Υπάρχουνε λοιπόν κάποιοι Έλληνες, πολλοί από τους οποίους έχω την τύχη να είναι και καλοί μου φίλοι, εντάξει άνθρωποι, σωστοί και δημιουργικοί – που θα έλεγες πως ζούνε σε μια άλλη, παράλληλη πραγματικότητα, εντελώς διαφορετική από την πραγματικότητα των άλλων Ελλήνων, εκείνων που ανήκουν στην φριχτά ταλαιπωρημένη από την σκληρή ύφεση, ευρύτερη πληθυσμιακά, κοινωνία.
Δεν σταματάει το βλέμμα τους στους μετανάστες ή τους ναρκομανείς στους δρόμους, δεν πιστεύουν καθόλου σε «καταστροφολογικά» σενάρια, δεν μποτιλιάρονται ποτέ πάνω από μια φορά το μήνα, προσέχουν την διατροφή τους, ακούνε Τρίτο Πρόγραμμα και αποφεύγουν τις εντάσεις. Η άποψή τους για το Μνημόνιο είναι πως «μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να μπει μία τάξη επιτέλους σ’ αυτόν τον τόπο», είναι αισιόδοξοι για τα οικονομικά και το Χρηματιστήριο, ανακουφίζονται κατά βάθος όταν βλέπουν πως «ελέγχεται κάπως» αυτή η ξαφνική εξέγερση (που βαφτίστηκε κιόλας «Επανάσταση του Νείλου»), είναι εξαιρετικά ευτυχείς που «ο Γιώργος έχει απομονώσει όλο το παλιό ΠΑΣΟΚ και κυβερνάει μόνος του με την Τρόϊκα» και, γενικά, «δεν ανησυχούν πια καθόλου».
Κατά την (πάρα πολύ σοβαρή) άποψή τους, όλα θα πάνε καλά. Ήδη έχουν δρομολογηθεί αποφάσεις και εξελίξεις που θα μεταμορφώσουν την Ελλάδα που ξέραμε μέχρι σήμερα, σε κάτι καινούργιο – αν όχι ιδανικό, πάντως πολύ καλύτερο από την Ελλάδα που παρέδωσε στον Γ.Α.Π ο Κώστας Καραμανλής τον Οκτώβριο του 2009.
Οι φορείς αυτών των απόψεων συμπαθούν τον κ. Μπουτάρη και τον κ. Καμίνη ιδιαιτέρα και ελπίζουν πως σε ανθρώπους τέτοιους θα αποφασίσουμε επιτέλους, από δω και μπρός, να βασιστούμε.
Καταλαβαίνουνε ειλικρινά το τεράστιο πρόβλημα που προκαλείται στους φτωχούς, τους συνταξιούχους, τους άνεργους και τους χαμηλόμισθους (ανατροπές που οδηγούν μέρα τη μέρα εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στην απόγνωση), αλλά, με λύπη τους, αποδέχονται την ανάγκη «να γίνουν κάποιες θυσίες».
Οι φίλοι (και οι γνωστοί) αυτοί, πιστεύουν πως πρέπει να απολυθεί, ή έστω να μετατεθεί άμεσα, τουλάχιστον το 50% των αναξιοκρατικά προσληφθέντων στο Δημόσιο κομματόσκυλων τα τελευταία 30 χρόνια (για να μην πω και 37), ακούν τον Τσίπρα να φωνάζει «Δεν πληρώνω» και ντρέπονται που ηγείται μέρους της αριστεράς ένας τόσο επικίνδυνα επιπόλαιος πολιτικός και εκτιμούν τις προσπάθειες της ΕΕ «να διασώσει την Ελλάδα», παρά τις αντιδράσεις που συναντά σε όλα τα επίπεδα.
Αυτή η πολιτισμένη και ψύχραιμη Ελλάδα περιλαμβάνει ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα (είναι εντυπωσιακό πόσοι «αριστεροί» είναι κοινωνοί αυτής της άποψης) και ο πυρήνας της είναι η κοινωνία των εχόντων περιουσίες ικανές να υπερβούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τις άμεσες ταμειακές δυσκαμψίες που, ενδεχομένως να εμφανισθούν κάποια στιγμή.
Υπάρχει ρευστό εδώ αρκετό για τις τρέχουσες ανάγκες και, λίγο ακόμα, κάπου αλλού, «για μια δύσκολη στιγμή». Έτσι κι αλλιώς αυτού του είδους οι Έλληνες δεν είναι μανιώδεις καταναλωτές ούτε τους ενδιαφέρει να αγοράζουνε κάθε χρόνο άχρηστες σαχλαμάρες.
Το “value for money” ήτανε πάντοτε το σύνθημά τους, γι’ αυτό και το παλιό τους παλτό μοιάζει ακόμα ολοκαίνουργιο. Ξέρουν να ταξιδεύουν, ξέρουν να τρώνε, ξέρουν να επενδύουν – χωρίς απαραιτήτως και να «ξοδεύουν». Άλλο να αγοράζεις ακριβά υλικά αγαθά που θα τα φοράς ή θα τα χρησιμοποιείς για δεκαετίες εσύ και τα παιδιά σου (που λέει ο λόγος) κι’ άλλο να «βγαίνεις για ψώνια».
Τι προσπαθώ να σας πω; Είναι απλό και ξεκάθαρο. Η ψαλίδα ανοίγει πάλι στην Ελλάδα τόσο πολύ ώστε οι έχοντες να μην κατανοούν πια τους μη έχοντες (και τις συμπεριφορές τους) - και το αντίστροφο: Οι μη έχοντες να ενοχλούνται από ένα ωραίο ρούχο, ένα καλό αυτοκίνητο, ακόμα και από μια καθαρή, τακτική πλατεία όπου παίζουν παιδιά και όπου, όσοι έχουν σκυλιά, έχουν και σακουλάκια για να μαζεύουν τα κακά τους.
Θέλουν να πάνε σ’ αυτή την πλατεία και να την χαλάσουν, να μην είναι πια όμορφη, να μην είναι καθαρή, να μην παίζουν εκεί με ασφάλεια τα παιδιά με τις νταντάδες – ή τις νεαρές μαμάδες που διαβάζουν ένα βιβλίο καθισμένες στο παγκάκι, μιλούν στο κινητό ή, γιατί όχι, κάτι γράφουν, online, στο notebook τους, προσέχοντας με την άκρη του ματιού τα πιτσιρίκια τους.
Εμένα, συγχωρέστε με, με ανησυχεί πάρα πολύ αυτή η φάση. Ίσως γιατί μου έλαχε να κατανοώ και να διακρίνω και τις δύο όψεις του νομίσματος – ή, μάλλον, του επικίνδυνου αυτού αδιεξόδου στο οποίο βρισκόμαστε.
Του Άρη Δαβαράκη
Δεν σταματάει το βλέμμα τους στους μετανάστες ή τους ναρκομανείς στους δρόμους, δεν πιστεύουν καθόλου σε «καταστροφολογικά» σενάρια, δεν μποτιλιάρονται ποτέ πάνω από μια φορά το μήνα, προσέχουν την διατροφή τους, ακούνε Τρίτο Πρόγραμμα και αποφεύγουν τις εντάσεις. Η άποψή τους για το Μνημόνιο είναι πως «μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να μπει μία τάξη επιτέλους σ’ αυτόν τον τόπο», είναι αισιόδοξοι για τα οικονομικά και το Χρηματιστήριο, ανακουφίζονται κατά βάθος όταν βλέπουν πως «ελέγχεται κάπως» αυτή η ξαφνική εξέγερση (που βαφτίστηκε κιόλας «Επανάσταση του Νείλου»), είναι εξαιρετικά ευτυχείς που «ο Γιώργος έχει απομονώσει όλο το παλιό ΠΑΣΟΚ και κυβερνάει μόνος του με την Τρόϊκα» και, γενικά, «δεν ανησυχούν πια καθόλου».
Κατά την (πάρα πολύ σοβαρή) άποψή τους, όλα θα πάνε καλά. Ήδη έχουν δρομολογηθεί αποφάσεις και εξελίξεις που θα μεταμορφώσουν την Ελλάδα που ξέραμε μέχρι σήμερα, σε κάτι καινούργιο – αν όχι ιδανικό, πάντως πολύ καλύτερο από την Ελλάδα που παρέδωσε στον Γ.Α.Π ο Κώστας Καραμανλής τον Οκτώβριο του 2009.
Οι φορείς αυτών των απόψεων συμπαθούν τον κ. Μπουτάρη και τον κ. Καμίνη ιδιαιτέρα και ελπίζουν πως σε ανθρώπους τέτοιους θα αποφασίσουμε επιτέλους, από δω και μπρός, να βασιστούμε.
Καταλαβαίνουνε ειλικρινά το τεράστιο πρόβλημα που προκαλείται στους φτωχούς, τους συνταξιούχους, τους άνεργους και τους χαμηλόμισθους (ανατροπές που οδηγούν μέρα τη μέρα εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στην απόγνωση), αλλά, με λύπη τους, αποδέχονται την ανάγκη «να γίνουν κάποιες θυσίες».
Οι φίλοι (και οι γνωστοί) αυτοί, πιστεύουν πως πρέπει να απολυθεί, ή έστω να μετατεθεί άμεσα, τουλάχιστον το 50% των αναξιοκρατικά προσληφθέντων στο Δημόσιο κομματόσκυλων τα τελευταία 30 χρόνια (για να μην πω και 37), ακούν τον Τσίπρα να φωνάζει «Δεν πληρώνω» και ντρέπονται που ηγείται μέρους της αριστεράς ένας τόσο επικίνδυνα επιπόλαιος πολιτικός και εκτιμούν τις προσπάθειες της ΕΕ «να διασώσει την Ελλάδα», παρά τις αντιδράσεις που συναντά σε όλα τα επίπεδα.
Αυτή η πολιτισμένη και ψύχραιμη Ελλάδα περιλαμβάνει ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα (είναι εντυπωσιακό πόσοι «αριστεροί» είναι κοινωνοί αυτής της άποψης) και ο πυρήνας της είναι η κοινωνία των εχόντων περιουσίες ικανές να υπερβούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τις άμεσες ταμειακές δυσκαμψίες που, ενδεχομένως να εμφανισθούν κάποια στιγμή.
Υπάρχει ρευστό εδώ αρκετό για τις τρέχουσες ανάγκες και, λίγο ακόμα, κάπου αλλού, «για μια δύσκολη στιγμή». Έτσι κι αλλιώς αυτού του είδους οι Έλληνες δεν είναι μανιώδεις καταναλωτές ούτε τους ενδιαφέρει να αγοράζουνε κάθε χρόνο άχρηστες σαχλαμάρες.
Το “value for money” ήτανε πάντοτε το σύνθημά τους, γι’ αυτό και το παλιό τους παλτό μοιάζει ακόμα ολοκαίνουργιο. Ξέρουν να ταξιδεύουν, ξέρουν να τρώνε, ξέρουν να επενδύουν – χωρίς απαραιτήτως και να «ξοδεύουν». Άλλο να αγοράζεις ακριβά υλικά αγαθά που θα τα φοράς ή θα τα χρησιμοποιείς για δεκαετίες εσύ και τα παιδιά σου (που λέει ο λόγος) κι’ άλλο να «βγαίνεις για ψώνια».
Τι προσπαθώ να σας πω; Είναι απλό και ξεκάθαρο. Η ψαλίδα ανοίγει πάλι στην Ελλάδα τόσο πολύ ώστε οι έχοντες να μην κατανοούν πια τους μη έχοντες (και τις συμπεριφορές τους) - και το αντίστροφο: Οι μη έχοντες να ενοχλούνται από ένα ωραίο ρούχο, ένα καλό αυτοκίνητο, ακόμα και από μια καθαρή, τακτική πλατεία όπου παίζουν παιδιά και όπου, όσοι έχουν σκυλιά, έχουν και σακουλάκια για να μαζεύουν τα κακά τους.
Θέλουν να πάνε σ’ αυτή την πλατεία και να την χαλάσουν, να μην είναι πια όμορφη, να μην είναι καθαρή, να μην παίζουν εκεί με ασφάλεια τα παιδιά με τις νταντάδες – ή τις νεαρές μαμάδες που διαβάζουν ένα βιβλίο καθισμένες στο παγκάκι, μιλούν στο κινητό ή, γιατί όχι, κάτι γράφουν, online, στο notebook τους, προσέχοντας με την άκρη του ματιού τα πιτσιρίκια τους.
Εμένα, συγχωρέστε με, με ανησυχεί πάρα πολύ αυτή η φάση. Ίσως γιατί μου έλαχε να κατανοώ και να διακρίνω και τις δύο όψεις του νομίσματος – ή, μάλλον, του επικίνδυνου αυτού αδιεξόδου στο οποίο βρισκόμαστε.
Του Άρη Δαβαράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου