Το πιο ενδιαφέρον στις τραπεζικές διαφημίσεις δεν είναι τα επιτόκια: είναι η καπηλεία της ανθρώπινης τρυφερότητας.
Ακούμε για τράπεζες που «σε σκέφτονται», «έχουν χρόνο για σένα», «είναι στο πλευρό σου», «σε ακούνε», «είναι δίπλα σου παντού και πάντα». (Υπάρχει περιστασιακά και η συμμετρικά αντίθετη όψη: διαφήμιση στην οποία κάποιος που πέφτει από το αεροπλάνο, πριν να προσκρούσει στο έδαφος σκέφτεται ότι θα ήθελε να έχει αλλάξει τράπεζα.) Την τράπεζά του ο πελάτης την αγαπά, δεν τη διαλέγει σαν οδοντόβουρτσα.
Υπάρχουν διαφημιστικές καμπάνιες τραπεζών που πόνταραν σε αυτή τη ρητορική της καταναλωτικής αγάπης, που είχε λανσάρει πετυχημένα η McDonalds. Αν δεν ήξερε κανείς περί τίνος πρόκειται, θα νόμιζε ότι μιλάμε για συνοικέσιο. Αυτό βέβαια το κάνει όλη η διαφήμιση, όχι μόνο οι τράπεζες. Η διαφορά είναι ότι, αντίθετα με τις διαφημίσεις για οδοντόβουρτσες, στην περίπτωση των τραπεζών στην Αμερική, π.χ., μετά την κρίση των στεγαστικών δανείων, 250.000 άνθρωποι κάθε τρίμηνο έχαναν τα σπίτια τους. Στην Ελλάδα είχαμε διπλασιασμό των κατασχέσεων το 2011, παρά τις ρυθμίσεις. Η δουλειά των τιμημένων λειτουργών του μάρκετινγκ όμως είναι να διαφημίζουν αυτά τα προϊόντα δείχνοντας χαμογελαστά παιδάκια και χαρούμενα σκυλάκια, όχι βέβαια κατασχεμένα σπιτάκια. Διαφήμιση είναι.
Ο τρόπος με τον οποίον οι τράπεζες πέτυχαν να μετακυλίσουν το ρίσκο τους, με το οποίο κέρδιζαν για χρόνια ιλιγγιώδη ποσά, στις πλάτες του δημοσίου, είναι κάτι για το οποίο οι επόμενες γενιές θα θαυμάζουν την επιτυχία τους και τη βλακεία μας.
Δεν είναι μόνο τα τεράστια πακέτα διάσωσης που δόθηκαν στους ίδιους ανθρώπους που δημιούργησαν την κρίση, είναι ότι πολύ σύντομα τα αποτελέσματα αυτής της κρίσης φάνηκαν στην πραγματική οικονομία: Υπολογίζεται ότι χάθηκαν 51 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως, κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης.
Πέρα από τα δισεκατομμύρια που έχουν δοθεί διεθνώς στις τράπεζες, (στην Ελλάδα περίπου 180 δις από την αρχή της κρίσης, 18 αυτές τις μέρες, στο όνομα του καταθέτη αλλά στην τσέπη του τραπεζίτη, με όρους χαριστικούς), διασκεδάζουμε πικρά διαβάζοντας πως 4.000 διαχειριστές κινδύνου στη Royal Bank of Scotland δεν πήραν χαμπάρι ότι κάτι πήγαινε στραβά και πως οι αναλυτές τους βασίζονταν στην πεποίθηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει κρίση. Και όταν το πράγμα στραβώνει, η τρυφερότητα με την οποία οι τράπεζες μάς προσεγγίζουν τον καιρό του φλερτ παραχωρεί τη θέση της στη σκληρότητα των χωρισμένων. «Τίποτα δεν είναι σαν το μίσος των ανθρώπων που αγαπήθηκαν και χώρισαν», που λέει και ο Ευριπίδης.
Όταν αυτοπυρπολήθηκε μπροστά σε τράπεζα ένας 55χρονος στη Θεσσαλονίκη πέρσι, κρατήθηκε μια εντυπωσιακή συνομωσία σιωπής από όλα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να μάθουμε την αυτοπυρπόληση από το εξωτερικό. Έκτοτε και οι αυτοκτονίες έχουν γίνει σταδιακά μέρος της περιρρέουσας καθημερινής ατμόσφαιρας, χωρίς πολλά πολλά.
Το περίφημο απόφθεγμα του Μπρεχτ «τι είναι η κλοπή μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της» αποκτά, σε αυτά τα συμφραζόμενα, πιο χειροπιαστό νόημα όταν διατυπώνεται από έναν άνθρωπο της τιμημένης κατηγορίας των ληστών τραπέζης (βλ. «Η ληστεία τράπεζας, Ιστορία-Θεωρία-Πρακτική», εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, για λεπτομέρειες και οδηγίες): Ο Buenaventura Durruti, αναρχικός και ληστής τραπεζών, συναντά στον δρόμο έναν ζητιάνο. Δεν του δίνει χρήματα. Αντ’ αυτού τού δίνει το πιστόλι του.
Την ηθική επιχειρηματολογία του ανθρώπου που «ληστεύει αυτούς που ληστεύουν» χρησιμοποιούσε και ο Dilinger, συντασσόμενους με τους Έλληνες αναρχικούς που θέτουν το κρίσιμο ερώτημα: γιατί να μη ληστέψει κανείς μια τράπεζα; Αν η απάντηση είναι «γιατί αυτά τα χρήματα δεν μου ανήκουν», δεν πάμε μακριά. Είναι αμφίβολο αν ανήκουν στην τράπεζα. Αν η απάντηση είναι «γιατί θα ωφεληθείς μόνο εσύ», μπορούμε να ορκιστούμε στη μαμά μας ότι θα τα μοιραστούμε με άλλους. Αν η απάντηση είναι «διότι είναι παράνομο» (αυτό ας το ονομάσουμε «επιχείρημα Βουλγαράκη»), μπορούμε να αντιτείνουμε πως ο νόμος δεν συνιστά επιχείρημα, εκτός δικαστηρίου. Οι νόμοι μπορεί να είναι δίκαιοι ή άδικοι. Αν η απάντηση είναι «γιατί θα με συλλάβουν», μπορούμε να καταφύγουμε στον πλατωνικό Γύγη: και αν ήξερες ότι δεν θα σε συλλάβουν; Αν μπορούσες στρίβοντας ένα δαχτυλίδι να γινόσουν αόρατος, για λίγο; Το ερώτημα αυτό έθεσε στους αναγνώστες της η Berliner Zeitung, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών απάντησαν ότι αν ήξεραν ότι δεν θα συλληφθούν, δεν θα είχαν καμία αντίρρηση να ληστέψουν μία τράπεζα.
Δεν φαντάζομαι να εκπλήσσεται κανείς: η διάχυτη ηθική του «άνθρωπος ανθρώπω λύκος», δεν απέχει πολύ από τη ληστεία. Νόμιμη ή παράνομη ληστεία, αυτό είναι δευτερεύον: Αρκεί να μπορέσει να πάρει ο ενδιαφερόμενος τον νομοθέτη με το μέρος του. Για μας που δεν έτυχε να πιάνει το χέρι μας από όπλα, μια καλή λύση θα ήταν να επιδιώξουμε μια πολιτική πίεση προς τις τράπεζες, ώστε να γλιτώσει κανένας φτωχός από την αδηφαγία των ισχυρών.
Υπάρχουν διαφημιστικές καμπάνιες τραπεζών που πόνταραν σε αυτή τη ρητορική της καταναλωτικής αγάπης, που είχε λανσάρει πετυχημένα η McDonalds. Αν δεν ήξερε κανείς περί τίνος πρόκειται, θα νόμιζε ότι μιλάμε για συνοικέσιο. Αυτό βέβαια το κάνει όλη η διαφήμιση, όχι μόνο οι τράπεζες. Η διαφορά είναι ότι, αντίθετα με τις διαφημίσεις για οδοντόβουρτσες, στην περίπτωση των τραπεζών στην Αμερική, π.χ., μετά την κρίση των στεγαστικών δανείων, 250.000 άνθρωποι κάθε τρίμηνο έχαναν τα σπίτια τους. Στην Ελλάδα είχαμε διπλασιασμό των κατασχέσεων το 2011, παρά τις ρυθμίσεις. Η δουλειά των τιμημένων λειτουργών του μάρκετινγκ όμως είναι να διαφημίζουν αυτά τα προϊόντα δείχνοντας χαμογελαστά παιδάκια και χαρούμενα σκυλάκια, όχι βέβαια κατασχεμένα σπιτάκια. Διαφήμιση είναι.
Ο τρόπος με τον οποίον οι τράπεζες πέτυχαν να μετακυλίσουν το ρίσκο τους, με το οποίο κέρδιζαν για χρόνια ιλιγγιώδη ποσά, στις πλάτες του δημοσίου, είναι κάτι για το οποίο οι επόμενες γενιές θα θαυμάζουν την επιτυχία τους και τη βλακεία μας.
Δεν είναι μόνο τα τεράστια πακέτα διάσωσης που δόθηκαν στους ίδιους ανθρώπους που δημιούργησαν την κρίση, είναι ότι πολύ σύντομα τα αποτελέσματα αυτής της κρίσης φάνηκαν στην πραγματική οικονομία: Υπολογίζεται ότι χάθηκαν 51 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως, κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης.
Πέρα από τα δισεκατομμύρια που έχουν δοθεί διεθνώς στις τράπεζες, (στην Ελλάδα περίπου 180 δις από την αρχή της κρίσης, 18 αυτές τις μέρες, στο όνομα του καταθέτη αλλά στην τσέπη του τραπεζίτη, με όρους χαριστικούς), διασκεδάζουμε πικρά διαβάζοντας πως 4.000 διαχειριστές κινδύνου στη Royal Bank of Scotland δεν πήραν χαμπάρι ότι κάτι πήγαινε στραβά και πως οι αναλυτές τους βασίζονταν στην πεποίθηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει κρίση. Και όταν το πράγμα στραβώνει, η τρυφερότητα με την οποία οι τράπεζες μάς προσεγγίζουν τον καιρό του φλερτ παραχωρεί τη θέση της στη σκληρότητα των χωρισμένων. «Τίποτα δεν είναι σαν το μίσος των ανθρώπων που αγαπήθηκαν και χώρισαν», που λέει και ο Ευριπίδης.
Όταν αυτοπυρπολήθηκε μπροστά σε τράπεζα ένας 55χρονος στη Θεσσαλονίκη πέρσι, κρατήθηκε μια εντυπωσιακή συνομωσία σιωπής από όλα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να μάθουμε την αυτοπυρπόληση από το εξωτερικό. Έκτοτε και οι αυτοκτονίες έχουν γίνει σταδιακά μέρος της περιρρέουσας καθημερινής ατμόσφαιρας, χωρίς πολλά πολλά.
Το περίφημο απόφθεγμα του Μπρεχτ «τι είναι η κλοπή μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της» αποκτά, σε αυτά τα συμφραζόμενα, πιο χειροπιαστό νόημα όταν διατυπώνεται από έναν άνθρωπο της τιμημένης κατηγορίας των ληστών τραπέζης (βλ. «Η ληστεία τράπεζας, Ιστορία-Θεωρία-Πρακτική», εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, για λεπτομέρειες και οδηγίες): Ο Buenaventura Durruti, αναρχικός και ληστής τραπεζών, συναντά στον δρόμο έναν ζητιάνο. Δεν του δίνει χρήματα. Αντ’ αυτού τού δίνει το πιστόλι του.
Την ηθική επιχειρηματολογία του ανθρώπου που «ληστεύει αυτούς που ληστεύουν» χρησιμοποιούσε και ο Dilinger, συντασσόμενους με τους Έλληνες αναρχικούς που θέτουν το κρίσιμο ερώτημα: γιατί να μη ληστέψει κανείς μια τράπεζα; Αν η απάντηση είναι «γιατί αυτά τα χρήματα δεν μου ανήκουν», δεν πάμε μακριά. Είναι αμφίβολο αν ανήκουν στην τράπεζα. Αν η απάντηση είναι «γιατί θα ωφεληθείς μόνο εσύ», μπορούμε να ορκιστούμε στη μαμά μας ότι θα τα μοιραστούμε με άλλους. Αν η απάντηση είναι «διότι είναι παράνομο» (αυτό ας το ονομάσουμε «επιχείρημα Βουλγαράκη»), μπορούμε να αντιτείνουμε πως ο νόμος δεν συνιστά επιχείρημα, εκτός δικαστηρίου. Οι νόμοι μπορεί να είναι δίκαιοι ή άδικοι. Αν η απάντηση είναι «γιατί θα με συλλάβουν», μπορούμε να καταφύγουμε στον πλατωνικό Γύγη: και αν ήξερες ότι δεν θα σε συλλάβουν; Αν μπορούσες στρίβοντας ένα δαχτυλίδι να γινόσουν αόρατος, για λίγο; Το ερώτημα αυτό έθεσε στους αναγνώστες της η Berliner Zeitung, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών απάντησαν ότι αν ήξεραν ότι δεν θα συλληφθούν, δεν θα είχαν καμία αντίρρηση να ληστέψουν μία τράπεζα.
Δεν φαντάζομαι να εκπλήσσεται κανείς: η διάχυτη ηθική του «άνθρωπος ανθρώπω λύκος», δεν απέχει πολύ από τη ληστεία. Νόμιμη ή παράνομη ληστεία, αυτό είναι δευτερεύον: Αρκεί να μπορέσει να πάρει ο ενδιαφερόμενος τον νομοθέτη με το μέρος του. Για μας που δεν έτυχε να πιάνει το χέρι μας από όπλα, μια καλή λύση θα ήταν να επιδιώξουμε μια πολιτική πίεση προς τις τράπεζες, ώστε να γλιτώσει κανένας φτωχός από την αδηφαγία των ισχυρών.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου