομή τους αλλάζουν πορεία. Αποσπάσματα μιάς συνέντευξής του και μία προσωπική μαρτυρία θεωρήστε την σαν ελάχιστη συμβολή στη μνήμη του.

Ένα βράδυ Οκτωβρίου του μακρινού  1973 στο Παγκράτι βλέπω τον Μάνο Χατζηδάκι να αγοράζει τέσσερα πέντε πακέτα τσιγάρα από περίπτερο. Τον πλησιάζω, του συστήνομαι και μετά από σύντομη κουβέντα του ζητώ συνέντευξη για το περιοδικό «Ταχυδρόμος». Δέχεται και δίνουμε ραντεβού την άλλη μέρα στο διαχρονικό του στέκι, τον «Μαγεμένο Αυλό». Η κουβέντα μας κράτησε περίπου τρείς ώρες καθώς ο Χατζηδάκις, λες και τα είχε μαζεμένα, μου μίλησε ευθέως για πολλά  θέματα που καίγανε εκείνη την εποχή. Eκφράστηκε με τρόπο απόλυτο, έτσι ώστε δεν μπόρεσα να καταλάβω τότε την αντίθεσή του απέναντι σε κάθε είδους κλισέ, κάτι που βεβαίως χαρακτήριζε τη σκέψη του. Οργισμένος απ΄ όσα μου είπε για τη «νέα γενιά», τον «πολύ λαό», για τον Μίκη εκείνου του καιρού, αλλά και για τη δικτατορία, τη λογοκρισία της εποχής και την ηρωική κατάληψη της Νομικής, ξεκίνησα να γράφω τη συνέντευξη με αυτές τις αράδες: « Αν είχα περάσει δύο εικοσιτετράωρα στα κρατητήρια Ασφάλειας της Χιλής, θα ένοιωθα καλύτερα, παρά όταν τελείωσε μια συζήτηση δυόμιση ωρών με τον Μάνο Χατζηδάκι…».

Τι με έκανε να γράψω αυτή τη φράση που όποτε τη διαβάζω μετανιώνω; Κάποιες ατάκες του Μάνου, σαν αυτές.
« Περιφρονώ τον πολύ λαό… Ο λαός αυτός με έμαθε από τα τραγουδάκια μου, δεν έσκυψε να δει όλο μου του έργο…»
«Κάποιοι όμως από αυτόν το  λαό δακρύζουν ακούγοντας το Χάρτινο το Φεγγαράκι», αντέτεινα.
«Έπρεπε να πάνε στο γιατρό, στον οφθαλμίατρο καλύτερα…» ήταν η απάντηση.

Σε ένα μήνα από την ημέρα της συνέντευξης θα ξεσπάσει η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αυτό βεβαίως δεν μπορούσα να το ξέρω, υπήρξε όμως  η κατάληψη της Νομικής πριν λίγους μήνες και του το θύμισα:  «Οι νέοι βάζουν το κεφάλι τους στη φωτιά και το ξέρετε…».
«Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Πάρτε το είδηση, εμένα δεν με αγγίζει ο μύθος της «νέας γενιάς».
Υπερασπίζομαι στη συνέχεια τους φοιτητές που αγωνίζονται κατά της χούντας «παίζοντας και συχνά χάνοντας της ζωή και την καριέρα τους».
«Είμαι εναντίον του “προετοιμασμένου ηρωισμού”. Οι ακούσιοι ήρωες είναι ιδανικές περιπτώσεις. Ο “προετοιμασμένος ήρωας” είναι ο μελλοντικός δυνάστης…» θα απαντήσει. Για τον  Θεοδωράκη η άποψή του είναι πως «εκείνον τον ακούνε μέσα σε ένα κομφούζιο πολιτικής, εμένα όμως όχι». Και για το χουντικό καθεστώς: «Δεν υπερασπίζομαι την σημερινή κατάσταση αλλά εγώ τουλάχιστον σ’ αυτόν το τόπο κυκλοφορώ και μιλώ ελεύθερα, γιατί την ελευθερία μου δεν την εξαρτώ από πολιτικά σχήματα. Είμαι εσωτερικά ελεύθερος. Άλλωστε εδώ δεν έχουμε τα αφόρητα καθεστώτα της Χιλής η της Σοβιετικής Ενώσεως…»

Του επισημαίνω ότι τον έχει αφήσει ανέγγιχτο η λογοκρισία της χούντας. Παραθέτω ολόκληρη την απάντηση που έχει το ενδιαφέρον της. «Η λογοκρισία είναι ηλίθιος θεσμός. Όμως δεν θίγει την ουσιαστική Τέχνη. Εμένα δεν με θίγει γιατί δεν εφάπτεται με το έργο μου, γιατί δεν μιλώ με συνθήματα. Ίσως δεν ξέρετε πως έχω διαμαρτυρηθεί και παλαιότερα και πρόσφατα για το θέμα της λογοκρισίας. Επί Καραμανλή μου είχαν απαγορεύσει το τραγούδι μου  Ήταν που λέτε μια φορά όπου ήταν ένας βασιλιάς, καλό ανθρωπάκι…. Γιατί ζητάτε από τη σημερινή κυβέρνηση να καταργήσει κάτι που το βρήκε έτοιμο και δεν το κατασκεύασε;» Λόγια που δεν ήταν εύκολο να τ’ ακούει ένας 29χρονος αριστερός μέσα στη δικτατορία, όπως δεν ήταν εύκολο να κατανοήσει και τη φράση του «κάνω τραγούδια για όλο τον κόσμο που να μη τα τραγουδά όλος ο κόσμος»…

Υπάρχει κάτι ακόμα σε αυτή τη συνέντευξη που με κάνει να νιώθω άβολα και που σίγουρα δεν θα υπέγραφα σήμερα διότι το θεωρώ ανεπίτρεπτο και δημοσιογραφικά και ηθικά: Στο τέλος ορισμένων απαντήσεων, στο γραφείο μου πια γράφοντας το τελικό κείμενο, σχολίασα απαξιωτικά τα λεγόμενά του, χωρίς να του δώσω την ευκαιρία να απαντήσει και τον ειρωνεύτηκα γράφοντας για τη «γνωστή παγκοσμίως παχουλή φιγούρα».
Ακόμα και σήμερα δεν συμφωνώ με τη στάση που κράτησε κάποιες στιγμές εκείνη την τραγική για τη χώρα εποχή. Ίσως και ο ίδιος να είχε μετανιώσει για κάποιες απόψεις του. Ποιος θα αρνηθεί όμως ότι εκτός από το τεράστιο μουσικό  του έργο, υπήρξε ένας ελεύθερος άνθρωπος, ένα ανεξάρτητο πνεύμα, δημιούργησε το αξεπέραστο Τρίτο Πρόγραμμα, το εξαιρετικό περιοδικό Τέταρτο, συγκρούστηκε με αυλικούς του φίλου του  Κωνσταντίνου Καραμανλή, τους οποίους κατήγγειλε και δημόσια, δίχως να υπολογίζει αξιώματα και θέσεις; Και πάντως τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πιο ακέραιος από κάποιους «αντιστασιακούς» καλλιτέχνες και μη.

Σαν επίλογος:  Πέρασε πολύς  καιρός μετά  τη συνέντευξη, έπεσε η χούντα και ο Χατζηδάκις δίνει μεγάλη συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ο  διευθυντής των ΝΕΩΝ Γιάννης Καψής μου αναθέτει να την καλύψω. Στην πόρτα του θεάτρου στέκεται ο Χατζηδάκις και μόλις με βλέπει σηκώνει το χέρι: « Όχι, εσείς κύριε δεν θα μπείτε.» Του εξηγώ ότι το θέμα δεν είναι προσωπικό, ότι η πρόσβαση για εκπρόσωπο εφημερίδας δεν μπορεί να απαγορευτεί. Ανένδοτος  ο Μάνος: «Δική μου είναι η συναυλία και σας απαγορεύω να την παρακολουθήσετε.» Παρεμβαίνει η καλή μου φίλη Μαρία Φαραντούρη, μήπως και τον μεταπείσει. Τίποτα. Τηλεφωνώ στον  Καψή που επιστρατεύει τον αξέχαστο φίλο και σπουδαίο δημοσιογράφο Γιώργο Πηλιχό,  που σπεύδει στον Πειραιά και καλύπτει την εκδήλωση. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες πέρασαν και παίρνω στην εφημερίδα επιστολή του Χατζηδάκι σε χαρτί με λογότυπο του Τρίτου Προγράμματος. Μού ζητάει μεγαλόψυχα συγνώμη για τη συμπεριφορά του στη συναυλία, αλλά, συμπληρώνει, «πρέπει να παραδεχτείτε κι εσείς ότι με προσβάλατε με τα σχόλιά σας στη συνέντευξη». Το παραδέχτηκα τότε, το παραδέχομαι τώρα και δημόσια.


Του Κώστα Ρεμβάση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου