Την πρώτη φορά που έγινε λόγος για την ανάγκη να αντληθούν 50 δισεκατομμύρια από την πώληση δημόσιας περιουσίας, βγήκαν χαράματα οι υπουργοί και βγάζανε κραυγές και διαψεύσεις. Τελικά η πώληση θα γίνει, μόνο που καταφέραμε να αποκληθεί «αξιοποίηση», και το παρουσιάσαμε περίπου σαν εθνικό θρίαμβο ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Βέβαια, η αναγγελία για την «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας» προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, και όχι άδικα, αν αναλογιστούμε προηγούμενες επιδόσεις του νεοελληνικού κράτους στο ξεπούλημα, που μάλιστα είχαν γίνει σε ομαλές συνθήκες ήρεμης και αβίαστης διαφθοράς, και όχι τώρα που θα έχουμε επιπλέον το μνημονιακό πιστόλι στον κρόταφο και όπου όλα δείχνουν ότι η αξιοποίηση θα είναι, στην πραγματικότητα, εκποίηση, κάτι που δεν μας ξαφνιάζει, εμάς που λεξιλογούμε, αφού οι δυο λέξεις έχουν… κοινή κατάληξη.
Η εκποίηση είναι αρχαία, με αρχαιότερη ανεύρεση στον Ηρόδοτο (αν και, στο πνεύμα της αδιατάρακτης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, στον Ηρόδοτο σήμαινε «εκσπερμάτωση»), ενώ η αξιοποίηση είναι νεότερος λόγιος σχηματισμός. Οι αρχαίοι δεν αξιοποιούσαν, φαίνεται. Πιο κοινά, θα την πούμε πώληση, πούλημα, ή και ξεπούλημα.
Και το ρήμα πουλώ έχει αρχαία καταγωγή, από το πωλέω-πωλώ, που ίσως σήμαινε αρχικά «περιφέρω προϊόντα για να τα πουλήσω», ενώ το άλλο ρήμα που είχαν οι αρχαίοι για την ίδια έννοια, το πιπράσκω, χρησιμοποιόταν περισσότερο για τις πωλήσεις δούλων· αυτό δεν έχει επιβιώσει στη νεότερη γλώσσα, αν και διατηρούνται παράγωγά του όπως το πρατήριο ή ο μεταπράτης, ενώ της ίδιας οικογένειας είναι και το πανάρχαιο ρήμα πέρνημι, από το οποίο προέρχεται η πόρνη.
Τώρα τελευταία, για την πώληση των πιο αξιόλογων ή κερδοφόρων περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, ακούγεται η έκφραση «πουλάω τα ασημικά της οικογένειας», δάνειο από την αγγλική selling the family silver που καθιερώθηκε από διάσημη ομιλία του γηραιού Εργατικού Χάρολντ Μακμίλαν, το 1985, στην οποία καταγγελλόταν η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων της Θάτσερ. Κάποιοι προτιμούν να μιλάνε για «χρυσαφικά της οικογένειας», αν και με τη φόρα που έχουν πάρει οι ταγοί μας δεν αποκλείεται να φτάσουμε και μέχρι τα μπακίρια.
Άλλοι πάλι προτιμούν τις γαστριμαργικές μεταφορές, κι έτσι λένε ότι θα πουληθούν τα φιλέτα του δημοσίου. Η λέξη φιλέτο, βέβαια, αρχικά σήμαινε (και ακόμα σημαίνει) το κρέας από την περιοχή των νεφρών, που δεν έχει χόνδρους και κόκαλα και θεωρείται το πιο διαλεχτό κομμάτι, αλλά εδώ και κάμποσες δεκαετίες έχει πάρει και τη μεταφορική σημασία του εκλεκτότερου μέρους ενός οποιουδήποτε συνόλου, ιδίως όπου υπονοείται υψηλή τιμή ή μεγάλο κέρδος, κι έτσι μιλάμε για οικόπεδα-φιλέτα ή για ακτοπλοϊκές γραμμές-φιλέτα (που βέβαια αυτές προτιμάει η ιδιωτική πρωτοβουλία, αναγκάζοντας το κράτος να τις επιδοτήσει προκειμένου να αναλάβουν και τον κατιμά).
Το φιλέτο είναι δάνειο ιταλικό ή γαλλικό (filet) και το περίεργο είναι ότι στα γαλλικά η αρχική σημασία της λέξης είναι «κλωστίτσα»· δεν είναι βέβαιο πώς ονομάστηκε έτσι το εκλεκτό κρέας, ίσως επειδή το μαγείρευαν δεμένο σε σπάγγο. Νομίζω πάντως ότι η μεταφορική σημασία (του εκλεκτού μέρους ενός συνόλου) δεν υπάρχει στις άλλες γλώσσες.
Τα φιλέτα αυτά καλούμαστε λοιπόν να τα αξιοποιήσουμε, να τα εκποιήσουμε ή να τα πουλήσουμε, δηλαδή να τα βγάλουμε στο σφυρί (έκφραση που είναι βγαλμένη από τους πλειστηριασμούς, όπου με τα τρία χτυπήματα του σφυριού επικυρώνεται η πώληση), να τα δώσουμε για ένα κομμάτι ψωμί (έκφραση που αναδεικνύει τη στυγνή βιοποριστική ανάγκη· στην Κατοχή, μην ξεχνάμε, πράγματι πουλήθηκαν περιουσίες αν όχι για ένα κομμάτι ψωμί πάντως για λίγους τενεκέδες λάδι· πολλοί αγοραστές έγιναν μετά υπουργοί και βάλε), να τα δώσουμε όσο-όσο, μισοτιμής, τζάμπα, χάρισμα, αν προτιμάτε να τα δώσουμε μπιρ παρά (τουρκική έκφραση, που σημαίνει «έναν παρά»), ή, η κοινότερη έκφραση, «να τα δώσουμε κοψοχρονιά».
Αυτή η κοψοχρονιά είναι περίεργη λέξη διότι, αν και εξαιρετικά οικεία στους περισσότερους, περιέργως δεν υπάρχει στα παλιότερα λεξικά μας, δηλαδή όσα έχουν εκδοθεί πριν από το 1990· η παλιότερη ανεύρεσή της που βρήκα, από έρευνα που έκανα, ήταν στο μυθιστόρημα του Αντ. Τραυλαντώνη Λεηλασία μιας ζωής (δεν γράφτηκε για το Μνημόνιο) που εκδόθηκε το 1936, οπότε η κοψοχρονιά μάλλον πλάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Πώς; Ίσως από το επίθετο «κοψόχρονος» (λιγόχρονος, αυτός που πεθαίνει νέος), επειδή όταν δίνουμε «κοψοχρονιάς» το εμπόρευμα το ξεκάνουμε, το «σκοτώνουμε».
Για τη διάκριση ανάμεσα στο πιπράσκω και στο πωλώ, που λέγαμε παραπάνω, είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από τον Δημοσθένη, που φαντάζει ανατριχιαστικά επίκαιρο, όταν λέει πως οι ηγέτες που νόμιζαν ότι ξεπουλούν τα πάντα εκτός από τον εαυτό τους τελικά κατάλαβαν ότι πρώτα είχαν πουληθεί οι ίδιοι: ο Δημοσθένης χρησιμοποιεί το πωλώ για την πρώτη χρήση και το πιπράσκω για τη δεύτερη: τοις δε προεστηκόσι και τ’ άλλα πλην εαυτούς οιομένους πωλείν πρώτους εαυτούς πεπρακόσιν αισθέσθαι (Περί στεφάνου, 18.46) Στο ίδιο απόσπασμα, ο λαός χάνει την ανεξαρτησία του από την υπερβολική αδιαφορία· αρχαία πράγματα αυτά, ασφαλώς άσχετα με σήμερα...
Από την Αυγή
Η εκποίηση είναι αρχαία, με αρχαιότερη ανεύρεση στον Ηρόδοτο (αν και, στο πνεύμα της αδιατάρακτης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, στον Ηρόδοτο σήμαινε «εκσπερμάτωση»), ενώ η αξιοποίηση είναι νεότερος λόγιος σχηματισμός. Οι αρχαίοι δεν αξιοποιούσαν, φαίνεται. Πιο κοινά, θα την πούμε πώληση, πούλημα, ή και ξεπούλημα.
Και το ρήμα πουλώ έχει αρχαία καταγωγή, από το πωλέω-πωλώ, που ίσως σήμαινε αρχικά «περιφέρω προϊόντα για να τα πουλήσω», ενώ το άλλο ρήμα που είχαν οι αρχαίοι για την ίδια έννοια, το πιπράσκω, χρησιμοποιόταν περισσότερο για τις πωλήσεις δούλων· αυτό δεν έχει επιβιώσει στη νεότερη γλώσσα, αν και διατηρούνται παράγωγά του όπως το πρατήριο ή ο μεταπράτης, ενώ της ίδιας οικογένειας είναι και το πανάρχαιο ρήμα πέρνημι, από το οποίο προέρχεται η πόρνη.
Τώρα τελευταία, για την πώληση των πιο αξιόλογων ή κερδοφόρων περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, ακούγεται η έκφραση «πουλάω τα ασημικά της οικογένειας», δάνειο από την αγγλική selling the family silver που καθιερώθηκε από διάσημη ομιλία του γηραιού Εργατικού Χάρολντ Μακμίλαν, το 1985, στην οποία καταγγελλόταν η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων της Θάτσερ. Κάποιοι προτιμούν να μιλάνε για «χρυσαφικά της οικογένειας», αν και με τη φόρα που έχουν πάρει οι ταγοί μας δεν αποκλείεται να φτάσουμε και μέχρι τα μπακίρια.
Άλλοι πάλι προτιμούν τις γαστριμαργικές μεταφορές, κι έτσι λένε ότι θα πουληθούν τα φιλέτα του δημοσίου. Η λέξη φιλέτο, βέβαια, αρχικά σήμαινε (και ακόμα σημαίνει) το κρέας από την περιοχή των νεφρών, που δεν έχει χόνδρους και κόκαλα και θεωρείται το πιο διαλεχτό κομμάτι, αλλά εδώ και κάμποσες δεκαετίες έχει πάρει και τη μεταφορική σημασία του εκλεκτότερου μέρους ενός οποιουδήποτε συνόλου, ιδίως όπου υπονοείται υψηλή τιμή ή μεγάλο κέρδος, κι έτσι μιλάμε για οικόπεδα-φιλέτα ή για ακτοπλοϊκές γραμμές-φιλέτα (που βέβαια αυτές προτιμάει η ιδιωτική πρωτοβουλία, αναγκάζοντας το κράτος να τις επιδοτήσει προκειμένου να αναλάβουν και τον κατιμά).
Το φιλέτο είναι δάνειο ιταλικό ή γαλλικό (filet) και το περίεργο είναι ότι στα γαλλικά η αρχική σημασία της λέξης είναι «κλωστίτσα»· δεν είναι βέβαιο πώς ονομάστηκε έτσι το εκλεκτό κρέας, ίσως επειδή το μαγείρευαν δεμένο σε σπάγγο. Νομίζω πάντως ότι η μεταφορική σημασία (του εκλεκτού μέρους ενός συνόλου) δεν υπάρχει στις άλλες γλώσσες.
Τα φιλέτα αυτά καλούμαστε λοιπόν να τα αξιοποιήσουμε, να τα εκποιήσουμε ή να τα πουλήσουμε, δηλαδή να τα βγάλουμε στο σφυρί (έκφραση που είναι βγαλμένη από τους πλειστηριασμούς, όπου με τα τρία χτυπήματα του σφυριού επικυρώνεται η πώληση), να τα δώσουμε για ένα κομμάτι ψωμί (έκφραση που αναδεικνύει τη στυγνή βιοποριστική ανάγκη· στην Κατοχή, μην ξεχνάμε, πράγματι πουλήθηκαν περιουσίες αν όχι για ένα κομμάτι ψωμί πάντως για λίγους τενεκέδες λάδι· πολλοί αγοραστές έγιναν μετά υπουργοί και βάλε), να τα δώσουμε όσο-όσο, μισοτιμής, τζάμπα, χάρισμα, αν προτιμάτε να τα δώσουμε μπιρ παρά (τουρκική έκφραση, που σημαίνει «έναν παρά»), ή, η κοινότερη έκφραση, «να τα δώσουμε κοψοχρονιά».
Αυτή η κοψοχρονιά είναι περίεργη λέξη διότι, αν και εξαιρετικά οικεία στους περισσότερους, περιέργως δεν υπάρχει στα παλιότερα λεξικά μας, δηλαδή όσα έχουν εκδοθεί πριν από το 1990· η παλιότερη ανεύρεσή της που βρήκα, από έρευνα που έκανα, ήταν στο μυθιστόρημα του Αντ. Τραυλαντώνη Λεηλασία μιας ζωής (δεν γράφτηκε για το Μνημόνιο) που εκδόθηκε το 1936, οπότε η κοψοχρονιά μάλλον πλάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Πώς; Ίσως από το επίθετο «κοψόχρονος» (λιγόχρονος, αυτός που πεθαίνει νέος), επειδή όταν δίνουμε «κοψοχρονιάς» το εμπόρευμα το ξεκάνουμε, το «σκοτώνουμε».
Για τη διάκριση ανάμεσα στο πιπράσκω και στο πωλώ, που λέγαμε παραπάνω, είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από τον Δημοσθένη, που φαντάζει ανατριχιαστικά επίκαιρο, όταν λέει πως οι ηγέτες που νόμιζαν ότι ξεπουλούν τα πάντα εκτός από τον εαυτό τους τελικά κατάλαβαν ότι πρώτα είχαν πουληθεί οι ίδιοι: ο Δημοσθένης χρησιμοποιεί το πωλώ για την πρώτη χρήση και το πιπράσκω για τη δεύτερη: τοις δε προεστηκόσι και τ’ άλλα πλην εαυτούς οιομένους πωλείν πρώτους εαυτούς πεπρακόσιν αισθέσθαι (Περί στεφάνου, 18.46) Στο ίδιο απόσπασμα, ο λαός χάνει την ανεξαρτησία του από την υπερβολική αδιαφορία· αρχαία πράγματα αυτά, ασφαλώς άσχετα με σήμερα...
Από την Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου