Ζεϊμπέκικο μ’ έμαθε ο μακαρίτης ο κυρ Κώστας.
Παλιός ρεμπέτης περιπλανώμενος με τον αραμπά μανάβης στο επάγγελμα, φίλος του Μάρκου Βαμβακάρη, μικρασιάτης πρόσφυγας, άνθρωπος του μόχθου και του πόνου, είχε τον ζεϊμπέκικο στο αίμα του και παρηγοριά του.
Όταν του ζήτησα να μου μάθει να τον χορεύω η πρώτη κουβέντα που μου είπε ήταν πως τον ζεϊμπέκικο δεν τον μαθαίνει κανείς αλλά τον βιώνει.
Υποχωρώντας μπροστά στην επιμονή μου δέχτηκε τελικά κι έτσι ευτύχησα να μάθω ζεϊμπέκικο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο μάθημα. Έστρωσε τον ταβλά αγκινάρα κ-κιόφυλλα (φύλλα από κουκιά) και ρακί πιάσαμε ριζά μια ελιά από κάτου και μια ολόκληρη μέρα καθόταν και μού ‘λεγε για τον χορό αυτό.
Ζεϊμπέκικος: αρχαίος χορός της Θράκης που οι ζεϊμπέκηδες τον μετέφεραν στην μικρά ασία και από εκεί επέστρεψε μαζί με τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Χορός κατ’ εξοχήν ανδρικός πολεμικός συνεπακόλουθος της ήττας.
Όταν ένας άνδρας χορεύει ζεϊμπέκικο έχει ήδη χάσει την μάχη οι συμπολεμιστές του είναι πια νεκροί και αυτός ο μόνος ζωντανός μάχεται να παραμείνει ζωντανός. Για τον χορευτή που χορεύει ζεϊμπέκικο δεν υπάρχουν άλλοι.
Είναι μόνος του ηττημένος πονεμένος χωρίς δυνάμεις παραπαίει και παραπατά χάνει τον ρυθμό της ζωής και τον ξαναβρίσκει χτυπά απελπισμένα στα τυφλά εκλιπαρεί και οδύρεται είναι ζαλισμένος χαμένος λαβωμένος μόνος κι έρημος μα συνεχίζει. Όταν κάποιος χορεύει ζεϊμπέκικο δεν έχει πιά τίποτ’ άλλο να χάσει είναι ήδη νεκρός ψυχορραγεί και αυτό το ψυχορράγημα είναι οι κινήσεις του σώματος. Δεν υπάρχουν βήματα δεν υπάρχει αρχή μέση και τέλος δεν υπάρχει σχέδιο.
Το σώμα αγωνίζεται να επιβιώσει όπως όπως.
Πέφτει και ξανασηκώνεται γονατίζει και τρικλίζει στρίβει στα τυφλά έχει χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Γυρίζει ο χορευτής γύρω από τον εαυτό του κυκλωμένος από εχθρούς πόνους και βάσανα που τον χτυπούν από παντού. Πολεμάει για να ζήσει κι ας είναι ήδη νεκρός.
Κάποιες φορές χτυπά το χέρι του στο πάτωμα όπως χτυπά ο νεκρός την πόρτα του Άδη. Ν’ ανοίξει να μπει να ησυχάσει.
Αυτά μου έδινε ο κυρ Κώστας και πιάνοντας μια αράχνη που είχε στήσει τον ιστό της στα σκέρβελα της ρίζας που καθόμασταν της έκοψε τα πόδια με τον σουγιά και μ’ έβαλε να τα παρατηρώ. «τα βλέπεις»; μου ‘λεγε «τα βλέπεις τα ποδάρια πως κουνιούνται ακόμα κι ας είναι η αράχνη νεκρή;
Ε αυτός είναι ο ζεϊμπέκικος κι όπως κάθε ποδάρι έχει τον δικό του διαφορετικό σπασμό έτσι και κάθε χορευτής έχει τον δικό του τρόπο τις δικές του κινήσεις»
Ο χορός των νεκρών, ο χορός των χαμένων, ο χορός των πονεμένων.
Ο χορός των μόνων όπως μόνοι είμαστε όλοι μπροστά στον πόνο και στον θάνατο.
Υπάρχουν δυό ειδών ζεϊμπέκικοι.
Ο ένας είναι ο πεταχτός και τον χορεύουν οι νέοι.
Ο άλλος είναι ο αργός ο βαρύς κι ασήκωτος, τον λένε γιουρούκικο και τον χορεύουν οι έμπειροι οι μάγκες.
Ο πεταχτός έχει σάλτα και πηδήματα και πολεμάει από το στήθος κι απάνω. Στον πεταχτό δε ανήκουν και τα χτυπήματα της φτέρνας κίνηση που υποδηλώνει ότι ο χορευτής-πολεμιστής αντέχει ακόμα και στέκεται στα πόδια του και πως όσο οι φτέρνες του είναι αλάβωτες αυτός δεν πέφτει.
Θυμήθηκε κανείς τον Αχιλλέα μήπως;;;
Αντίθετα ο γιουρούκικος ζεϊμπέκικος είναι σέρτικος, ο χορευτής είναι σχεδόν ακίνητος και περιστρέφεται πολεμώντας χαμηλά, στην κοιλιά και κάτω. Μου λεγε ο κυρ Κώστας πως παλιά οι παππούδες του χρησιμοποιούσαν τον ζεϊμπέκικο σε επιδείξεις οπλομαχητικής με μαχαίρι..
Η ιεροτελεστία τώρα του ζεϊμπέκικου ξεκινάει πολύ πριν.
Δεν νοείται είναι νόμος απαράβατος για να χορέψει κανείς τον χορό αυτό να έχει πρώτα το κεφάλι του «γεμάτο» να έχει πιει δηλαδή αρκετά. «χωρίς θεία κοινωνία ζεϊμπέκικος δεν γίνεται» μου έλεγε ο κυρ Κώστας όπου ως θεία κοινωνία εννοούσε βέβαια την πόση μιας τουλάχιστον τρίλιτρης νταμιτζάνας κρασιού. «Η ζαλάδα της μάχης δεν διαφέρει γιέ μου από την ζαλάδα του κρασιού κι ο ζεϊμπέκικος είναι μάχη» μου ‘λεγε.
Πιές για να χορέψεις και μην χορέψεις αν δεν πιείς, νόμος.
Ένας άλλος νόμος του ζεϊμπέκικου είναι πως δεν χορεύεται ποτέ στο χώμα.
Ο ζεϊμπέκικος χορεύεται στο πλακόστρωτο, στα μαρμαρένια αλώνια, στην πλατεία του χωριού και στην αυλή του χάρου.
Ζεϊμπέκικος δεν χορεύεται στα οικογενειακά γλέντια στις χαρές και στα πανηγύρια παρ’ εκτός ως εξαίρεση αν ένας κάποιος θέλει να εκφράσει τον δικό του τον προσωπικό του πόνο ικετεύοντας εν μέσω της κοινότητας.
Δεν είναι χορός της χαράς είναι χορός χθόνιος του θανάτου και του πόνου.
Δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα μόνο εκφράζει το συναίσθημα του χορευτή.
Δεν εκφράζει το σύνολο εκφράζει μόνο τον πόνο του ενός που κάθε φορά χορεύει.
Τον χορευτή που χορεύει ζεϊμπέκικο δεν τον ενοχλεί κανείς.
Εκείνη την ώρα αυτός είναι ο ιερέας της ζωής του και ο ελάχιστος σεβασμός απαγορεύει γονατιστούς τριγύρω να του βαράνε παλαμάκια. Για να μην πω για κάτι κουτσαβάκικες γελοιότητες με κρασοπότηρα στο κεφάλι και για… διαλλείματα προς πόση.
Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να κάνω την θεωρία πράξη μ’ έβαλε ο κυρ Κώστας στην αυλή μ’ έκανε στουπί στο μεθύσι σηκώθηκε τρικλίζοντας κι αυτός μέτρησε τέσσερα επί τέσσερα βήματα οριοθέτησε τις γωνίες με βασιλικούς στην γλάστρα μου χάρισε ένα μαντήλι που ‘χε φέρει από την πατρίδα του μου το φόρεσε στο λαιμό και μ’ έβαλε να χορέψω. «κλαψε και χόρεψε τώρα που είσαι νιός και όλα τα μπορείς» μου είπε και αφού στραγγίξαμε άλλη μια φορά τα ποτήρια μπήκα στον χορό.
Εκεί σ’ εκείνη την αυλή με τα ζουμπούλια τους βασιλικούς τις λεβάντες και τους πανσέδες μια φορά την εβδομάδα επί ένα ολόκληρο καλοκαίρι μάθαινα ζεϊμπέκικο.
Μια φορά μάλιστα θυμάμαι εκεί που χόρευα «τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε» (μόλις είχα φάει μια γερή χυλόπιτα χαχα) μου έπεσε από την τσέπη ένα κέρμα κι έσκυψα ο νέος να το μαζέψω αλλά αμέσως πετάχτηκε ο κυρ Κώστας έδωσε μια κλωτσιά στο νόμισμα και με στριφογύρισε από τον ώμο «ρε αν η γκόμενα δεν άξιζε μία προς τι το ζεϊμπέκικο»; «στον πόλεμο θα έσκυβες να πιάσεις το κέρμα αν σου έπεφτε»; «ρε όταν πεθάνω εσύ θα σκέφτεσαι τις τσέπες σου»;
ΟΧΙ κυρ Κώστα σου τ' ορκίζομαι!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου