Πως πριν 600 χρόνια περίπου οι Αρβανίτες ξεκίνησαν ως εχθροί κατσαπλιάδες, και εξελίχθηκαν αρχικά σε παρακατιανούς γείτονες και τελικά σε ισότιμους συμπολίτες των Ελλήνων!!!
Τελευταίος Ρωμαίος Δεσπότης της Ηπείρου υπήρξε ο Θωμάς Α' Κομνηνός Δούκας(1285-1318) που δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του Νικόλαο Ορσίνι, κόμη της Κεφαλονιάς, ο οποίος και τον διαδέχτηκε.
Επί δυναστείας Ορσίνι περί το 1340 πλάκωσαν οι "αδελφοί" μας Σέρβοι με τα πάλαι ποτέ φιλαράκια τους, τους Αλβανούς φύλαρχους και πολεμιστές (δηλαδή τους γνωστούς μας Αρβανίτες, που ήταν λαθρομετανάστες πρώτης γενιάς τότε).
Φυσικά τα μεσαιωνικά πράγματα ήταν πολύ αγριότερα από τα σημερινά και κάθε ομοιότητα με τους σημερινούς μετανάστες είναι φανταστική και οπωσδήποτε υπήρξαν και Αρβανίτες που κατέβαιναν ειρηνικά και τότε και αργότερα.
Ως γνωστόν το Ρωμαίικο την εποχή εκείνη είχε χάσει την μπάλα (από χρόνια) και παράπαιε, είχε όμως ισχυρή εμπειρία στην διαχείριση των λαθρομεταναστών, εποίκων και εισβολέων.
Ο Θωμάς Β’ Κομνηνός Πρελούμπος Παλαιολόγος ή Πρελούμποβιτς (Preljubović) γιος του Σέρβου τσάρου Γρηγόριου Πρελούμπου, ηγεμόνα της Θεσσαλίας, που πέθανε το 1355/56, ήταν Δεσπότης της Ηπείρου, με έδρα τα Ιωάννινα, ως το 1384.
Υπήρξε ιδιαίτερα αντιπαθής στον τοπικό πληθυσμό, λόγω του βίαιου χαρακτήρα του και της ιδιαίτερα δεσποτικών αντιλήψεών του. Όπως και οι Ρωμαίοι του καιρού του με τη βοήθεια των Τούρκων το 1382 σταδιακά κατάφερε και κατέκτησε αρκετές περιοχές της Ηπείρου που ως τότε είχαν καταλάβει οι ανεξαρτητοποιηθέντες Αλβανοί φύλαρχοι.
Έλαβε τον άτυπο χαρακτηρισμό «Αλβανιτοκτόνος», λόγω αυτών των στρατιωτικών επιτυχιών. Ο Αλβανός φύλαρχος Γκίνος Σπάτα αναφέρεται ότι είχε πολιορκήσει 5-6 φορές τα Γιάννενα. Και εκτός από τους Σπάτα και οι Λιόσα, οιΖενεβισαίοι, οι Μαλακάσιοι, ο Γκίνος Φράτα. Όλοι απέτυχαν.
Τον Θωμά Β’ διαδέχθηκε ο άντρας της χήρας του Φλωρεντίνος τυχοδιώκτης Ησαύ Μπουοντελμόντι (Esau de' Buondelmonti).
Τους Μπουαντελμόντηδες διαδέχτηκαν οι Τόκκοι ιταλικής καταγωγής δούκες των Επτανήσων που ήταν σοβαροί διοικητές. Κατά την Βικιπαίδεια ο Κάρολος Α’ Τόκκος ήταν Κόμης παλατινός Κεφαλληνίας Ζακύνθου (περίπου 1376 - 1429), Δούκας Λευκάδας και Δεσπότης Ηπείρου 1411 - 1429. Ήταν άνδρας φιλόδοξος, επέκτεινε την κυριαρχία του στις ηγεμονίες Άρτας, Ακαρνανίας, Ιωαννίνων, νότιας Αλβανίας και διαφόρων τμημάτων της Ηλείας στην Πελοπόννησο.
Σημειωτέον ότι την δεσποτεία της Άρτας την κατείχαν οι Αρβανίτες, ο δεσπότης Μαυρίκης (Μουρίκης) Μπούας σκοτώθηκε σε μάχη με τον Κάρολο ο οποίος αυτοαναγορεύτηκε Δεσπότης της Άρτας και των Ιωαννίνων και υπέγραφε τις αποφάσεις και τα έγγραφά του σε ελληνική γλώσσα με κόκκινο μελάνι, με το οποίο υπέγραφαν οι βυζαντινοί δεσπότες.
Ενδιαφέρον έχουν τα ονόματα των παιδιών του, με την σύζυγό του Φραγκίσκα Ατζιαϊόλι απέκτησε τρία νόμιμα παιδιά τον Κάρολο, την Μαγδαληνή και την Κρέουσα τα οποία όμως πέθαναν λίγο μετά το 1414. Είχε όμως και πέντε νόθους γιους: τον Μέμνονα, τον Ηρακλή, τον Τύρνο, τον Αντώνιο και τον Ορλάντο.
Ο γιος του και ο εγγονός του του έμελλε να παραδώσουν Γιάννενα, Άρτα και Αγγελόκαστρο στους Οθωμανούς.
Το Αγγελόκαστρο στην Αιτωλοακαρνανία ήταν η εστία των Αρβανιτών Μπουαίων-Γριβαίων. Το 1333 η φάρα των Μπουαίων, μαζί με αυτές των Μαλακασαίων και Μεσσαριτών, κατέβηκαν από τα ορεινά της Θεσσαλίας στην πεδιάδα, μαζί με 12.000 άλλους «Αλβανούς», με την υπόσχεση στον αυτοκράτορα Κατακουζηνό να ζήσουν ειρηνικά.
Όμως η κατάχρηση της μισθοφορικής βοήθειας των Τούρκων και η έξυπνη πολιτική τους, τους έκανε σύντομα ρυθμιστές των βαλκανικών ζητημάτων του 15ου αιώνα. Ο Τόκκος έριξε το πρώτο γερό κυνηγητό στους Αρβανίτες Ηπείρου και Θεσσαλίας τους οποίους τους συναντάμε πλέον όλο και νοτιότερα.
Ο Οθωμανοί εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλία (οριστικά το 1423) και οι Αρβανίτες της περιοχής πλέον άρχισαν να ροβολάνε οριστικά και αμετάκλητα προς τα κάτω αφού δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τους εισβολείς.
Αφορμή δόθηκε και από τους άρχοντες των κρατιδίων της Νότιας Ελλάδας που τους προσκαλούσαν να πολεμούν για αυτούς με αντάλλαγμα στρατοτόπια (Μανουήλ Κατακουζηνός στο Μοριά, Καταλανοί σε Λοκρίδα και Βοιωτία, Νέριος Ατζαϊόλι σε Κορινθία, Θεόδωρος Παλαιολόγος ξανά στον Μοριά, Κεντυρίων Ζαχαρίας στην Ηλεία και Δυτική Πελοπόννησο, Βενετοί στην Εύβοια και Αντώνιος Ατζαϊόλι στα Μεσόγεια Αττικής.
Από την εποχή αυτή (1350-1450) έμειναν τα οικογενειακά ονόματα μεσαιωνικών Αλβανών ως τοπωνύμια και οι γνωστές αρβανίτικες περιοχές της Ελλάδας.
Στην συνέχεια ακολούθησαν και άλλες πληθυσμιακές μετακινήσεις των απογόνων των ίδιων ανθρώπων (νησιά Αργοσαρωνικού, Άνδρος, Ν.Ιταλία κλπ) και μικρότερης έκτασης μεταναστευτικά κύματα που έφερε το νέο οθωμανικό status quo.
Από τον Σαράντο Καργάκο («Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες») για τη συγκεκριμένη περίοδο υπάρχουν δύο σημαντικές ιστορικές πηγές για την πληθυσμιακή σύνθεση της Πελοποννήσου. Η πρώτη είναι του Μάζαρι, που ίσως ήταν μοναχός με τ' όνομα Μάξιμος, και έγραψε ένα έργο μιμούμενος την Νεκυομαντεία του Λουκιανού που το επιγράφει «Επιδημία Μάζαρι εν Άδου».
Στην «επιδημία» του αυτή ο Μάζαρις αναφέρει ότι κατά τον 15ο αιώνα κατοικούσαν την Πελοπόννησο τα ακόλουθα έθνη:
Λακεδαίμονες (με αυτό εννοεί τους ελθόντες στο Μυστρά από την Βασιλεύουσα),
Πελοποννήσιοι (εννοεί τους αυτόχθονες),
Ιταλοί, Σθλαβίνοι, Αιγύπτιοι (εννοεί τους Τσιγγάνους),
Ιουδαίοι και Ιλλυριοί. Ιλλυριοί είναι οι επήλυδες Αλβανοί.
[σημ. Οι Ιταλοί είναι κυρίως Βενετοί, Ουενετοί που λέει και ο Χαλκοκονδύλης.
Οι Σθλαβίνοι είναι πιθανότατα οι Μηλίγγοι του Ταϋγέτου που σώζονταν ακόμα εκείνη την εποχή σαν ξεχωριστή οντότητα (τελευταία αναφορά ότι μιλούσαν γλώσσα συγγενική της σλαβικής διαλέκτου σε περιοχές της Πολωνίας και Γερμανίας), απομεινάρια από τους σλαβικούς πληθυσμούς που είχαν εγκατασταθεί αιώνες πριν στις ελλαδικές περιοχές.]
Τελευταίος Ρωμαίος Δεσπότης της Ηπείρου υπήρξε ο Θωμάς Α' Κομνηνός Δούκας(1285-1318) που δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του Νικόλαο Ορσίνι, κόμη της Κεφαλονιάς, ο οποίος και τον διαδέχτηκε.
Επί δυναστείας Ορσίνι περί το 1340 πλάκωσαν οι "αδελφοί" μας Σέρβοι με τα πάλαι ποτέ φιλαράκια τους, τους Αλβανούς φύλαρχους και πολεμιστές (δηλαδή τους γνωστούς μας Αρβανίτες, που ήταν λαθρομετανάστες πρώτης γενιάς τότε).
Φυσικά τα μεσαιωνικά πράγματα ήταν πολύ αγριότερα από τα σημερινά και κάθε ομοιότητα με τους σημερινούς μετανάστες είναι φανταστική και οπωσδήποτε υπήρξαν και Αρβανίτες που κατέβαιναν ειρηνικά και τότε και αργότερα.
Ως γνωστόν το Ρωμαίικο την εποχή εκείνη είχε χάσει την μπάλα (από χρόνια) και παράπαιε, είχε όμως ισχυρή εμπειρία στην διαχείριση των λαθρομεταναστών, εποίκων και εισβολέων.
Ο Θωμάς Β’ Κομνηνός Πρελούμπος Παλαιολόγος ή Πρελούμποβιτς (Preljubović) γιος του Σέρβου τσάρου Γρηγόριου Πρελούμπου, ηγεμόνα της Θεσσαλίας, που πέθανε το 1355/56, ήταν Δεσπότης της Ηπείρου, με έδρα τα Ιωάννινα, ως το 1384.
Υπήρξε ιδιαίτερα αντιπαθής στον τοπικό πληθυσμό, λόγω του βίαιου χαρακτήρα του και της ιδιαίτερα δεσποτικών αντιλήψεών του. Όπως και οι Ρωμαίοι του καιρού του με τη βοήθεια των Τούρκων το 1382 σταδιακά κατάφερε και κατέκτησε αρκετές περιοχές της Ηπείρου που ως τότε είχαν καταλάβει οι ανεξαρτητοποιηθέντες Αλβανοί φύλαρχοι.
Έλαβε τον άτυπο χαρακτηρισμό «Αλβανιτοκτόνος», λόγω αυτών των στρατιωτικών επιτυχιών. Ο Αλβανός φύλαρχος Γκίνος Σπάτα αναφέρεται ότι είχε πολιορκήσει 5-6 φορές τα Γιάννενα. Και εκτός από τους Σπάτα και οι Λιόσα, οιΖενεβισαίοι, οι Μαλακάσιοι, ο Γκίνος Φράτα. Όλοι απέτυχαν.
Τον Θωμά Β’ διαδέχθηκε ο άντρας της χήρας του Φλωρεντίνος τυχοδιώκτης Ησαύ Μπουοντελμόντι (Esau de' Buondelmonti).
Τους Μπουαντελμόντηδες διαδέχτηκαν οι Τόκκοι ιταλικής καταγωγής δούκες των Επτανήσων που ήταν σοβαροί διοικητές. Κατά την Βικιπαίδεια ο Κάρολος Α’ Τόκκος ήταν Κόμης παλατινός Κεφαλληνίας Ζακύνθου (περίπου 1376 - 1429), Δούκας Λευκάδας και Δεσπότης Ηπείρου 1411 - 1429. Ήταν άνδρας φιλόδοξος, επέκτεινε την κυριαρχία του στις ηγεμονίες Άρτας, Ακαρνανίας, Ιωαννίνων, νότιας Αλβανίας και διαφόρων τμημάτων της Ηλείας στην Πελοπόννησο.
Σημειωτέον ότι την δεσποτεία της Άρτας την κατείχαν οι Αρβανίτες, ο δεσπότης Μαυρίκης (Μουρίκης) Μπούας σκοτώθηκε σε μάχη με τον Κάρολο ο οποίος αυτοαναγορεύτηκε Δεσπότης της Άρτας και των Ιωαννίνων και υπέγραφε τις αποφάσεις και τα έγγραφά του σε ελληνική γλώσσα με κόκκινο μελάνι, με το οποίο υπέγραφαν οι βυζαντινοί δεσπότες.
Ενδιαφέρον έχουν τα ονόματα των παιδιών του, με την σύζυγό του Φραγκίσκα Ατζιαϊόλι απέκτησε τρία νόμιμα παιδιά τον Κάρολο, την Μαγδαληνή και την Κρέουσα τα οποία όμως πέθαναν λίγο μετά το 1414. Είχε όμως και πέντε νόθους γιους: τον Μέμνονα, τον Ηρακλή, τον Τύρνο, τον Αντώνιο και τον Ορλάντο.
Ο γιος του και ο εγγονός του του έμελλε να παραδώσουν Γιάννενα, Άρτα και Αγγελόκαστρο στους Οθωμανούς.
Το Αγγελόκαστρο στην Αιτωλοακαρνανία ήταν η εστία των Αρβανιτών Μπουαίων-Γριβαίων. Το 1333 η φάρα των Μπουαίων, μαζί με αυτές των Μαλακασαίων και Μεσσαριτών, κατέβηκαν από τα ορεινά της Θεσσαλίας στην πεδιάδα, μαζί με 12.000 άλλους «Αλβανούς», με την υπόσχεση στον αυτοκράτορα Κατακουζηνό να ζήσουν ειρηνικά.
Όμως η κατάχρηση της μισθοφορικής βοήθειας των Τούρκων και η έξυπνη πολιτική τους, τους έκανε σύντομα ρυθμιστές των βαλκανικών ζητημάτων του 15ου αιώνα. Ο Τόκκος έριξε το πρώτο γερό κυνηγητό στους Αρβανίτες Ηπείρου και Θεσσαλίας τους οποίους τους συναντάμε πλέον όλο και νοτιότερα.
Ο Οθωμανοί εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλία (οριστικά το 1423) και οι Αρβανίτες της περιοχής πλέον άρχισαν να ροβολάνε οριστικά και αμετάκλητα προς τα κάτω αφού δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τους εισβολείς.
Αφορμή δόθηκε και από τους άρχοντες των κρατιδίων της Νότιας Ελλάδας που τους προσκαλούσαν να πολεμούν για αυτούς με αντάλλαγμα στρατοτόπια (Μανουήλ Κατακουζηνός στο Μοριά, Καταλανοί σε Λοκρίδα και Βοιωτία, Νέριος Ατζαϊόλι σε Κορινθία, Θεόδωρος Παλαιολόγος ξανά στον Μοριά, Κεντυρίων Ζαχαρίας στην Ηλεία και Δυτική Πελοπόννησο, Βενετοί στην Εύβοια και Αντώνιος Ατζαϊόλι στα Μεσόγεια Αττικής.
Από την εποχή αυτή (1350-1450) έμειναν τα οικογενειακά ονόματα μεσαιωνικών Αλβανών ως τοπωνύμια και οι γνωστές αρβανίτικες περιοχές της Ελλάδας.
Στην συνέχεια ακολούθησαν και άλλες πληθυσμιακές μετακινήσεις των απογόνων των ίδιων ανθρώπων (νησιά Αργοσαρωνικού, Άνδρος, Ν.Ιταλία κλπ) και μικρότερης έκτασης μεταναστευτικά κύματα που έφερε το νέο οθωμανικό status quo.
Από τον Σαράντο Καργάκο («Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες») για τη συγκεκριμένη περίοδο υπάρχουν δύο σημαντικές ιστορικές πηγές για την πληθυσμιακή σύνθεση της Πελοποννήσου. Η πρώτη είναι του Μάζαρι, που ίσως ήταν μοναχός με τ' όνομα Μάξιμος, και έγραψε ένα έργο μιμούμενος την Νεκυομαντεία του Λουκιανού που το επιγράφει «Επιδημία Μάζαρι εν Άδου».
Στην «επιδημία» του αυτή ο Μάζαρις αναφέρει ότι κατά τον 15ο αιώνα κατοικούσαν την Πελοπόννησο τα ακόλουθα έθνη:
Λακεδαίμονες (με αυτό εννοεί τους ελθόντες στο Μυστρά από την Βασιλεύουσα),
Πελοποννήσιοι (εννοεί τους αυτόχθονες),
Ιταλοί, Σθλαβίνοι, Αιγύπτιοι (εννοεί τους Τσιγγάνους),
Ιουδαίοι και Ιλλυριοί. Ιλλυριοί είναι οι επήλυδες Αλβανοί.
[σημ. Οι Ιταλοί είναι κυρίως Βενετοί, Ουενετοί που λέει και ο Χαλκοκονδύλης.
Οι Σθλαβίνοι είναι πιθανότατα οι Μηλίγγοι του Ταϋγέτου που σώζονταν ακόμα εκείνη την εποχή σαν ξεχωριστή οντότητα (τελευταία αναφορά ότι μιλούσαν γλώσσα συγγενική της σλαβικής διαλέκτου σε περιοχές της Πολωνίας και Γερμανίας), απομεινάρια από τους σλαβικούς πληθυσμούς που είχαν εγκατασταθεί αιώνες πριν στις ελλαδικές περιοχές.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου