Ερχεται από μακρυά, απ' το βάθος του χρόνου, η εθνική μας μελαγχολία - αυτοί που κάποτε ήταν αεί παίδες έγιναν με τους αιώνες -επιτέλους- άνθρωποι νορμάλ (δεν βρίσκω αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά), δύσκολο πια να τους ξεχωρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους του ενός βιβλίου, τους κυνικούς κι όλους τους ομοιογενοποιημένους υπηκόους των διαφημίσεων διεθνώς...
Ομως, λένε αίφνης οι επιστήμονες, ότι κάτω απ' την επιφάνεια του φεγγαριού μπορεί να υπάρχει νερό - συνεπώς πάντα «φωλιές νερού» θα τρέχουν να σώσουν οι ποιητές και πάντα κάποια απ' τα παιδιά των αεί παίδων, έστω για πέντε λεπτά τα Σάββατα, θα τα βάζουν με τον Χάροντα
πάντα για την Περσεφόνη, πάντα για την Ευρυδίκη κι ενίοτε για την Ελένη...
Oταν ανέβηκε στον θρόνο των Καισάρων ο κυρ Αλέξιος Κομνηνός, πρόμαχος του λαού και συν Θεώ υπέρμαχος, το κράτος έπνεε τα λοίσθια.
Το θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο, οι Σελτζούκοι ήταν σε απόσταση βολής τόξου απ' το Σκούταρι, και οι Νορμανδοί αγκιστρώνονταν στο δυτικό σύνορο. Η φορολογία βαρειά, οι Δυνατοί ασύδοτοι.
Γόνος της στρατιωτικής γαιοκτητικής αριστοκρατίας ο κύρης Αλέξιος αναλώθηκε στην προσπάθεια να σώσει και στη συνέχεια να επανιδρύσει το κράτος.
Σε αυτήν του την προσπάθεια εκτός απ' τα μέτρα που έλαβε αφ' υψηλού, συχνά είχε και προσωπική συμμετοχή, πολεμώντας μαζί με τους συστρατιώτες του στην πρώτη γραμμή -όπως όταν έκαψε ζωντανούς μέσα σε μια εκκλησία όσους Φράγκους, ξεφεύγοντας απ' την καταδίωξή του, κατέφυγαν ικέτες σε αυτήν .
Ομως ο αδελφός της Κομνηνής στην προσπάθειά του να ανορθώσει το κράτος, το σκότωσε.
Κατά πρώτον νόθευσε το νόμισμα -το ακλόνητο έως τότε υπέρπυρο- για να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της μισθοφορίας. Ακριβώς διότι ο θεματικός στρατός είχε διαλυθεί και στρατός σε εθνική βάση ουδέποτε στο εξής επανιδρύθηκε.
Παραχώρησε τα λιμάνια στους Βενετούς και τους Γενουάτες (ατέλειες, ελεύθερες ζώνες, εγκαστατάσεις), παρόπλισε το ρωμαϊκό ναυτικό και για πρώτη φορά η ανατολή παραχώρησε τις θαλάσσιες οδούς (και την άμυνά τους) στη δύση.
Τέλος, αποδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, απονέμοντας σε συγγενείς, φίλους και κολλητούς τα αξιώματα, ενώ ταυτοχρόνως παραχωρούσε τίτλους, χωρίς αντίκρυσμα.
Ετσι, όταν πέθανε ο Αύγουστος Αλέξιος, άφησε το κράτος να στέκεται μεν στα πόδια του, αλλά πόδια πήλινα.
Οχι μόνον το βασίλειο των Ρωμαίων ήταν πλέον «μακροπρόθεσμα νεκρό», αλλά και εν τω μεταξύ σε κατάσταση μη ανατάξιμη...
Το «Μνημόνιο» του πρώτου Κομνηνού (δάνεια απ' τους Δόγηδες, παραχώρηση λιμένων, νόθευση του νομίσματος και στρατιωτική εξάρτηση) δεν μπόρεσαν να το ανατρέψουν ούτε ο γιος του Ιωάννης, ο και Καλογιάννης επονομαζόμενος, ούτε ο πολυπράγμων Μανουήλ ούτε ο δυστυχής Ανδρόνικος.
Βεβαίως, επειδή οι Φράγκοι, άπληστοι γαρ κι αγροίκοι, το παράκαναν στην αφαίμαξη, μια ωραία ημέρα ο λαός της Πόλης ξεσηκώθηκε και τους κατέσφαξε έως ενός - πλην όμως δεν γλύτωσε. Πανίσχυροι πια οι Λατίνοι, κυρίαρχοι πλέον των θαλασσών, επέστρεψαν δριμύτεροι κι εξανάγκασαν τους Κομνηνούς στην παραχώρηση ακόμα περισσότερων προνομίων.
Το θλιβερό τέλος όλης αυτής της διαδικασίας βρήκε τον συμβολισμό του στο κομμένο κεφάλι του τελευταίου Κομνηνού να «βλέπει» το ίδιο του το σώμα να σκυλεύεται στον Ιππόδρομο και να σύρεται αιμόφυρτο ρετάλι εν Μέση Οδώ. Ο δυστυχής Ανδρόνικος!
Ο αγαπημένος του λαού. Ο επαναστάτης πρίγκηπας, ο μεταρρυθμιστής. Σε έναν χρόνο μέσα τύραννος τους βγήκε των ρωμιών, μισάνθρωπος, θεομίσητον άρχισαν να τον βρίζουν όλοι κι όταν είδαν, έπαθαν κι απόκαναν, τον ξέκαναν.
Αγριοι καιροί τότε, άλλα ήθη, δεν υπήρχαν κι ελικόπτερα να 'ρθουν άγγελοι εξ ουρανού να αναληφθείς, να φύγεις.
Ηρθαν όμως -οριστικώς αυτήν τη φορά- οι Φράγκοι. Κι έκαναν μια και καλή την Πόλη λαμπόγυαλο! Στη μεγαλύτερη καταστροφή που κατάφεραν ληστές κι αγριάνθρωποι μετά το ξεπάτωμα της Καρχηδόνας.
Ιστορίες......που τις έχουμε ξαναπεί και κατά καιρούς επανερχόμαστε σ' αυτές, βραχεία γαρ η μνήμη...
Του Στάθη
Ομως, λένε αίφνης οι επιστήμονες, ότι κάτω απ' την επιφάνεια του φεγγαριού μπορεί να υπάρχει νερό - συνεπώς πάντα «φωλιές νερού» θα τρέχουν να σώσουν οι ποιητές και πάντα κάποια απ' τα παιδιά των αεί παίδων, έστω για πέντε λεπτά τα Σάββατα, θα τα βάζουν με τον Χάροντα
πάντα για την Περσεφόνη, πάντα για την Ευρυδίκη κι ενίοτε για την Ελένη...
Oταν ανέβηκε στον θρόνο των Καισάρων ο κυρ Αλέξιος Κομνηνός, πρόμαχος του λαού και συν Θεώ υπέρμαχος, το κράτος έπνεε τα λοίσθια.
Το θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο, οι Σελτζούκοι ήταν σε απόσταση βολής τόξου απ' το Σκούταρι, και οι Νορμανδοί αγκιστρώνονταν στο δυτικό σύνορο. Η φορολογία βαρειά, οι Δυνατοί ασύδοτοι.
Γόνος της στρατιωτικής γαιοκτητικής αριστοκρατίας ο κύρης Αλέξιος αναλώθηκε στην προσπάθεια να σώσει και στη συνέχεια να επανιδρύσει το κράτος.
Σε αυτήν του την προσπάθεια εκτός απ' τα μέτρα που έλαβε αφ' υψηλού, συχνά είχε και προσωπική συμμετοχή, πολεμώντας μαζί με τους συστρατιώτες του στην πρώτη γραμμή -όπως όταν έκαψε ζωντανούς μέσα σε μια εκκλησία όσους Φράγκους, ξεφεύγοντας απ' την καταδίωξή του, κατέφυγαν ικέτες σε αυτήν .
Ομως ο αδελφός της Κομνηνής στην προσπάθειά του να ανορθώσει το κράτος, το σκότωσε.
Κατά πρώτον νόθευσε το νόμισμα -το ακλόνητο έως τότε υπέρπυρο- για να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της μισθοφορίας. Ακριβώς διότι ο θεματικός στρατός είχε διαλυθεί και στρατός σε εθνική βάση ουδέποτε στο εξής επανιδρύθηκε.
Παραχώρησε τα λιμάνια στους Βενετούς και τους Γενουάτες (ατέλειες, ελεύθερες ζώνες, εγκαστατάσεις), παρόπλισε το ρωμαϊκό ναυτικό και για πρώτη φορά η ανατολή παραχώρησε τις θαλάσσιες οδούς (και την άμυνά τους) στη δύση.
Τέλος, αποδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, απονέμοντας σε συγγενείς, φίλους και κολλητούς τα αξιώματα, ενώ ταυτοχρόνως παραχωρούσε τίτλους, χωρίς αντίκρυσμα.
Ετσι, όταν πέθανε ο Αύγουστος Αλέξιος, άφησε το κράτος να στέκεται μεν στα πόδια του, αλλά πόδια πήλινα.
Οχι μόνον το βασίλειο των Ρωμαίων ήταν πλέον «μακροπρόθεσμα νεκρό», αλλά και εν τω μεταξύ σε κατάσταση μη ανατάξιμη...
Το «Μνημόνιο» του πρώτου Κομνηνού (δάνεια απ' τους Δόγηδες, παραχώρηση λιμένων, νόθευση του νομίσματος και στρατιωτική εξάρτηση) δεν μπόρεσαν να το ανατρέψουν ούτε ο γιος του Ιωάννης, ο και Καλογιάννης επονομαζόμενος, ούτε ο πολυπράγμων Μανουήλ ούτε ο δυστυχής Ανδρόνικος.
Βεβαίως, επειδή οι Φράγκοι, άπληστοι γαρ κι αγροίκοι, το παράκαναν στην αφαίμαξη, μια ωραία ημέρα ο λαός της Πόλης ξεσηκώθηκε και τους κατέσφαξε έως ενός - πλην όμως δεν γλύτωσε. Πανίσχυροι πια οι Λατίνοι, κυρίαρχοι πλέον των θαλασσών, επέστρεψαν δριμύτεροι κι εξανάγκασαν τους Κομνηνούς στην παραχώρηση ακόμα περισσότερων προνομίων.
Το θλιβερό τέλος όλης αυτής της διαδικασίας βρήκε τον συμβολισμό του στο κομμένο κεφάλι του τελευταίου Κομνηνού να «βλέπει» το ίδιο του το σώμα να σκυλεύεται στον Ιππόδρομο και να σύρεται αιμόφυρτο ρετάλι εν Μέση Οδώ. Ο δυστυχής Ανδρόνικος!
Ο αγαπημένος του λαού. Ο επαναστάτης πρίγκηπας, ο μεταρρυθμιστής. Σε έναν χρόνο μέσα τύραννος τους βγήκε των ρωμιών, μισάνθρωπος, θεομίσητον άρχισαν να τον βρίζουν όλοι κι όταν είδαν, έπαθαν κι απόκαναν, τον ξέκαναν.
Αγριοι καιροί τότε, άλλα ήθη, δεν υπήρχαν κι ελικόπτερα να 'ρθουν άγγελοι εξ ουρανού να αναληφθείς, να φύγεις.
Ηρθαν όμως -οριστικώς αυτήν τη φορά- οι Φράγκοι. Κι έκαναν μια και καλή την Πόλη λαμπόγυαλο! Στη μεγαλύτερη καταστροφή που κατάφεραν ληστές κι αγριάνθρωποι μετά το ξεπάτωμα της Καρχηδόνας.
Ιστορίες......που τις έχουμε ξαναπεί και κατά καιρούς επανερχόμαστε σ' αυτές, βραχεία γαρ η μνήμη...
Του Στάθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου