Η μαντινάδα η καλή δε χτίζεται στο λάχει,
πέτρα και χώμα και νερό της Κρήτης πρέπει να ‘χει.
Ο Τσαρούχης έλεγε πως «η Κρήτη δεν είναι νησί. Είναι ήπειρος». Κι είχε το σκεπτικό του. Ανάμεσα στ’ άλλα αναφερόταν με δέος και θαυμασμό και στην κρητική μαντινάδα.
Αν «παραδίδω» και «παράδοση» σημαίνει αφήνω παρακαταθήκες στους επόμενους με όσα παρέλαβα από τους προηγούμενους, τότε η παράδοση της κρητικής μαντινάδας έχει μία σημασία που όλο και λιγότεροι συνειδητοποιούν.
Οι μουσικολόγοι λένε πως από την αρχαιότητα έως και το τέλος της βυζαντινής εποχής υπήρχαν δύο μορφές παράδοσης στον ελληνικό χώρο: η προφορική και η γραπτή. Υπήρχαν επίσης μηχανισμοί απομνημόνευσης του προφορικού λόγου, με αντιπροσωπευτικό δείγμα έκφρασης τα Ομηρικά έπη.
Η αρχαία Ελληνική γλώσσα, έχοντας μια διάχυτη μουσικότητα στον προφορικό λόγο -εξ’ αιτίας του συνδυασμού μακρών και βραχέων συλλαβών (προσωδιακός ρυθμός) παρείχε γόνιμο έδαφος για μουσική και ποιητική έκφραση.
Ο προσωδιακός ρυθμός και τα ποιητικά μέτρα (ιαμβικό, τροχαϊκό, κ.τ.λ.) διευκόλυναν την απομνημόνευση ακόμη και εκτεταμένων έργων, όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Κι αυτή η μουσικότητα του ελληνικού λόγου βοήθησε ως υπόβαθρο στη δημιουργία της μαντινάδας.
Αλλά η ιστορία μπορεί να ξεκινά από ακόμη πιο παλιά.
Σύμφωνα με το Στράβωνα ο κρητικός μάντης και προφήτης Επιμενίδης (6ος αι. π.Χ.) έγραφε τους καθαρμούς και τους χρησμούς σε ποίηση. Ομοίως, ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο μαντείο του Αμφιάραου υπήρχε ένας Κρητικός με το όνομα Ιοφών από την Κνωσό, που τους χρησμούς των εξηγητών τους έλεγε με εξάμετρους στίχους και μ΄ αυτούς είχαν φτιαχτεί ολόκληρα έπη.
Πάντως, η επίσημη εκδοχή των μελετητών θέλει την ομοιοκαταληξία να έρχεται στην Κρήτη κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Καθοριστικό ρόλο παίζει ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Οι ιστορικοί τοποθετούν χρονολογικά τη σύνθεση κατά το 1590.
Και κάπου εκεί –χρονικά, μάλλον αμέσως μετά τον Ερωτόκριτο- γεννιέται η κρητική μαντινάδα.
Λακωνική, περιεκτική, ανεπιτήδευτη, προορισμένη να υμνήσει τον έρωτα, το θάνατο και την καθημερινότητα.
Είπα σου μη μπερδεύγεσαι
στση ζώνης μου τα κρούσσα,
γιατί θα σύρεις βάσανα
ωσάν την Αρετούσα!
Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν λόγιοι και ποιητές ζήλευαν τη δύναμη του στίχου τους. Η ιστορία με τον Γιάννη Ρίτσο στ’ Ανώγεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Κάποτε άκουσε μία μαντινάδα:
«Δε με φοβίζει ο θάνατος
άλλα ‘ναι τα σπουδαία,
το να αγαπάς να μη μπορείς
να αλλάξεις την ιδέα»
Εντυπωσιάστηκε τόσο που ζήτησε αμέσως να γνωρίσει τον δημιουργό της. Και μόλις έμαθε πως είναι ο Αριστείδης Χαιρέτης είπε: «αυτή τη μαντινάδα έπρεπε να την έχω βγάλει εγώ. Τον άνθρωπο δεν τον ξέρω, αλλά για μένα είναι ποιητής».
Οι μαντινάδες του εξακολουθούν να αποτελούν τον ουσιαστικότερο ορισμό της παράδοσης, καθώς ενέγραψαν ήδη υποθήκες στις νεώτερες γενιές.
Τόπος που κάνει αντίλαλο
πληθαίνει τον καημό μου,
γιατί γρικώ δυο τρεις φορές
τον αναστεναγμό μου.
Καράβι κάνω την καρδιά,
την πεθυμιά κατάρτι,
κι απλώνω σίγουρο πανί
το νου μου τον αντάρτη.
Η μαντινάδα είναι αυτοτελής ποιητικός λόγος και με τέτοιες μεθόδους αυτόματα αναιρείται η ίδια της η υπόστασή.
Τη ζήση χάνει μοναχά
άνθρωπος σαν ποθάνει,
μα σκέψου δίχως έρωντα
πόσους θανάτους κάνει.
Ο έρωτας κι ο θάνατος
ίδια σπαθιά βαστούνε
κι οι δυο με τρόπο ξαφνικό
και ύπουλο χτυπούνε.
Κι ο πιο μεγάλος έρωτας
με το φεγγάρι μοιάζει.
Κάνει κι αυτός τον κύκλο του,
γεμίζει και αδειάζει
Βιόλα, απού σε μεγάλωσα
με τω ματιών το δάκρυ
εγώ περίμενα ανθούς
κι εσύ πετάς αγκάθι.
Μια μαντινιάδα θα σας πω κι εγώ με λίγα λόγια
με κόπους και με βάσανα κερδίζεται η τζόγια.
Γιατί απάνω στσι κορφές, στα χιόνια και στσι πάχνες
φυτρώνουν και μαυρομαχούν των ποιητών οι δάφνες
και πρέπει να ‘χει νάκαρα και τα’ αγριμιού τη χάρη
όποιος τσι ρέγεται να βγει, να κόψει ένα κλωνάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου