Γερμανία: Μπορεί η Μέρκελ να εξελέγη «αέρα», αλλά η μεσαία τάξη της χώρας (αυτοί με ετήσιο εισόδημα 50.000 ευρώ και 4μελή οικογένεια) που αντιπροσωπεύει το 58,5% του πληθυσμού (έναντι 65% το 1997) δυσκολεύεται οικονομικά και φοβάται για το κοινωνικό της status.
Δουλεύουν σκληρά, πληρώνουν τους φόρους τους, φεύγουν οικογενειακώς για διακοπές και κυρίως δεν διαμαρτύρονται. Ωστόσο την ίδια ώρα έκπληκτοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να συρρικνώνεται.
Ο λόγος για τη μεσαία τάξη της Γερμανίας, χαρακτηριστικό παράδειγμα της οποίας αποτελεί, όπως γράφει η «Suddeutche Zeitung», η τετραμελής οικογένεια του Μαρσέλ Μπραντ, η οποία αγωνίζεται να αντεπεξέλθει στις μόνιμες μηνιαίες δαπάνες της με ένα ετήσιο εισόδημα ύψους 50.000 ευρώ.
Προκειμένου ωστόσο ο κ. Μπραντ να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της διαρκώς μειούμενης αγοραστικής δύναμής του, η σύζυγός του μαγειρεύει τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα μακαρόνια με σάλτσα που έχει αγοράσει από αλυσίδα σουπερμάρκετ χαμηλού κόστους, ενώ προσφάτως μετακόμισαν από το Χέσινγκεν όπου διέμεναν σε ένα κατά 200 ευρώ ακριβότερο σπίτι, πιο κοντά στη δουλειά, ώστε να μειωθεί το κόστος μετακίνησης.
Όνειρο οι διακοπές
Φυσικά, ούτε λόγος για τις πολυπόθητες θερινές διακοπές στον Καναδά που λογάριαζαν, αφού μόνο τα εισιτήρια κοστίζουν 3.000 δολάρια. Έτσι πέρασαν την άδεια του Μαρσέλ σ’ ένα κάμπινγκ στη νότια Γαλλία, όπου πήγαν με το αυτοκίνητό τους, ένα πολυμορφικό όχημα το οποίο αγόρασαν 20.000 ευρώ και πληρώνουν δόσεις 600 ευρώ μηνιαίως. «Δουλεύουμε για να πληρώσουμε το αυτοκίνητο» λένε, ενώ μόνο για τη φύλαξη των δύο παιδιών τους (3 και 5 ετών) πληρώνουν 400 ευρώ τον μήνα. Η σύζυγος του Μπραντ δουλεύει μόλις δύο φορές την εβδομάδα σε μια μπουτίκ με ρούχα και πληρώνεται 7 ευρώ την ώρα.
Η οικογένεια Μπραντ, όπως και η πλειονότητα των Γερμανών, ανήκει στη μεσαία τάξη. Μισθολογικά οριοθετείται μεταξύ των 1.130 και 2.420 ευρώ για τους εργένηδες και μεταξύ 2.370 και 5.080 ευρώ για τους οικογενειάρχες με δύο παιδιά.
Όλοι οι αναλυτές, πάντως, συμφωνούν σε ένα πράγμα: η μεσαία τάξη ατροφεί διαρκώς. Κι αυτό γιατί ενώ το 1997 αντιπροσώπευε το 65% του πληθυσμού, σήμερα αντιπροσωπεύει το 58,5%.
Η άνοδος στην κοινωνική (και μισθολογική) κλίμακα, η παροχή μιας ολοκληρωμένης εκπαίδευσης στα παιδιά, διακοπές δύο φορές τον χρόνο, τα μικρά όνειρα, οι μικρές προσδοκίες της μεσαίας τάξης καθίστανται όλο και πιο δύσκολο να πραγματοποιηθούν ή να διατηρηθούν.
Γι” αυτό και η έρευνα που διεξήγαγε πριν από δύο χρόνια το Οικονομικό Ινστιτούτο του Βερολίνου επισήμαινε μεταξύ άλλων τον «πανικό της μεσαίας τάξης, η οποία κινδυνεύει να χάσει το status της». Ή, όπως είπε ο επικεφαλής του μεγάλου εργατικού συνδικάτου VERDI: «Ποτέ η μεσαία τάξη δεν είχε τόσους λόγους να αισθάνεται απειλούμενη».
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Der Spiegel», τα τελευταία 30 χρόνια τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας υποστηρίζουν τις ίδιες κι απαράλλαχτες ιδέες. Επιπροσθέτως, τα κόμματα δεν έχουν πρόβλημα να τοποθετήσουν οποιονδήποτε πολιτικό σε οποιαδήποτε θέση και σε οποιοδήποτε κυβερνητικό συνασπισμό. Όλα είναι πραγματοποιήσιμα γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ουσιαστικό διακύβευμα.
Οι απέχοντες
Ακόμη, βέβαιο είναι ότι τα κόμματα, όλα ανεξαιρέτως, αδιαφορούν στην ουσία για το μέλλον των πολιτών και το μόνο που πράττουν είναι να ανακυκλώνουν τις παλιές πολιτικές, αντί να οραματιστούν και να παράξουν νέες. Πώς λοιπόν ένας σκεπτόμενος ψηφοφόρος θα πάει στην κάλπη για να πριμοδοτήσει ένα κόμμα όταν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι αυτό δεν θα αγωνιστεί σθεναρά για τα δικαιώματά του και για ένα καλύτερο μέλλον;
Συμπερασματικά, επισημαίνει η εφημερίδα:
«Η αποχή είναι ένα μέσο πίεσης, το οποίο δεν ανήκει στον πολίτη που αδιαφορεί, αλλά σε εκείνον τον πολίτη που με τον τρόπο αυτόν δείχνει ότι θέλει πλέον να έρθει σε ρήξη με ένα σύστημα που έχει απολέσει το κύρος του και έχει ξεχάσει σε ποιον ανήκει η εξουσία σε ένα κράτος υποτίθεται δημοκρατικό και ευνομούμενο».
του Δημήτρη Φαναριώτη
Δουλεύουν σκληρά, πληρώνουν τους φόρους τους, φεύγουν οικογενειακώς για διακοπές και κυρίως δεν διαμαρτύρονται. Ωστόσο την ίδια ώρα έκπληκτοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να συρρικνώνεται.
Ο λόγος για τη μεσαία τάξη της Γερμανίας, χαρακτηριστικό παράδειγμα της οποίας αποτελεί, όπως γράφει η «Suddeutche Zeitung», η τετραμελής οικογένεια του Μαρσέλ Μπραντ, η οποία αγωνίζεται να αντεπεξέλθει στις μόνιμες μηνιαίες δαπάνες της με ένα ετήσιο εισόδημα ύψους 50.000 ευρώ.
Προκειμένου ωστόσο ο κ. Μπραντ να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της διαρκώς μειούμενης αγοραστικής δύναμής του, η σύζυγός του μαγειρεύει τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα μακαρόνια με σάλτσα που έχει αγοράσει από αλυσίδα σουπερμάρκετ χαμηλού κόστους, ενώ προσφάτως μετακόμισαν από το Χέσινγκεν όπου διέμεναν σε ένα κατά 200 ευρώ ακριβότερο σπίτι, πιο κοντά στη δουλειά, ώστε να μειωθεί το κόστος μετακίνησης.
Όνειρο οι διακοπές
Φυσικά, ούτε λόγος για τις πολυπόθητες θερινές διακοπές στον Καναδά που λογάριαζαν, αφού μόνο τα εισιτήρια κοστίζουν 3.000 δολάρια. Έτσι πέρασαν την άδεια του Μαρσέλ σ’ ένα κάμπινγκ στη νότια Γαλλία, όπου πήγαν με το αυτοκίνητό τους, ένα πολυμορφικό όχημα το οποίο αγόρασαν 20.000 ευρώ και πληρώνουν δόσεις 600 ευρώ μηνιαίως. «Δουλεύουμε για να πληρώσουμε το αυτοκίνητο» λένε, ενώ μόνο για τη φύλαξη των δύο παιδιών τους (3 και 5 ετών) πληρώνουν 400 ευρώ τον μήνα. Η σύζυγος του Μπραντ δουλεύει μόλις δύο φορές την εβδομάδα σε μια μπουτίκ με ρούχα και πληρώνεται 7 ευρώ την ώρα.
Η οικογένεια Μπραντ, όπως και η πλειονότητα των Γερμανών, ανήκει στη μεσαία τάξη. Μισθολογικά οριοθετείται μεταξύ των 1.130 και 2.420 ευρώ για τους εργένηδες και μεταξύ 2.370 και 5.080 ευρώ για τους οικογενειάρχες με δύο παιδιά.
Όλοι οι αναλυτές, πάντως, συμφωνούν σε ένα πράγμα: η μεσαία τάξη ατροφεί διαρκώς. Κι αυτό γιατί ενώ το 1997 αντιπροσώπευε το 65% του πληθυσμού, σήμερα αντιπροσωπεύει το 58,5%.
Η άνοδος στην κοινωνική (και μισθολογική) κλίμακα, η παροχή μιας ολοκληρωμένης εκπαίδευσης στα παιδιά, διακοπές δύο φορές τον χρόνο, τα μικρά όνειρα, οι μικρές προσδοκίες της μεσαίας τάξης καθίστανται όλο και πιο δύσκολο να πραγματοποιηθούν ή να διατηρηθούν.
Γι” αυτό και η έρευνα που διεξήγαγε πριν από δύο χρόνια το Οικονομικό Ινστιτούτο του Βερολίνου επισήμαινε μεταξύ άλλων τον «πανικό της μεσαίας τάξης, η οποία κινδυνεύει να χάσει το status της». Ή, όπως είπε ο επικεφαλής του μεγάλου εργατικού συνδικάτου VERDI: «Ποτέ η μεσαία τάξη δεν είχε τόσους λόγους να αισθάνεται απειλούμενη».
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Der Spiegel», τα τελευταία 30 χρόνια τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας υποστηρίζουν τις ίδιες κι απαράλλαχτες ιδέες. Επιπροσθέτως, τα κόμματα δεν έχουν πρόβλημα να τοποθετήσουν οποιονδήποτε πολιτικό σε οποιαδήποτε θέση και σε οποιοδήποτε κυβερνητικό συνασπισμό. Όλα είναι πραγματοποιήσιμα γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ουσιαστικό διακύβευμα.
Οι απέχοντες
Ακόμη, βέβαιο είναι ότι τα κόμματα, όλα ανεξαιρέτως, αδιαφορούν στην ουσία για το μέλλον των πολιτών και το μόνο που πράττουν είναι να ανακυκλώνουν τις παλιές πολιτικές, αντί να οραματιστούν και να παράξουν νέες. Πώς λοιπόν ένας σκεπτόμενος ψηφοφόρος θα πάει στην κάλπη για να πριμοδοτήσει ένα κόμμα όταν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι αυτό δεν θα αγωνιστεί σθεναρά για τα δικαιώματά του και για ένα καλύτερο μέλλον;
Συμπερασματικά, επισημαίνει η εφημερίδα:
«Η αποχή είναι ένα μέσο πίεσης, το οποίο δεν ανήκει στον πολίτη που αδιαφορεί, αλλά σε εκείνον τον πολίτη που με τον τρόπο αυτόν δείχνει ότι θέλει πλέον να έρθει σε ρήξη με ένα σύστημα που έχει απολέσει το κύρος του και έχει ξεχάσει σε ποιον ανήκει η εξουσία σε ένα κράτος υποτίθεται δημοκρατικό και ευνομούμενο».
του Δημήτρη Φαναριώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου