Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ότι ξαναγύρισα στη Σαλονίκη. Κι όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στα όνειρα, τα πράγματα είχαν μια διαφορετική όψη.
Η πόλη ήταν έρημη. Τα μαγαζιά κλειστά. Μερικά είχαν σπασμένες βιτρίνες, και ζωγραφισμένο με μπογιά πάνω στην πόρτα το άστρο του Δαυίδ, και άλλα κολλημένα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ στα λερωμένα τζάμια
Ξαφνικά από τη μεριά του Λευκού Πύργου, εμφανίστηκε μια περίεργη κουστωδία. Μπροστά πήγαινε η Ζάρα Λεάντερ, τραγουδώντας «Bei mir bist du schön», και πίσω της ένα ετερόκλητο πλήθος, χορεύοντας στους ρυθμούς του σουίνγκ. Γυναίκες με κότσο και μακριές φούστες, καλόγεροι με ντουντούκες, ανάπηροι πολέμου που περπατούσαν χορευτικά με τα γόνατα, καθώς τους έλειπε το υπόλοιπο πόδι, χορεύτριες με λαμέ ολόσωμα μαγιό και τιάρες από στρας που σχημάτιζαν μαίανδρο, μια καμηλοπάρδαλη, άντρες με κυλόττες ιππασίας, μαύρα πουκάμισα και μονόκλ, τσολιάδες, αχθοφόροι και χαμίνια με κασκέτα και τσιγάρο στο στόμα. Όλο αυτό το χαρούμενο πλήθος επιβιβάστηκε -μυστήριο το πώς χώρεσε- σε ένα προπολεμικό τραμ που ξεκίνησε μουγκρίζοντας και χάθηκε στην ομίχλη. Και ξαφνικά όπως συνηθίζεται στα όνειρα, το σκηνικό άλλαξε και βρέθηκα μικρό κοριτσάκι στην αυλή του σπιτιού μου, απόγευμα παραμονής του Άη Γιάννη του Κλήδονα.
Κάτω από την βερικοκιά, διάφορες γυναίκες έπιναν καφέ, η Ασημίνα η κόρη του παπά, η Χασλέτ και η Φεχά με βράκες και γιασμάκι, η Άσπα με μίνι και ψηλοτάκουνες γόβες. Η Θοδώρα, η μητριά μου, έφερε ένα μισογεμάτο ποτήρι με νερό και το απίθωσε μπροστά στη Ραχήλ. Εκείνη πήρε μια βέρα περασμένη σε κλωστή και την κράτησε μέσα στο ποτήρι, προσέχοντας να μην αγγίξει το νερό. Η βέρα άρχισε να κουνιέται σαν εκκρεμές και χτύπησε στα τοιχώματα τρεις, τέσσερεις, δέκα φορές.
Ξύπνησα από τον ήχο του κινητού. Αριθμός άγνωστος. Δεν απάντησα. Τι περίεργο όνειρο. Και να δω και τη Ραχήλ που την ήξερα μόνο σαν όνομα από τη θεία Μαρίκα, που μας έλεγε για την παιδική της φίλη που χάθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. (Λίγους μήνες μετά το θάνατο της θείας, ήρθε ένα γράμμα από το Σικάγο. Ήταν της Ραχήλ που είχε επιζήσει και έψαχνε τα ίχνη της φίλης της χρόνια).
Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ότι ξαναγύρισα στη Σαλονίκη που έζησα τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής μου.
Η πόλη που θυμάμαι, κάλυπτε την ενοχή της λέγοντας ότι κάθε σπίτι στην Κατοχή έκρυβε κι έναν Εβραίο. Περίεργο τότε που τα θύματα φτάσαν τις 60.000, αλλά σαν παιδί δεν τα καταλάβαινα αυτά. Οι δικοί μου είχαν αρκετούς φίλους με διαφορετικά, μη Ελληνικά ονόματα, που τα θεωρούσα όλα Αρμένικα, ένας Φρόιντ ξέρει γιατί.
Όχι, δεν ήμουν στη γυάλα. Το αντίθετο. Την φασιστική Τρία Έψιλον έμαθα να την ξεχωρίζω νωρίς από την ομώνυμη εταιρεία «Όλα Παν Καλά με Κόκα-Κόλα», και ήμουν αρκούντως πληροφορημένη για Ταγματαλήτες, Σούρληδες, Μάηδες και τα ρέστα παγωτά. Αλλά το παραμυθάκι της ανοχής και της αποδοχής στην διαφορετικότητα, καλλιεργούνταν σε δεξιούς κι αριστερούς μπαξέδες. Και οι παππούδες στο σόι, Μικρασιάτες πρόσφυγες, πολλές ιστορίες λέγανε για την πατρίδα, αλλά δεν κουβέντιαζαν ποτέ για το ρατσισμό που βίωσαν όταν πρωτοβγήκανε απ’ τα καράβια. Είχαν ξεχάσει; Ήθελαν να ξεχάσουν; Ποιος ξέρει. Έτσι ανατράφηκα, θεωρώντας ότι η Ελλάδα είναι χώρα ανεκτική και ότι ο φονταμενταλισμός κάτι σαν τη φοντανιέρα.
Κάπως παραπλήσια μεγαλώσαμε οι περισσότεροι, με μια ιστορία που κολάκευε την εικόνα μας, γι΄ αυτό και πέφτουμε απ΄ τα σύννεφα με φαινόμενα Μισαλλοδοξίας σαν του Χυτήριου. Οι μαύρες μπλούζες, τα πογκρόμ σε αλλόθρησκους, ομοφυλόφιλους και ξένους, δεν έρχονται από το μέλλον, έρχονται απ το βαθύ παρελθόν, και η γαμημένη η κρίση τα έβγαλε στην επιφάνεια και τα πολλαπλασίασε. Ακόμα και τα εγκλήματα είναι σαν να βγαίνουν από τα 30’ties. Η «Φούλα πως το άντεξες και πως βαστάς ακόμα» χτυπάει πάντα δυο φορές σε Ηλεία και Λαμία, κι όλα έχουν κάτι από ασπρόμαυρη ταινία. Και χωρίς την αισθητική της UFA φιλμ.
Μάλλον γι΄ αυτό τρύπωσε στο όνειρο μου χθες η Ζάρα Λεάντερ, βοήθησαν και τα ληγμένα χημικά, μπορεί και να φταίει μια φίλη που μούλεγε τις προάλλες «ζούμε που ζούμε καταστάσεις Βαϊμάρης, χάθηκε να είχαμε την μόδα και την μουσική του μεσοπολέμου;»
Της Άννας Χατζησοφιά
Η πόλη ήταν έρημη. Τα μαγαζιά κλειστά. Μερικά είχαν σπασμένες βιτρίνες, και ζωγραφισμένο με μπογιά πάνω στην πόρτα το άστρο του Δαυίδ, και άλλα κολλημένα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ στα λερωμένα τζάμια
Ξαφνικά από τη μεριά του Λευκού Πύργου, εμφανίστηκε μια περίεργη κουστωδία. Μπροστά πήγαινε η Ζάρα Λεάντερ, τραγουδώντας «Bei mir bist du schön», και πίσω της ένα ετερόκλητο πλήθος, χορεύοντας στους ρυθμούς του σουίνγκ. Γυναίκες με κότσο και μακριές φούστες, καλόγεροι με ντουντούκες, ανάπηροι πολέμου που περπατούσαν χορευτικά με τα γόνατα, καθώς τους έλειπε το υπόλοιπο πόδι, χορεύτριες με λαμέ ολόσωμα μαγιό και τιάρες από στρας που σχημάτιζαν μαίανδρο, μια καμηλοπάρδαλη, άντρες με κυλόττες ιππασίας, μαύρα πουκάμισα και μονόκλ, τσολιάδες, αχθοφόροι και χαμίνια με κασκέτα και τσιγάρο στο στόμα. Όλο αυτό το χαρούμενο πλήθος επιβιβάστηκε -μυστήριο το πώς χώρεσε- σε ένα προπολεμικό τραμ που ξεκίνησε μουγκρίζοντας και χάθηκε στην ομίχλη. Και ξαφνικά όπως συνηθίζεται στα όνειρα, το σκηνικό άλλαξε και βρέθηκα μικρό κοριτσάκι στην αυλή του σπιτιού μου, απόγευμα παραμονής του Άη Γιάννη του Κλήδονα.
Κάτω από την βερικοκιά, διάφορες γυναίκες έπιναν καφέ, η Ασημίνα η κόρη του παπά, η Χασλέτ και η Φεχά με βράκες και γιασμάκι, η Άσπα με μίνι και ψηλοτάκουνες γόβες. Η Θοδώρα, η μητριά μου, έφερε ένα μισογεμάτο ποτήρι με νερό και το απίθωσε μπροστά στη Ραχήλ. Εκείνη πήρε μια βέρα περασμένη σε κλωστή και την κράτησε μέσα στο ποτήρι, προσέχοντας να μην αγγίξει το νερό. Η βέρα άρχισε να κουνιέται σαν εκκρεμές και χτύπησε στα τοιχώματα τρεις, τέσσερεις, δέκα φορές.
Ξύπνησα από τον ήχο του κινητού. Αριθμός άγνωστος. Δεν απάντησα. Τι περίεργο όνειρο. Και να δω και τη Ραχήλ που την ήξερα μόνο σαν όνομα από τη θεία Μαρίκα, που μας έλεγε για την παιδική της φίλη που χάθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. (Λίγους μήνες μετά το θάνατο της θείας, ήρθε ένα γράμμα από το Σικάγο. Ήταν της Ραχήλ που είχε επιζήσει και έψαχνε τα ίχνη της φίλης της χρόνια).
Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ότι ξαναγύρισα στη Σαλονίκη που έζησα τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής μου.
Η πόλη που θυμάμαι, κάλυπτε την ενοχή της λέγοντας ότι κάθε σπίτι στην Κατοχή έκρυβε κι έναν Εβραίο. Περίεργο τότε που τα θύματα φτάσαν τις 60.000, αλλά σαν παιδί δεν τα καταλάβαινα αυτά. Οι δικοί μου είχαν αρκετούς φίλους με διαφορετικά, μη Ελληνικά ονόματα, που τα θεωρούσα όλα Αρμένικα, ένας Φρόιντ ξέρει γιατί.
Όχι, δεν ήμουν στη γυάλα. Το αντίθετο. Την φασιστική Τρία Έψιλον έμαθα να την ξεχωρίζω νωρίς από την ομώνυμη εταιρεία «Όλα Παν Καλά με Κόκα-Κόλα», και ήμουν αρκούντως πληροφορημένη για Ταγματαλήτες, Σούρληδες, Μάηδες και τα ρέστα παγωτά. Αλλά το παραμυθάκι της ανοχής και της αποδοχής στην διαφορετικότητα, καλλιεργούνταν σε δεξιούς κι αριστερούς μπαξέδες. Και οι παππούδες στο σόι, Μικρασιάτες πρόσφυγες, πολλές ιστορίες λέγανε για την πατρίδα, αλλά δεν κουβέντιαζαν ποτέ για το ρατσισμό που βίωσαν όταν πρωτοβγήκανε απ’ τα καράβια. Είχαν ξεχάσει; Ήθελαν να ξεχάσουν; Ποιος ξέρει. Έτσι ανατράφηκα, θεωρώντας ότι η Ελλάδα είναι χώρα ανεκτική και ότι ο φονταμενταλισμός κάτι σαν τη φοντανιέρα.
Κάπως παραπλήσια μεγαλώσαμε οι περισσότεροι, με μια ιστορία που κολάκευε την εικόνα μας, γι΄ αυτό και πέφτουμε απ΄ τα σύννεφα με φαινόμενα Μισαλλοδοξίας σαν του Χυτήριου. Οι μαύρες μπλούζες, τα πογκρόμ σε αλλόθρησκους, ομοφυλόφιλους και ξένους, δεν έρχονται από το μέλλον, έρχονται απ το βαθύ παρελθόν, και η γαμημένη η κρίση τα έβγαλε στην επιφάνεια και τα πολλαπλασίασε. Ακόμα και τα εγκλήματα είναι σαν να βγαίνουν από τα 30’ties. Η «Φούλα πως το άντεξες και πως βαστάς ακόμα» χτυπάει πάντα δυο φορές σε Ηλεία και Λαμία, κι όλα έχουν κάτι από ασπρόμαυρη ταινία. Και χωρίς την αισθητική της UFA φιλμ.
Μάλλον γι΄ αυτό τρύπωσε στο όνειρο μου χθες η Ζάρα Λεάντερ, βοήθησαν και τα ληγμένα χημικά, μπορεί και να φταίει μια φίλη που μούλεγε τις προάλλες «ζούμε που ζούμε καταστάσεις Βαϊμάρης, χάθηκε να είχαμε την μόδα και την μουσική του μεσοπολέμου;»
Της Άννας Χατζησοφιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου