Τις επόμενες εκατό(;) μέρες, υποτίθεται ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην σκληρότερη παρέμβαση που έγινε ποτέ για να αντιμετωπίσει τα θηριώδη ελλείμματα και την απερίγραπτη ανοργανωσιά τού στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Είμαι βέβαιος ότι ο Γιώργος Παπανδρέου βλαστημά την τύχη που έριξε σ’ αυτόν τον κλήρο να προχωρήσει στην επικείμενη σφαγή, οφείλει όμως να συνειδητοποιήσει ότι το σημερινό του «χρέος» αποτελεί ένα είδος εκδίκησης της ιστορίας.
Διότι τα τελευταία τριάντα χρόνια, ήταν πρωτίστως οι κυβερνήσεις τού ΠΑΣΟΚ που παραφούσκωσαν με προσωπικό τις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικά τις «πολυτελείς» ΔΕΚΟ, οι οποίες σήμερα ξαπλώνουν στην κλίνη του Προκρούστη. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα ποσοστά που παίρνει η ΠΑΣΚΕ σ’ όλους αυτούς τους οργανισμούς (μεταξύ 50% και 70%), για να καταλάβει τι είχε γίνει διαχρονικά. Εφ’ όσον λοιπόν το ΠΑΣΟΚ καρπώθηκε επί δεκαετίες τα πολιτικά οφέλη αυτών των διορισμών, αποτελεί πράξη στοιχειώδους ιστορικής δικαιοσύνης να εισπράξει τώρα και το πολιτικό κόστος τής κατεδάφισης αυτού του οικοδομήματος.
Για να είμαι ακριβοδίκαιος, πιστεύω ότι ο Καραμανλής έχει τεράστιες ευθύνες διότι επί των ημερών του ξεχείλισε το ποτήρι, χωρίς ο ίδιος να κάνει το παραμικρό για να το αντιμετωπίσει με τη εθνική ευθύνη που έπρεπε να έχει ένας σοβαρός Πρωθυπουργός. Παρέδωσε την εξουσία και κάθισε σε μια γωνιά για να παίξει το μπεγλέρι του, το οποίο τον συντροφεύει πλέον σ’ όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του. Όμως, από τη μέση που βρισκόταν το ποτήρι της εθνικής οικονομίας το 1974 του γέρο-Καραμανλή έως την υπερχείλιση του ανιψιού το 2009, το περισσότερο νερό το έριξαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Έχω προσωπική αντίληψη του γεγονότος ότι από το 1981 μέχρι και το 1996 τουλάχιστον, όποιο υψηλό ή μεσαίο «στέλεχος του Κινήματος» επέλεγε να εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα, θεωρούνταν τους υπόλοιπους χαζός ή ιδιόρρυθμος. Ήταν τόσο εύκολο να μπει κανείς σε μια καλή θέση του δημοσίου, τόσο επαρκείς οι αποδοχές από την πρώτη στιγμή και τόσο γρήγορη η ανέλιξη, που έμοιαζε με παλαβομάρα η επιλογή του σκληρού δρόμου μιας καριέρας εκτός κράτους. Ο διορισμός ήταν σχετικά απλή υπόθεση και καλά αμειβόμενες θέσεις υπήρχαν παντού. Ιδιαίτεροι υπουργών και γραμματέων, συνδικαλιστές, διευθυντές, προϊστάμενοι, μετακλητοί σε βουλευτές, κολλητοί κομματικών νομαρχών και δημάρχων, όλοι έβρισκαν τρόπο να διοριστούν μόνιμοι. Αλλά και όποιος έμπαινε σε μια απλή θέση του δημοσίου, κατ’ ευθείαν μεταφερόταν στις παραπάνω θέσεις για να πληρώνεται καλύτερα και να ασκεί τοπική ή κλαδική εξουσία.
Εκείνα τα χρόνια δημιουργήθηκε το σώμα των εργαζομένων στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, που αποτελεί σήμερα το σκληρό ΠΑΣΟΚ με το οποίο καλείται να συγκρουστεί ο Γ. Παπανδρέου. Είναι πράγματι σάρκα από τη σάρκα του κόμματος του. Αυτή η σάρκα τον στήριξε με πάθος και αυτήν καλείται τώρα ο πρωθυπουργός να ακρωτηριάσει. Το πιο δραματικό για τον Παπανδρέου είναι ότι αυτός ο σκληρός κομματικός μηχανισμός ήταν η αιχμή του προσωπικού του δόρατος στις εσωκομματικές εκλογές κόντρα στον Βενιζέλο. Πρόκειται για πολλές χιλιάδες άτομα που επί χρόνια έμαθαν να ζουν με σχετικά υψηλές αποδοχές χωρίς να πολύ-δουλεύουν, βοήθησαν την αντιπολιτευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ με σκληρές συνδικαλιστικές αντιπαραθέσεις όταν κυβερνούσε η ΝΔ, στήριξαν προσωπικά τον Γιώργο στα εσωκομματικά και τώρα μπαίνουν στο στόχαστρο τού εκλεκτού τους. Με απλά λόγια, θα γίνει της κακομοίρας.
Ξέρω ότι οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης μπορούν εύκολα να δείξουν έγγραφα και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η τελευταία κυβέρνηση Καραμανλή διόρισε πάνω από 150.000 υπαλλήλους. Καλά κάνουν και τα λένε, ξεχνούν όμως ότι λίγες μέρες πριν τις εκλογές του 1985 και του 1989, οι αιτήσεις διορισμού στο δημόσιο συμπληρωνόντουσαν κατά χιλιάδες στην Χαριλάου Τρικούπη κι από κει έφευγαν για τις δημόσιες υπηρεσίες. Τότε διορίστηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι που ουρλιάζουν σήμερα, βλέποντας τις αποδοχές τους να μειώνονται και τους οργανισμούς τους να συγχωνεύονται ή να καταργούνται. Μπορεί το 1993 που ο Σαμαράς έριξε τον Μητσοτάκη να ζήσαμε την πρωτόγνωρη εμπειρία διαδηλώσεων από εκτάκτους των ΔΕΚΟ, οι οποίοι με εντολή της Ρηγίλλης είχαν ξεχυθεί στους δρόμους βρίζοντας τον «αποστάτη» διότι έριξε την κυβέρνηση πριν προλάβει να τους μονιμοποιήσει, ξεχνάμε όμως αυτά που ακολούθησαν.
Μέσα στον νόμο Πεπονή το1994 που καθιέρωσε το ΑΣΕΠ για να σταματήσουν όλα αυτά, υπήρχε διάταξη για «αποκατάσταση διωχθέντων από την προηγούμενη κυβέρνηση». Ουδείς γνωρίζει πόσοι διορίστηκαν στο δημόσιο μ’ αυτή την απίθανη διάταξη. Όλοι όσοι είχαν έστω και μια ελάχιστη ενασχόληση στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα την περίοδο 1986-89, θεωρήθηκαν κυνηγημένοι από τη Δεξιά και «τακτοποιήθηκαν» μέσα σε μια νύχτα. Όλοι ανεξαιρέτως οι συμβασιούχοι εκείνων των χρόνων, φουρνιές φοιτητών που δούλευαν τηλεφωνητές για ένα χαρτζιλίκι στα "τρίωρα" του ΟΤΕ, έκτακτοι στις διαλογές δελτίων του ΟΠΑΠ και προσωρινοί ταμίες του Ιπποδρόμου, έλαβαν ξαφνικά μετά από 5 χρόνια ειδοποίηση ότι διορίζονται στο δημόσιο. Οι πιο πολλοί έμειναν άναυδοι, καθότι δεν είχαν καταλάβει ότι ήταν διωχθέντες. Την άλλη μέρα έτρεξαν κι έπιασαν δουλειά στα υπουργεία και τις νομαρχίες. Ακόμα κι αυτούς που είχαν δουλέψει στον «Οργανισμό διεκδίκησης των Ολυμπιακών αγώνων 1996», ο οποίος –λογικότατα- διαλύθηκε όταν η Αθήνα τους έχασε στην ψηφοφορία 1990, διορίστηκαν ως κυνηγημένοι. Μιλάμε για πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Η αλήθεια είναι ότι με τη θέσπιση του ΑΣΕΠ σταμάτησαν οι απ’ ευθείας διορισμοί στο δημόσιο με σχέση μονιμότητας, κάτι που έκαναν κατά κόρον οι κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Άρχισε μετά η φάμπρικα των εκτάκτων και των συμβασιούχων, φάμπρικα που υπηρέτησαν πιστά οι κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη και Κώστα Καραμανλή. Επίσης, σχεδόν όλοι οι εκλεγμένοι δήμαρχοι και νομάρχες της επικράτειας. Τώρα τέλειωσε κι αυτό. Όμως οι παλιοί λογαριασμοί παραμένουν ανοικτοί και καλείται τώρα να τους πληρώσει ο Γιώργος Παπανδρέου. Μπορεί ο ίδιος να διατείνεται ότι προσωπικά δεν φταίει, το κόμμα του όμως φταίει και παραφταίει. Η Δεξιά την πληρώνει ήδη για όσα έκανε. Είναι τρία κομμάτια και μακριά από κάθε προοπτική εξουσίας. Θα την πληρώσει τώρα και το ΠΑΣΟΚ, καθώς είναι υποχρεωμένο να τα βάλει με τον ίδιο του τον ιστορικό εαυτό. Απλό είναι.
Το δυστύχημα είναι ότι κάποιοι τα έλεγαν από τότε και στις δύο παρατάξεις. Ήταν λίγοι ομολογουμένως και η καθαρή ματιά τους προς το μέλλον εξελήφθη ως πολιτική διαστροφή. Όσοι τα είπαν μέσα στη ΝΔ χαρακτηρίστηκαν «ακραίοι νεοφιλελεύθεροι» κι όσοι τα είπαν μέσα στο ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίστηκαν «Δεξιοί» ή «αντι-Παπανδρεϊκοί». Μιας και αναφέρομαι στο ΠΑΣΟΚ σήμερα, θυμάμαι σαν τώρα τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη (ένα στέλεχος με περίεργες για την εποχή απόψεις, που ηγείτο της φράξιας των «Ιταλών») να σηκώνεται στο πρώτο συνέδριο του Κινήματος το 1983 και να λέει μπροστά στον Ανδρέα Παπανδρέου: «Σ’ ένα κόμμα που όλα τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου έγιναν υπουργοί κι όλα τα μέλη της Κεντρικής του Επιτροπής έγιναν Νομάρχες ή Διοικητές Οργανισμών, είναι φυσικό όλα τα μέλη των τοπικών οργανώσεων να απαιτούν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.» Τι κράξιμο έφαγε από τους συνέδρους δεν περιγράφεται. Φυσικό ήταν, αφού πήγαινε να τους χαλάσει τη δουλειά.
Δεν κατηγορώ όσους τον έκραζαν τότε. Έτσι ήταν οι εποχές και δεν θα μπορούσε κανείς να απαιτήσει από απλούς οπαδούς του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ να διαθέτουν πολιτική διορατικότητα που θα έφτανε σε βάθος τριακονταετίας. Το γεγονός όμως ότι αυτοί που κρατούσαν τα ηνία της εξουσίας δεν είχαν ούτε καν λογιστική διορατικότητα, αποτελεί έγκλημα. Ήταν θέμα απλής αριθμητικής να δουν που πάει ο τόπος με τόσες σπατάλες και διορισμούς. Ήταν θέμα απλής λογικής να δουν ότι μια ολόκληρη γενιά διαπαιδαγωγείται σε μια αντιπαραγωγική λογική που μόνο δεινά επρόκειτο να φέρει. Αλλά η αυτονόητη λογική ήταν εκτός πεδιάς εκείνους τους καιρούς. Σε μια από τις τελευταίες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου (κάπου μεταξύ 1986 και 1988), τοποθετήθηκε Υπουργός Μεταφορών κάποιος βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας, ονόματι Παπαδημητρίου. Ήταν ήδη πασίγνωστος ως ακραίος παλαιοκομματικός προερχόμενος από την Ένωση Κέντρου και όλοι στο ΠΑΣΟΚ τον ήξεραν με το παρατσούκλι «Γάκιας».
Ο Γάκιας πήρε το υπουργείο με τους δεκάδες εποπτευόμενους οργανισμούς πολυτελείας, τις σημερινές ΔΕΚΟ, στις οποίες μπορούσε να διορίζει απ’ ευθείας και χωρίς διαγωνισμούς ή προσκόματα. Στα χέρια του είχε ΟΤΕ, Ολυμπιακή, ΕΛΤΑ, ΟΣΕ, Αστικές Συγκοινωνίες, ΚΤΕΛ κλπ. Το υπουργείο ήταν τότε στη Φιλελλήνων. Ο νέος υπουργός, άδειασε το μεγαλόπρεπο τραπέζι που είχε μπροστά του από περιττές τηλεφωνικές συσκευές, έγγραφα, ντοσιέ και άλλα παρόμοια και γέμισε την πελώρια επιφάνεια με τετράγωνα χαρτάκια, πάνω στα οποία υπήρχαν ονόματα ψηφοφόρων του. Δεν έκανε τίποτα άλλο όλη την ημέρα, παρά να καλεί τους διοικητές των οργανισμών και τους διευθυντές του υπουργείου και να τους δίνει χαρτάκια, με εντολή να διορίσουν όσους ήταν γραμμένοι σ’ αυτά. Το έκανε τόσο απροκάλυπτα που δημιουργήθηκε σάλος. Το γράψανε οι εφημερίδες και δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες του γραφείου με τα χαρτάκια στοιχισμένα και τον υπουργό να χαμογελά από πάνω τους. Στον επόμενο ανασχηματισμό, ο Ανδρέας Παπανδρέου τον έδιωξε. Τότε ο Γάκιας, έστειλε στον πρωθυπουργό και στις εφημερίδες μια επίσημη επιστολή, με την οποία εξηγούσε ότι οι διορισμοί του αποτελούσαν προϊόν κοινωνικής δικαιοσύνης: Επειδή ο πληθυσμός της Αιτωλοακαρνανίας ήταν (αν θυμάμαι καλά τους αριθμούς) το 7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ενώ το ποσοστό των Αιτωλοακαρνάνων που υπηρετούσαν στο δημόσιο ήταν μόλις το 4% των δημοσίων υπαλλήλων, θέλησε να αποκαταστήσει την ισότητα διορίζοντας αυτό που υπολείπονταν(!). Όλοι τότε γέλασαν, κανένας όμως δεν σκέφτηκε ότι ο τέως υπουργός εγκληματούσε, ούτε κανείς ζήτησε απ’ αυτόν ή από οποιονδήποτε άλλον ευθύνες. Αυτός έφυγε, οι διορισμένοι μείνανε και τώρα είναι απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου. Χαιρετίσματα…
Για να είμαι ακριβοδίκαιος, πιστεύω ότι ο Καραμανλής έχει τεράστιες ευθύνες διότι επί των ημερών του ξεχείλισε το ποτήρι, χωρίς ο ίδιος να κάνει το παραμικρό για να το αντιμετωπίσει με τη εθνική ευθύνη που έπρεπε να έχει ένας σοβαρός Πρωθυπουργός. Παρέδωσε την εξουσία και κάθισε σε μια γωνιά για να παίξει το μπεγλέρι του, το οποίο τον συντροφεύει πλέον σ’ όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του. Όμως, από τη μέση που βρισκόταν το ποτήρι της εθνικής οικονομίας το 1974 του γέρο-Καραμανλή έως την υπερχείλιση του ανιψιού το 2009, το περισσότερο νερό το έριξαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Έχω προσωπική αντίληψη του γεγονότος ότι από το 1981 μέχρι και το 1996 τουλάχιστον, όποιο υψηλό ή μεσαίο «στέλεχος του Κινήματος» επέλεγε να εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα, θεωρούνταν τους υπόλοιπους χαζός ή ιδιόρρυθμος. Ήταν τόσο εύκολο να μπει κανείς σε μια καλή θέση του δημοσίου, τόσο επαρκείς οι αποδοχές από την πρώτη στιγμή και τόσο γρήγορη η ανέλιξη, που έμοιαζε με παλαβομάρα η επιλογή του σκληρού δρόμου μιας καριέρας εκτός κράτους. Ο διορισμός ήταν σχετικά απλή υπόθεση και καλά αμειβόμενες θέσεις υπήρχαν παντού. Ιδιαίτεροι υπουργών και γραμματέων, συνδικαλιστές, διευθυντές, προϊστάμενοι, μετακλητοί σε βουλευτές, κολλητοί κομματικών νομαρχών και δημάρχων, όλοι έβρισκαν τρόπο να διοριστούν μόνιμοι. Αλλά και όποιος έμπαινε σε μια απλή θέση του δημοσίου, κατ’ ευθείαν μεταφερόταν στις παραπάνω θέσεις για να πληρώνεται καλύτερα και να ασκεί τοπική ή κλαδική εξουσία.
Εκείνα τα χρόνια δημιουργήθηκε το σώμα των εργαζομένων στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, που αποτελεί σήμερα το σκληρό ΠΑΣΟΚ με το οποίο καλείται να συγκρουστεί ο Γ. Παπανδρέου. Είναι πράγματι σάρκα από τη σάρκα του κόμματος του. Αυτή η σάρκα τον στήριξε με πάθος και αυτήν καλείται τώρα ο πρωθυπουργός να ακρωτηριάσει. Το πιο δραματικό για τον Παπανδρέου είναι ότι αυτός ο σκληρός κομματικός μηχανισμός ήταν η αιχμή του προσωπικού του δόρατος στις εσωκομματικές εκλογές κόντρα στον Βενιζέλο. Πρόκειται για πολλές χιλιάδες άτομα που επί χρόνια έμαθαν να ζουν με σχετικά υψηλές αποδοχές χωρίς να πολύ-δουλεύουν, βοήθησαν την αντιπολιτευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ με σκληρές συνδικαλιστικές αντιπαραθέσεις όταν κυβερνούσε η ΝΔ, στήριξαν προσωπικά τον Γιώργο στα εσωκομματικά και τώρα μπαίνουν στο στόχαστρο τού εκλεκτού τους. Με απλά λόγια, θα γίνει της κακομοίρας.
Ξέρω ότι οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης μπορούν εύκολα να δείξουν έγγραφα και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η τελευταία κυβέρνηση Καραμανλή διόρισε πάνω από 150.000 υπαλλήλους. Καλά κάνουν και τα λένε, ξεχνούν όμως ότι λίγες μέρες πριν τις εκλογές του 1985 και του 1989, οι αιτήσεις διορισμού στο δημόσιο συμπληρωνόντουσαν κατά χιλιάδες στην Χαριλάου Τρικούπη κι από κει έφευγαν για τις δημόσιες υπηρεσίες. Τότε διορίστηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι που ουρλιάζουν σήμερα, βλέποντας τις αποδοχές τους να μειώνονται και τους οργανισμούς τους να συγχωνεύονται ή να καταργούνται. Μπορεί το 1993 που ο Σαμαράς έριξε τον Μητσοτάκη να ζήσαμε την πρωτόγνωρη εμπειρία διαδηλώσεων από εκτάκτους των ΔΕΚΟ, οι οποίοι με εντολή της Ρηγίλλης είχαν ξεχυθεί στους δρόμους βρίζοντας τον «αποστάτη» διότι έριξε την κυβέρνηση πριν προλάβει να τους μονιμοποιήσει, ξεχνάμε όμως αυτά που ακολούθησαν.
Μέσα στον νόμο Πεπονή το1994 που καθιέρωσε το ΑΣΕΠ για να σταματήσουν όλα αυτά, υπήρχε διάταξη για «αποκατάσταση διωχθέντων από την προηγούμενη κυβέρνηση». Ουδείς γνωρίζει πόσοι διορίστηκαν στο δημόσιο μ’ αυτή την απίθανη διάταξη. Όλοι όσοι είχαν έστω και μια ελάχιστη ενασχόληση στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα την περίοδο 1986-89, θεωρήθηκαν κυνηγημένοι από τη Δεξιά και «τακτοποιήθηκαν» μέσα σε μια νύχτα. Όλοι ανεξαιρέτως οι συμβασιούχοι εκείνων των χρόνων, φουρνιές φοιτητών που δούλευαν τηλεφωνητές για ένα χαρτζιλίκι στα "τρίωρα" του ΟΤΕ, έκτακτοι στις διαλογές δελτίων του ΟΠΑΠ και προσωρινοί ταμίες του Ιπποδρόμου, έλαβαν ξαφνικά μετά από 5 χρόνια ειδοποίηση ότι διορίζονται στο δημόσιο. Οι πιο πολλοί έμειναν άναυδοι, καθότι δεν είχαν καταλάβει ότι ήταν διωχθέντες. Την άλλη μέρα έτρεξαν κι έπιασαν δουλειά στα υπουργεία και τις νομαρχίες. Ακόμα κι αυτούς που είχαν δουλέψει στον «Οργανισμό διεκδίκησης των Ολυμπιακών αγώνων 1996», ο οποίος –λογικότατα- διαλύθηκε όταν η Αθήνα τους έχασε στην ψηφοφορία 1990, διορίστηκαν ως κυνηγημένοι. Μιλάμε για πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Η αλήθεια είναι ότι με τη θέσπιση του ΑΣΕΠ σταμάτησαν οι απ’ ευθείας διορισμοί στο δημόσιο με σχέση μονιμότητας, κάτι που έκαναν κατά κόρον οι κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Άρχισε μετά η φάμπρικα των εκτάκτων και των συμβασιούχων, φάμπρικα που υπηρέτησαν πιστά οι κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη και Κώστα Καραμανλή. Επίσης, σχεδόν όλοι οι εκλεγμένοι δήμαρχοι και νομάρχες της επικράτειας. Τώρα τέλειωσε κι αυτό. Όμως οι παλιοί λογαριασμοί παραμένουν ανοικτοί και καλείται τώρα να τους πληρώσει ο Γιώργος Παπανδρέου. Μπορεί ο ίδιος να διατείνεται ότι προσωπικά δεν φταίει, το κόμμα του όμως φταίει και παραφταίει. Η Δεξιά την πληρώνει ήδη για όσα έκανε. Είναι τρία κομμάτια και μακριά από κάθε προοπτική εξουσίας. Θα την πληρώσει τώρα και το ΠΑΣΟΚ, καθώς είναι υποχρεωμένο να τα βάλει με τον ίδιο του τον ιστορικό εαυτό. Απλό είναι.
Το δυστύχημα είναι ότι κάποιοι τα έλεγαν από τότε και στις δύο παρατάξεις. Ήταν λίγοι ομολογουμένως και η καθαρή ματιά τους προς το μέλλον εξελήφθη ως πολιτική διαστροφή. Όσοι τα είπαν μέσα στη ΝΔ χαρακτηρίστηκαν «ακραίοι νεοφιλελεύθεροι» κι όσοι τα είπαν μέσα στο ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίστηκαν «Δεξιοί» ή «αντι-Παπανδρεϊκοί». Μιας και αναφέρομαι στο ΠΑΣΟΚ σήμερα, θυμάμαι σαν τώρα τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη (ένα στέλεχος με περίεργες για την εποχή απόψεις, που ηγείτο της φράξιας των «Ιταλών») να σηκώνεται στο πρώτο συνέδριο του Κινήματος το 1983 και να λέει μπροστά στον Ανδρέα Παπανδρέου: «Σ’ ένα κόμμα που όλα τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου έγιναν υπουργοί κι όλα τα μέλη της Κεντρικής του Επιτροπής έγιναν Νομάρχες ή Διοικητές Οργανισμών, είναι φυσικό όλα τα μέλη των τοπικών οργανώσεων να απαιτούν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.» Τι κράξιμο έφαγε από τους συνέδρους δεν περιγράφεται. Φυσικό ήταν, αφού πήγαινε να τους χαλάσει τη δουλειά.
Δεν κατηγορώ όσους τον έκραζαν τότε. Έτσι ήταν οι εποχές και δεν θα μπορούσε κανείς να απαιτήσει από απλούς οπαδούς του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ να διαθέτουν πολιτική διορατικότητα που θα έφτανε σε βάθος τριακονταετίας. Το γεγονός όμως ότι αυτοί που κρατούσαν τα ηνία της εξουσίας δεν είχαν ούτε καν λογιστική διορατικότητα, αποτελεί έγκλημα. Ήταν θέμα απλής αριθμητικής να δουν που πάει ο τόπος με τόσες σπατάλες και διορισμούς. Ήταν θέμα απλής λογικής να δουν ότι μια ολόκληρη γενιά διαπαιδαγωγείται σε μια αντιπαραγωγική λογική που μόνο δεινά επρόκειτο να φέρει. Αλλά η αυτονόητη λογική ήταν εκτός πεδιάς εκείνους τους καιρούς. Σε μια από τις τελευταίες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου (κάπου μεταξύ 1986 και 1988), τοποθετήθηκε Υπουργός Μεταφορών κάποιος βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας, ονόματι Παπαδημητρίου. Ήταν ήδη πασίγνωστος ως ακραίος παλαιοκομματικός προερχόμενος από την Ένωση Κέντρου και όλοι στο ΠΑΣΟΚ τον ήξεραν με το παρατσούκλι «Γάκιας».
Ο Γάκιας πήρε το υπουργείο με τους δεκάδες εποπτευόμενους οργανισμούς πολυτελείας, τις σημερινές ΔΕΚΟ, στις οποίες μπορούσε να διορίζει απ’ ευθείας και χωρίς διαγωνισμούς ή προσκόματα. Στα χέρια του είχε ΟΤΕ, Ολυμπιακή, ΕΛΤΑ, ΟΣΕ, Αστικές Συγκοινωνίες, ΚΤΕΛ κλπ. Το υπουργείο ήταν τότε στη Φιλελλήνων. Ο νέος υπουργός, άδειασε το μεγαλόπρεπο τραπέζι που είχε μπροστά του από περιττές τηλεφωνικές συσκευές, έγγραφα, ντοσιέ και άλλα παρόμοια και γέμισε την πελώρια επιφάνεια με τετράγωνα χαρτάκια, πάνω στα οποία υπήρχαν ονόματα ψηφοφόρων του. Δεν έκανε τίποτα άλλο όλη την ημέρα, παρά να καλεί τους διοικητές των οργανισμών και τους διευθυντές του υπουργείου και να τους δίνει χαρτάκια, με εντολή να διορίσουν όσους ήταν γραμμένοι σ’ αυτά. Το έκανε τόσο απροκάλυπτα που δημιουργήθηκε σάλος. Το γράψανε οι εφημερίδες και δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες του γραφείου με τα χαρτάκια στοιχισμένα και τον υπουργό να χαμογελά από πάνω τους. Στον επόμενο ανασχηματισμό, ο Ανδρέας Παπανδρέου τον έδιωξε. Τότε ο Γάκιας, έστειλε στον πρωθυπουργό και στις εφημερίδες μια επίσημη επιστολή, με την οποία εξηγούσε ότι οι διορισμοί του αποτελούσαν προϊόν κοινωνικής δικαιοσύνης: Επειδή ο πληθυσμός της Αιτωλοακαρνανίας ήταν (αν θυμάμαι καλά τους αριθμούς) το 7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ενώ το ποσοστό των Αιτωλοακαρνάνων που υπηρετούσαν στο δημόσιο ήταν μόλις το 4% των δημοσίων υπαλλήλων, θέλησε να αποκαταστήσει την ισότητα διορίζοντας αυτό που υπολείπονταν(!). Όλοι τότε γέλασαν, κανένας όμως δεν σκέφτηκε ότι ο τέως υπουργός εγκληματούσε, ούτε κανείς ζήτησε απ’ αυτόν ή από οποιονδήποτε άλλον ευθύνες. Αυτός έφυγε, οι διορισμένοι μείνανε και τώρα είναι απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου. Χαιρετίσματα…
του Δημήτρη Καμπουράκη