Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Μία διδακτική ιστορία

Η κεραμοποιία Ζανόν ιδρύθηκε το 1979 στο Νεουκέν της Αργεντινής από τον ιταλό επιχειρηματία Λουί Ζανόν. Ηταν η εποχή που η Αργεντινή διοικούνταν από μία στυγνή στρατιωτική χούντα (1976-1983), που έδωσε γη και ύδωρ στους καπιταλιστές για να κάνουν «μεγάλα έργα». 
Ετσι, ο Ζανόν έχτισε το εργοστάσιό του σε δημόσια έκταση με γενναία κρατική επιχορήγηση που ποτέ δεν επέστρεψε. Μέσα στην επόμενη εικοσαετία, η Ζανόν έγινε ένα από τα πιο παραγωγικά εργοστάσια κεραμοποιίας στην Λατινική Αμερική, καλύπτοντας μια έκταση 80 στρεμμάτων και πουλώντας κεραμικά και πορσελάνες σε όλη την Αργεντινή και στο εξωτερικό. 
Οταν έπεσε η δικτατορία, η Ζανόν ήταν ήδη ένα μεγάλο εργοστάσιο. Δέκα χρόνια αργότερα (το 1994) η παραγωγή είχε φτάσει το 1 εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα πλακάκια το μήνα, αποφέροντας τεράστια κέρδη στον Ζανόν, που κατά ορισμένες εκτιμήσεις έφτασαν τα 77 εκατ. δολάρια το χρόνο.

  Ομως αυτή η «ένδοξη» πορεία του εργοστασίου δε μπορούσε παρά να χαραχτεί με ποτάμια ιδρώτα και αίματος των εργατών της, και καταλήστευση ταυτόχρονα των πρώτων υλών (πηλός) των εδαφών των αυτοχθόνων (Μαπούτσε). Η «χρυσή εποχή» της κερδοφορίας συνοδευόταν από σωρεία εργατικών «ατυχημάτων», τα οποία έφταναν τα 30 το μήνα, ενώ ένας εργάτης σκοτωνόταν κατά μέσο όρο κάθε χρόνο στο βωμό του ασύδοτου κέρδους.

  Προνομιούχοι… σκλάβοι
Παρολααυτά, οι εργάτες της Ζανόν ανήκαν στους πιο καλοπληρωμένους σε εθνική κλίμακα. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους «μεσαία τάξη». 
Να πως περιγράφει το τρόπο σκέψης τους, η Ντέλια, μια εργάτρια που δούλευε επί 20 χρόνια στο εργοστάσιο, σε συνέντευξη που έδωσε μαζί με άλλους εργάτες σε δημοσιογράφο που επισκέφτηκε την πρώην Ζανόν το 2003: 
«Επρεπε να αγγίξουν το πορτοφόλι της μεσαίας τάξης. Οταν βλέπουν έναν αποκλεισμό δρόμου σήμερα καταλαβαίνουν (σ.σ. οι εργάτες), επειδή τώρα επηρεάζονται από την κρίση εξίσου. Δυστυχώς, έπρεπε να συμβεί σε μας πρώτα για να καταλάβουμε. Πρωτύτερα είχαμε τραπεζικούς λογαριασμούς και πιστωτικές κάρτες…Εβλεπα τον εαυτό μου στη μεσαία τάξη ή τουλάχιστον ήθελα να ανήκω εκεί. Εστελνα την κόρη μου σε ιδιωτικό σχολείο και πλήρωνα γι’ αυτό…Δεν ενδιαφερόμουν για τον αγώνα για καλύτερη εκπαίδευση. Πλήρωνα γι’ αυτή»
  
Αυτό το «προνόμιο», όμως, οι εργάτες το πλήρωναν ακριβά, όπως επισημαίνει στην ίδια συνέντευξη ο Ραούλ Γκοντόι, ο γραμματέας του σωματείου της Ζανόν, που δουλεύει στο εργοστάσιο από το 1993: 
«Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε εδώ με τέσσερις συνεχόμενες συμβάσεις, κάθε μία περιορίζονταν στους έξι μήνες. Αν αρνιόσουν τις υπερωρίες, σε απολύανε. Αν είχες ένα ατύχημα ή αρρώσταινες, επίσης σε απολύανε. Το εργοστάσιο ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και στο εσωτερικό επικρατού-σε ένα δεσποτικό καθεστώς…Ενα σωματείο αστυνομικού τύπου, φιλικό (σ.σ. στους καπιταλιστές) είχε τον έλεγχο. Ομως, βλέποντας απ’ έξω, ήταν προνόμιο να εργάζεσαι σ’ αυτό το εργοστάσιο. Οι πρώτοι έξι μήνες σε αυτή τη δουλειά ήταν οι χειρότεροι ολόκληρης της εργασιακής ζωής μου και ξεκίνησα να δουλεύω από τα 11… Μας έβαζαν να δουλεύουμε διπλοβάρδιες, 16άωρα, από τις 6 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Για έξι μήνες δεν είχα πρακτικά καμία μέρα ρεπό».

  Υπόγεια δουλειά
Ο συνδικαλισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος στο εργοστάσιο για πολλά χρόνια. 
Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν το συνδικάτο ελεγχόταν από μια συνδικαλιστική μαφία υποταγμένη πλέρια στο αφεντικό και οι εργάτες είχαν καταντήσει εξαρτήματα των μηχανών; 
Ορισμένοι μάλιστα το αποδέχονταν αυτό στο βωμό του «μπόνους παραγωγικότητας», όπως επισημαίνει ο Ραούλ Γκοντόι: 
«Στο εργοστάσιο οι συνάδελφοί σου σε πίεζαν να δουλεύεις περισσότερο επειδή ποθούσαν το μπόνους παραγωγικότητας. Οι πιο παλιοί συνάδελφοί σου σου έλεγαν: "η παραγωγή προχωρά αργά επειδή αυτός ο τύπος δεν δουλεύει καλά". Αυτή ήταν μια εξαιρετική πίεση».
  
Αυτοί οι εξοντωτικοί ρυθμοί και οι καθημερινές ταπεινώσεις γεννούν αργά και σταδιακά ένα συνδικαλιστικό κίνημα έξω από τη μαφία του «επίσημου» συνδικάτου. 
Γι’ αυτό χρειάστηκε «υπόγεια δουλειά» που κατά τον Ραούλ «ήταν το πιο επαναστατικό πράγμα που έχω κάνει ποτέ μου». 
Προκειμένου να βρεθούν οι εργάτες έξω από το εργοστάσιο, οι πιο πρωτοπόροι οργάνωσαν ποδοσφαιρικούς αγώνες τις Κυριακές. 
Με αυτόν τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα να συναντιούνται οι εργάτες απ’ όλα τα τμήματα του εργοστασίου και να συζητούν έξω από το εργοστάσιο. Αυτό κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Εντωμεταξύ, οι αγώνες των δασκάλων και των ανέργων άρχισαν να επηρεάζουν τις συνειδήσεις των εργατών. 
Οι πιο πρωτοπόροι από αυτούς έκαναν μεγάλες προσπάθειες για να διεκδικήσουν έναν χώρο για την διεξαγωγή συνελεύσεων. 
«Ηταν δύσκολη δουλειά να το πετύχεις αυτό», λέει ο Ραούλ Γκοντόι. «Η διοίκηση μας απειλού-σε, υπήρξαν νομικές διώξεις. Οι συνελεύσεις απαγορεύονταν, επιτρέπονταν μόνο στα γραφεία του σωματείου έξω από το εργοστάσιο και εκτός εργάσιμου χρόνου. Νομικά αυτό ήταν αμφισβητήσιμο. Ο,τι πετύχαμε το πετύχαμε κυρίως επειδή σπάσαμε τους κανόνες. Ηταν ένας μεγάλος αγώνας να δυναμώσουμε τις συνελεύσεις. Πρώτα ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε το μισάωρο διάλειμμα για φαγητό στην καντίνα για να μιλήσουμε στους εργάτες. Κάθε βάρδια είχε μισή ώρα και εμείς χρησιμοποιούσαμε αυτό το χρόνο. Ο κόσμος δεν είχε διάλειμμα ταυτόχρονα, ενώ κάποιοι έτρωγαν, οι υπόλοιποι επέβλεπαν τις μηχανές. Οταν γίναμε πιο δυνατοί, ζητήσαμε κοινά διαλείμματα. Αυτό ήταν μια αναπάντεχη πρόκληση για την εταιρία και μας υπέβαλαν μηνύσεις γι’ αυτό. Η επιβολή κοινού διαλείμματος ήταν το πρώτο μας κατόρθωμα. Αυτό δεν ακούγεται τώρα τόσο μεγάλο, αλλά ήταν μια τεράστια επιτυχία. Μετά είχαμε συνελεύσεις της μίας ώρας ή όσο χρειαζόταν για την ατζέντα μας. Αυτές οι συνελεύσεις ήταν μέρος του αγώνα».
  
Η ζύμωση, επομένως, των πιο πρωτοπόρων εργατών στους υπόλοιπους υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για ν’ αρχίσουν ν’ αλλάζουν οι συνειδήσεις. Ζύμωση που γινόταν «υπόγεια», για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν αρχίσουν να κινητοποιούνται οι εργάτες.

  Η πρώτη απεργία
Η χρήση συμβασιούχων εργατών από την εταιρία, οι εξοντωτικοί ρυθμοί δουλειάς και οι καθημερινές ταπεινώσεις από τους προϊσταμένους άρχισαν να δημιουργούν δυσαρέσκεια μέσα στο εργοστάσιο. Ωσπου μια μέρα, τον Ιούλη του 2000, ένας 22χρονος εργάτης πεθαίνει την ώρα της δουλειάς από καρδιακή προσβολή. Στο εργοστάσιο δεν υπήρχε αναπνευστήρας οξυγόνου και ο γιατρός την κοπάνησε μετά από δυο ώρες, αφήνοντας έναν «υπεύθυνο» που δεν ήξερε την τύφλα του. Ο Ντανιέλ Φέρας πέθανε πριν φτάσει το ασθενοφόρο στο εργοστάσιο. Ο θάνατος του Ντανιέλ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μια εταιρία με τέτοια κέρδη να μη διαθέτει πρώτες βοήθειες, ενώ όταν οι εργάτες αρρώσταιναν, η εταιρία ξόδευε λεφτά για να στείλει γιατρό και να τσεκάρει αν λένε αλήθεια!
  
Αυτό εξόργισε τους εργάτες που κατέβηκαν αμέσως σε απεργία. Ηταν η πρώτη τους απεργία που κράτησε εννέα μέρες, αναγκάζοντας την εταιρία να δώσει λεφτά για να φτιαχτεί υποδομή πρώτων βοηθειών. 

  Στο δρόμο προς τη χρεοκοπία
Μετά την απεργία η διοίκηση βάζει μπρος τις διαδικασίες χρεοκοπίας. 
Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές των εργατών πληθαίνουν. 
Ετσι, οι εργάτες ξαναρχίζουν τις απεργίες που κορυφώνονται τον Μάρτη του 2001, διεκδικώντας τα δεδουλευμένα. 
Η απεργία κρατά 34 μέρες και οι εργάτες στρατοπεδεύουν σε σκηνές έξω από το εργοστάσιο και ζουν από τα τρόφιμα που τους δίνει ο κόσμος. Οι εργάτες προχωρούν σε αποκλεισμούς δρόμων και κόβουν την κυκλοφορία στην γέφυρα του Νεουκέν. Τότε, η τοπική κυβέρνηση μαζί με την εργοδοσία ανακοινώνουν ότι οι μισθοί θα πληρωθούν. 
Οι εργάτες επιστρέφουν στη δουλειά αλλά δεν αργεί ο καιρός που οι καπιταλιστές της Ζανόν θα ξαναρχίσουν τα ίδια.
  

Να πως περιγράφει την κατάσταση ένας εργοδηγός (ο ένας από τους δύο που συντάχτηκαν με τον αγώνα των εργατών, σε σύνολο 82 εργοδηγών), ο Κάρλος «Μανότας», στη συνέντευξη των εργατών που αναφέραμε προηγούμενα: 
«Τον Ιούνη και τον Ιούλη η εταιρία ξαναρχίζει να μιλά για το πόσο άσχημα πάνε οι πωλήσεις. Ξέραμε ότι η εταιρία πουλού-σε 500.000 τετραγωνικά μέτρα το μήνα και ότι έβγαζε εκατομμύρια σε αμερικάνικα δολάρια. Ομως επέμεναν ότι δεν είχαν λεφτά. Αποφασίσαμε σε μία συνέλευση ότι αν οι μισθοί δεν πληρώνονταν την καθορισμένη μέρα θα ξαναρχίζαμε την απεργία. Κι αυτό συνέβη την 1η του Οκτώβρη (2001) όταν δεν υπήρχαν λεφτά. Σταματήσαμε την παραγωγή και σκεφτήκαμε: την τελευταία φορά μας πήρε 34 μέρες, αυτή τη φορά μπορεί να πάρει δύο μήνες. Επαναλάβαμε τις ίδιες δράσεις όπως στην απεργία των 34 ημερών. Μαζεύοντας φαγητό, δημοσιοποιώντας τη σύγκρουση, ορισμένοι πήγαν και στο Μπουένος Αιρες».
  

Δυο μήνες μετά, στα τέλη του Νοέμβρη, ο Ζανόν στέλνει επιστολές απόλυσης σε όλους (και τους 380) εργάτες! Στις 30 Νοέμβρη του 2001, οι εργάτες οργανώνουν συγκέντρωση έξω από το κτίριο της τοπικής κυβέρνησης και καίνε τις επιστολές. Οι εργάτες συγκρούονται με την αστυνομία που συλλαμβάνει 19, όμως αναγκάζεται να τους απελευθερώσει την ίδια μέρα για να γλυτώσει τα χειρότερα, αφού το ίδιο απόγευμα 3.000 άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους του Νεουκέν διαδηλώνοντας ενάντια στις συλλήψεις. Αυτό ήταν και το τέλος της «χρυσής εποχής» της κεραμοποιίας Ζανόν, η οποία κλείνει οριστικά έχοντας συσσωρεύσει χρέη πάνω από 75 εκατ. δολάρια, τα 20 εκατ. από τα οποία οφείλονταν στην Παγκόσμια Τράπεζα. Ταυτόχρονα, οι εργάτες μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά αφού για πολλούς μήνες ήταν απλήρωτοι.
  
Η παγίδα του κράτους


Οσα διαδραματίζονται στην Ζανόν είναι άρρηκτα δεμένα με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην Αργεντινή. Δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», που ρίχνουν ετσιθελικά κάποιοι πρωτοπόροι. Ο,τι έγινε έγινε σε εκείνη ακριβώς την περίοδο που έλαβαν χώρα κάποιες από τις πιο έντονες ταξικές συγκρούσεις στην ιστορία της χώρας. Συγκρούσεις που αγκάλιασαν ολόκληρη την Αργεντινή και οδήγησαν στην πτώση πέντε προέδρων μέσα σε δυο βδομάδες (τέλη 2001-αρχές 2002). Γι’ αυτό και το κράτος παρεμβαίνει για να τιθασεύσει τις αντιδράσεις.
  

Αυτό γίνεται με μία εκ πρώτης όψεως ασυνήθιστη δικαστική απόφαση που λαμβάνεται αμέσως μετά το λοκ-άουτ. Σ’ αυτή την απόφαση «ο εργοδότης καταδικάστηκε για παράνομο λοκ-άουτ και το 40% του στοκ παραδόθηκε στους εργάτες σαν αποζημίωση για τους απλήρωτους μισθούς»
Η παράδοση του στοκ των εμπορευμάτων στους εργάτες μπορεί να ακούγεται πολύ «επαναστατικό» μέτρο, όμως αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, θα δει ότι δεν ήταν και τόσο. 
Αντί το δικαστήριο να εκποιήσει την περιουσία του Ζανόν και να πληρώσει τους εργάτες, τους έδωσε το εμπόρευμα σε μία περίοδο που ο κόσμος δεν είχε λεφτά (το κράτος είχε ήδη κηρύξει χρεοκοπία) και τους άφησε να κολυμπήσουν στο πέλαγος της καπιταλιστικής αγοράς.
  

Οι εργάτες δυστυχώς δέχτηκαν. Το Δεκέμβρη, οι εργάτες ξεκινούν να πουλάνε το στοκ που τους παραχώρησε το δικαστήριο σαν αποζημίωση για τους απλήρωτους μισθούς, όμως πόσα να πάρεις όταν ο κόσμος δεν έχει λεφτά να ξοδέψει; Βλέποντας τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουν οι εργάτες (οι οποίοι ζουν με όσα λεφτά κατορθώνουν να μαζέψουν με τις πωλήσεις του στοκ και με τα τρόφιμα που τους δίνει ο κόσμος), οι καπιταλιστές πρώην ιδιοκτήτες της Ζανόν προτείνουν ένα σχέδιο «ανασυγκρότησης» της εταιρίας το Γενάρη του 2002. 
Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η εταιρία θα άνοιγε άμεσα, με την προϋπόθεση να περιοριστεί το προσωπικό στους 62! Δηλαδή, θα παρέμενε στη δουλειά περίπου το ένα δέκατο αυτών που δούλευαν στην εταιρία τον Ιούλη του 2002, όταν πέθανε ο Ντανιέλ Φέρας (600 άτομα περίπου, όπως αναφέρει η μητέρα του στη συνέντευξη των εργατών που αναφέραμε παραπάνω). 
Οι εργάτες απορρίπτουν την πρόταση και σε γενική συνέλευση που πραγματοποιούν στις 27 Φλεβάρη του 2002, 270 εργάτες (262 άντρες και 8 γυναίκες) αποφασίζουν να βάλουν την παραγωγή σε κίνηση. Θα μπουν έτσι άθελά τους στη διαχείριση ενός εργοστασίου, μέσα σε ένα εντελώς αφιλόξενο περιβάλλον.
                        
Από athens.indymedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου