Εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα του 1828 το ισχυρότερο βρετανικό πλοίο της Ανατολικής Μεσογείου μετέφερε στο Ναύπλιο τον «πολιτικά ανυπόληπτο» –κατά τον Κάρλ Μαρξ- Ιωάννη Καποδίστρια. Όταν ο κόμης κατέβηκε από το πλοίο γνώριζε καλά ότι θα του «βγαινε» η πίστη απ’ την δουλειά που ‘χε να κάνει.
Tα ταμεία του κράτους δεν είχαν ούτε cent. Και αναρωτιόταν ο έρμος, «μα εκείνες οι 2.800.000 στερλίνες που δανειστήκατε τη διετία 1824-1825 από την Μέγιστη Βρετανία που πήγαν ρε παιδιά;» Γιαννάκη μας κάτσε να σου εξηγήσουμε, του πανε οι κοτσαμπασαραίοι: «το λεπόν από εκείνα τα δάνεια συνολικού ονομαστικού ύψους 2.800.000 λιρών στερλινών, και με επιτόκιο 5%, εμείς πήραμε το εκπληκτικό ποσό των 533.000! Τα υπόλοιπα φύγανε σε παρακράτηση τόκων, σε προμήθειες τραπεζών, σε αγορά ομολόγων και φυσικά σε έξοδα διαμονής των «ανιδιοτελών» Ελλήνων διαπραγματευτών στο Λονδίνο καθώς και στις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες, ε μην είσαι αχάριστος». Τώρα βέβαια δεν είμαι σίγουρος αν δουλέψαμε εμείς του Άγγλους ή οι Άγγλοι εμάς αφού ουσιαστικά το χρέος αυτό άρχισε να αποπληρώνεται μόλις το 1878 και μόλις στο 12% της αξίας του.
Οι δε αμερικανοί έπαιξαν πιο έξυπνα από τους βρετανούς, χαρίζοντάς μας από εράνους 100.000 δολάρια αλλά πουλώντας μας μια πανέμορφη φρεγάτα (ΕΛΛΑΣ) έναντι 700.000 δολαρίων (155.000 λίρες στερλίνες), το διπλάσιο ποσό απ’ όσο είχε συμφωνηθεί. Η πλάκα είναι ότι ο Μιαούλης τίναξε το πλοίο αυτό στον αέρα όταν τα «τσούγκρισε» με τον Καποδίστρια έτσι επειδή γούσταρε!
Το παράδοξο είναι ότι ενώ πήραμε από τους Εγγλέζους 533.000 λίρες, τα έσοδα των ελληνικών κυβερνήσεων σε όλη την επαναστατική περίοδο(1821-1830) ανήλθαν στο απίστευτο ποσό των 1.740.000 λιρών στερλινών! Το τι έγιναν αυτά τα χρήματα ανήκει στα X-Files. Ο καημένος ο Καποδίστριας παρ’ όλα αυτά κατόρθωσε να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα στο 55% το 1831. Τη διετία 1828-29 κατάφερε να αποσπάσει την εξής χρηματική ενίσχυση: Από Ρωσία 3.500.000 ρούβλια, από Γαλλία 6.000.000 φράγκα και από Βρετανία 500.000 φράγκα.
Πάντως να ναι καλά ο Κολοκοτρώνης που επέμενε να τον κάνουνε κυβερνήτη: «κλεφταραίοι και καραβοκυραίοι μου, ας το φέρουμε το κολεγιόπαιδο, ε να μη τσακωνόμαστε». Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο Γέρος του Μοριά δεν «έφαγε» και λίγα. Καπετάν Λαφύρα τον φώναζαν (ίσως να μην είναι και τόσο κακές). Οι κλέφτες και οπλαρχηγοί απομυζούσαν τον ελληνικό πληθυσμό με τα πλιάτσικα ενώ τα ελληνικά πλοία συμπεριφέρονταν σαν το Μπονάτσο στους Απαράδεκτους, χτυπούσαν ότι έβρισκαν, αμερικανικό, οθωμανικό, αγγλικό ή ελληνικό πλοίο δεν είχε σημασία. Το αίσθημα της Πατρίδος ήταν λίγο «θολό». Εδώ οι Πελοποννήσιοι θωρούσαν Ελλάδα οτιδήποτε κάτω από το «αυλάκι», που λέμε. Όταν τους μιλούσες για πειθαρχία και σοβαρή κεντρική εξουσία τσινούσαν.
Εμ δεν είχε άδικο ο «πολιτικά ανυπόληπτος» Ιωάννης που χαρακτήριζε τους προεστούς χριστιανούς Τούρκους, τους στρατιωτικούς ηγήτορες ληστές, τους λόγιους ότι είναι παράφρονες και τους Φαναριώτες τέκνα του Σατανά. Μόνο που ο έρμος ξέχασε να χώσει και τον ρόλο της Εκκλησίας αλλά τέλος πάντων.
Παρόλα αυτά ας δούμε τη θετική πλευρά: εφόσον μπορέσαμε να ανεξαρτητοποιηθούμε με κείνα τα δεδομένα πρέπει να μασταν πολύ κωλόφαρδοι. Ε ας ελπίσουμε να επαναληφθεί η ιστορία, γιατί σήμερα δεν μας λείπει τίποτα από τα παραπάνω.
Tα ταμεία του κράτους δεν είχαν ούτε cent. Και αναρωτιόταν ο έρμος, «μα εκείνες οι 2.800.000 στερλίνες που δανειστήκατε τη διετία 1824-1825 από την Μέγιστη Βρετανία που πήγαν ρε παιδιά;» Γιαννάκη μας κάτσε να σου εξηγήσουμε, του πανε οι κοτσαμπασαραίοι: «το λεπόν από εκείνα τα δάνεια συνολικού ονομαστικού ύψους 2.800.000 λιρών στερλινών, και με επιτόκιο 5%, εμείς πήραμε το εκπληκτικό ποσό των 533.000! Τα υπόλοιπα φύγανε σε παρακράτηση τόκων, σε προμήθειες τραπεζών, σε αγορά ομολόγων και φυσικά σε έξοδα διαμονής των «ανιδιοτελών» Ελλήνων διαπραγματευτών στο Λονδίνο καθώς και στις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες, ε μην είσαι αχάριστος». Τώρα βέβαια δεν είμαι σίγουρος αν δουλέψαμε εμείς του Άγγλους ή οι Άγγλοι εμάς αφού ουσιαστικά το χρέος αυτό άρχισε να αποπληρώνεται μόλις το 1878 και μόλις στο 12% της αξίας του.
Οι δε αμερικανοί έπαιξαν πιο έξυπνα από τους βρετανούς, χαρίζοντάς μας από εράνους 100.000 δολάρια αλλά πουλώντας μας μια πανέμορφη φρεγάτα (ΕΛΛΑΣ) έναντι 700.000 δολαρίων (155.000 λίρες στερλίνες), το διπλάσιο ποσό απ’ όσο είχε συμφωνηθεί. Η πλάκα είναι ότι ο Μιαούλης τίναξε το πλοίο αυτό στον αέρα όταν τα «τσούγκρισε» με τον Καποδίστρια έτσι επειδή γούσταρε!
Το παράδοξο είναι ότι ενώ πήραμε από τους Εγγλέζους 533.000 λίρες, τα έσοδα των ελληνικών κυβερνήσεων σε όλη την επαναστατική περίοδο(1821-1830) ανήλθαν στο απίστευτο ποσό των 1.740.000 λιρών στερλινών! Το τι έγιναν αυτά τα χρήματα ανήκει στα X-Files. Ο καημένος ο Καποδίστριας παρ’ όλα αυτά κατόρθωσε να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα στο 55% το 1831. Τη διετία 1828-29 κατάφερε να αποσπάσει την εξής χρηματική ενίσχυση: Από Ρωσία 3.500.000 ρούβλια, από Γαλλία 6.000.000 φράγκα και από Βρετανία 500.000 φράγκα.
Πάντως να ναι καλά ο Κολοκοτρώνης που επέμενε να τον κάνουνε κυβερνήτη: «κλεφταραίοι και καραβοκυραίοι μου, ας το φέρουμε το κολεγιόπαιδο, ε να μη τσακωνόμαστε». Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο Γέρος του Μοριά δεν «έφαγε» και λίγα. Καπετάν Λαφύρα τον φώναζαν (ίσως να μην είναι και τόσο κακές). Οι κλέφτες και οπλαρχηγοί απομυζούσαν τον ελληνικό πληθυσμό με τα πλιάτσικα ενώ τα ελληνικά πλοία συμπεριφέρονταν σαν το Μπονάτσο στους Απαράδεκτους, χτυπούσαν ότι έβρισκαν, αμερικανικό, οθωμανικό, αγγλικό ή ελληνικό πλοίο δεν είχε σημασία. Το αίσθημα της Πατρίδος ήταν λίγο «θολό». Εδώ οι Πελοποννήσιοι θωρούσαν Ελλάδα οτιδήποτε κάτω από το «αυλάκι», που λέμε. Όταν τους μιλούσες για πειθαρχία και σοβαρή κεντρική εξουσία τσινούσαν.
Εμ δεν είχε άδικο ο «πολιτικά ανυπόληπτος» Ιωάννης που χαρακτήριζε τους προεστούς χριστιανούς Τούρκους, τους στρατιωτικούς ηγήτορες ληστές, τους λόγιους ότι είναι παράφρονες και τους Φαναριώτες τέκνα του Σατανά. Μόνο που ο έρμος ξέχασε να χώσει και τον ρόλο της Εκκλησίας αλλά τέλος πάντων.
Παρόλα αυτά ας δούμε τη θετική πλευρά: εφόσον μπορέσαμε να ανεξαρτητοποιηθούμε με κείνα τα δεδομένα πρέπει να μασταν πολύ κωλόφαρδοι. Ε ας ελπίσουμε να επαναληφθεί η ιστορία, γιατί σήμερα δεν μας λείπει τίποτα από τα παραπάνω.
Του Βαγγέλη Γεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου