Κατά τον Κωνσταντίνο Σάθα (Αθήνα, 1842 – Παρίσι, 1914 ήταν από τους επιφανέστερους Έλληνες ιστορικούς της νεότερης Ελλάδας καθώς και από τους πρωτοπόρους των νεοελληνικών ερευνών. Επίσης συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, μαζί με τον Αθανάσιο Παπαδόπουλο-Κεραμέα και τον Μανουήλ Γεδεών)
για την πλειοψηφία των κατοίκων της κυρίως Ελλάδας κατά το μεσαίωνα όπως σχεδόν και σήμερα μικρό ρόλο έπαιζε η θρησκεία στη ζωή τους. Ουσιαστικά ο ερχομός των Τούρκων ήταν που τους ώθησε να διαλέξουν θρησκευτικό στρατόπεδο, επιλέγοντας μεταξύ της προσκόλλησης στην τύποις θρησκεία τους, λόγω και του παραδοσιακού μίσους προς τους ασιάτες ή στην επιλογή της προσωπικής ανάδειξης με πλούτη και αξιώματα μέσου του εξισλαμισμού.
«Οι βυζαντινοί καλόγεροι ενόμισαν ότι εξεχριστιάνισαν την Ελλάδα μεταβάλοντες τους αρχαίους ναούς εις εκκλησίας, απαραλλάκτως ως οι Φράγκοι και οι Τούρκοι ενόμισαν ότι εκύρηξαν της βασιλεία του Πάπα και του Ισλάμ, μεταβάλοντες τους ορθόδοξους ναούς εις λατινικούς και εις τσαμία». Ακόμα και μετά τον Πορφυρογέννητο (που είχε γράψει ότι στα χρόνια του επήλθε πλήρης εκχριστιανισμός της Πελοποννήσου) αγιογραφικά μνημεία διαβεβαιώνουν ότι στην Λακωνία βασιλεύουν μη χριστιανοί άρχοντες τρομεροί μοναχοφάγοι, από το Oriens Christianus φαίνεται ότι λείπουν σειρές ολόκληρες επισκόπων στις ελληνικές περιοχές ενώ οι περισσότερες από αυτές φαίνεται να είναι ιδρύματα της Τουρκοκρατίας, αναφέρεται Πελοποννήσιος τιμαριούχος που τόλμησε να κηρύξει την αντικατάσταση της χριστιανικής λατρείας με τους παλαιούς θεούς της Ελλάδας, ο αρχιεπίσκοπος Νείλος ο Καβάσιλας (14ος αι.) επιπλήττει τον ανιψιό του που βιάστηκε να κηρύξει ενώπιον της βυζαντινής αυλής τον «ελληνισμόν» του ενώ έπρεπε μιμούμενος τους έξυπνους εμπόρους να μην αποκαλύπτει αυτά που πρεσβεύει.
Ακόμα και τον 19ο αιώνα ο Σάθας αναφέρει ότι η θρησκευτική αδιαφορία είναι νόσος από την οποία το ελληνικό έθνος πάσχει περισσότερο κάθε άλλου και πως όταν καταλάβει ότι μόνη η νηστεία δεν είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του χριστιανικού οικοδομήματος θα προκύψει στην Ελλάδα απαράλλακτο θρησκευτικό χάος με αυτό της Αλβανίας.
Ο Σάθας ως ειλικρινής χριστιανός επιπλήττει τους βυζαντινούς ως μη διδάσκοντες τον «αληθή» χριστιανισμό στους Έλληνες, αλλά εμμένοντας στον δια της αμάθειας εκχριστιανισμό μην παραλείποντας να υβρίζουν τους Έλληνες ως «παναπίστους, πονηρούς, βαρβάρους, Σκύθας, Μασσαγέτας, απεσθλαβωμένους δούλους των Ρωμαίων, αθεωτέρους των Τούρκων».
Σε πλήθος προσευχητάρια ο δεόμενος φέρεται να παρακαλεί τον χριστιανικό θεό να τον σώσει «από μυσαρών Εβραίων και Ελλήνων». Μέσα σε αυτό το κλίμα φαίνεται λογική η αδιαφορία των Ελλήνων όταν απειλούταν το ψυχορραγούν Βυζάντιο παρά της εκκλήσεις, ενώ «εν μέσω των θρήνων της υπό του Ισλάμ απειλουμένης εκκλησίας εκπυρσοκροτεί εν Σπάρτη ο αντιχριστιανικός πύραυλος του Πλήθωνος».
Όμως στην πορεία η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιστάθηκε στον εξευτελισμό του εξισλαμισμού και η αληθής αναγέννηση του ελληνισμού φαίνεται από την ίδρυση των πρώτων εν Ελλάδι σχολείων.
Ο πειρασμός του εξισλαμισμού
Ένα παράδειγμα από την ιστορία της οικογένειας των Γριβαίων της Αιτωλοακαρνανίας που κατάγεται από τους Μπουαίους, είχε αρματωλούς μέχρι το 1821 και υπάρχει ακόμα και σήμερα. Αγώνας για τα φέουδα και τα αρματωλίκια της περιοχής τους που οδηγούσε μέλη ακόμα και σε εξισλαμισμό για να πετύχουν τους σκοπούς τους, από χρονικό του 1637.
Η οικογένεια παρέμεινε τελικά χριστιανική και ελληνική στη συνέχεια, οι περισσότεροι όμως Αλβανοί από Τσαμουριά και πάνω προτίμησαν την εύκολη λύση, όπως και πολλοί Έλληνες σε Μακεδονία, Κρήτη και ιδίως Μικρά Ασία.
«Πέρνωντα ο Τούρκος το Μοριά όσοι στραδιόταις, ήγουν τζέρνιδες (Cernide=αρματωλοί) Αλμπανέζοι σε δούλεψι της σινιορίας (Βενετών), ήρταν στο νησί της Κεφαλονιάς και Κορφού, και ο πρέντζιπας τους εχάρισε φέουδα να μένουν στο νησί για φύλαξι.
Οι Μπουγίδες πήραν φέουδα στο Λιβαθό, οι Σπάτιδες με τους Μεναγίδες στο Κάστρο. Σε λίγο βγήκε προκλάμο του Τούρκου, το όσοι Ρωμαίοι είχαν φέουδα να τουρκεύουν και τα παίρνουν, ενάντιο τα χάνουν.
Τότε από τους Μπούγιδες βγήκε ο Γρίβας και από τους Σπάτιδες ο Μπαρκεζίνης, και επήγαν στο Γιάννινο και ετούρκεσαν και επήραν τα φέουδα της φαμελιάς των, που ήταν καθάριοι Μπούγιδες.
Ο Γρίβας γένηκε τσέρνιδος στο Ξερομέρι, και ο Μπαρκεζίνης στη Χιμάρα, πέρνοντα τα πατρικά τους φέουδα` η άλλη φαμίλια μινέσκοντα στο νησί της Κεφαλονιάς χριστιανοί έπερναν τόσα φλουριά το χρόνο από τους τουρκεμένους` υστέρου ο Γρίβας έστερνε τα φλουρία μονάχα στον αδελφό του το Σγούρο, και ο Μπαρκεζίνης στο Πολυκαλά` η άλλη φαμίλια ωχθρεύτηκε και ο Γκολεμής με το Μπούα και το Σπάτα εβγήκαν και επήγαν στον Τούρκο και επήραν του ξαδερφού τους του Γρίβα το φέουδο` μα αυτός τεχνικώτερος στ’ άρματα εσκότωσε τους δύο, και τον Γκολέμη τον εσκλάβωσε` ύστερου τον ελυπήθηκε και τον έβαλε κοντρατσέρνιδο στο Αγγελόκαστρο` οι Αλμπανέζοι της Κεφαλονιάς εβγήκαν από το νησί και εσκότωσαν το Γρίβα, και έβαλαν το ανήψι του Αποστόλη Μπούα, και ο Τούρκος δε το εδέχτηκε, γιατί δεν ήταν τουρκεμένο` ο γιος του Μπαρκεζίνη με βοήθεια του Τούρκου κατέβηκε από τη Χιμάρα και επήρε το Ξερομέρι και Μπόνιτσα, και έκοψε τον Αποστόλη, τον ξαδερφό του. Πεθαίνωντα ο Μπαρκεζίνης, ο γιος του Αποστόλη Θόδωρος Γρίβα επήρε τη Μπόνιτσα, και ο Γκολεμής επήρε το Ξερομέρι, και ύστερου τη Μπόνιτσα και τον έδιωξε.
Ο Θόδωρος ήρθε στο νησί και πήρε φέουδα από τη σινιορία στο Θιάκι…
Το παιδί του Θόδωρου Αποστόλης βγήκε και πήρε τη Μπόνιτσα και το Ξερομέρι και απόκλεισε το Γκουλεμή στ’ Αγγελόκαστρο, και του πήρε το κορίτζι στανικώς γυναίκα, και ο Γκουλεμής σε λίγο πέθανε. Ο Αποστόλης πήρε τότε και τα φέουδα του πεθερού του, και έτζι ετελείωσε ο πόλεμος των Μπουγίδων για τα φέουδα.
27 Γιανουαρίου 1637
Κωσταντής Βρυόνης γράφω δια θύμησι»
για την πλειοψηφία των κατοίκων της κυρίως Ελλάδας κατά το μεσαίωνα όπως σχεδόν και σήμερα μικρό ρόλο έπαιζε η θρησκεία στη ζωή τους. Ουσιαστικά ο ερχομός των Τούρκων ήταν που τους ώθησε να διαλέξουν θρησκευτικό στρατόπεδο, επιλέγοντας μεταξύ της προσκόλλησης στην τύποις θρησκεία τους, λόγω και του παραδοσιακού μίσους προς τους ασιάτες ή στην επιλογή της προσωπικής ανάδειξης με πλούτη και αξιώματα μέσου του εξισλαμισμού.
«Οι βυζαντινοί καλόγεροι ενόμισαν ότι εξεχριστιάνισαν την Ελλάδα μεταβάλοντες τους αρχαίους ναούς εις εκκλησίας, απαραλλάκτως ως οι Φράγκοι και οι Τούρκοι ενόμισαν ότι εκύρηξαν της βασιλεία του Πάπα και του Ισλάμ, μεταβάλοντες τους ορθόδοξους ναούς εις λατινικούς και εις τσαμία». Ακόμα και μετά τον Πορφυρογέννητο (που είχε γράψει ότι στα χρόνια του επήλθε πλήρης εκχριστιανισμός της Πελοποννήσου) αγιογραφικά μνημεία διαβεβαιώνουν ότι στην Λακωνία βασιλεύουν μη χριστιανοί άρχοντες τρομεροί μοναχοφάγοι, από το Oriens Christianus φαίνεται ότι λείπουν σειρές ολόκληρες επισκόπων στις ελληνικές περιοχές ενώ οι περισσότερες από αυτές φαίνεται να είναι ιδρύματα της Τουρκοκρατίας, αναφέρεται Πελοποννήσιος τιμαριούχος που τόλμησε να κηρύξει την αντικατάσταση της χριστιανικής λατρείας με τους παλαιούς θεούς της Ελλάδας, ο αρχιεπίσκοπος Νείλος ο Καβάσιλας (14ος αι.) επιπλήττει τον ανιψιό του που βιάστηκε να κηρύξει ενώπιον της βυζαντινής αυλής τον «ελληνισμόν» του ενώ έπρεπε μιμούμενος τους έξυπνους εμπόρους να μην αποκαλύπτει αυτά που πρεσβεύει.
Ακόμα και τον 19ο αιώνα ο Σάθας αναφέρει ότι η θρησκευτική αδιαφορία είναι νόσος από την οποία το ελληνικό έθνος πάσχει περισσότερο κάθε άλλου και πως όταν καταλάβει ότι μόνη η νηστεία δεν είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του χριστιανικού οικοδομήματος θα προκύψει στην Ελλάδα απαράλλακτο θρησκευτικό χάος με αυτό της Αλβανίας.
Ο Σάθας ως ειλικρινής χριστιανός επιπλήττει τους βυζαντινούς ως μη διδάσκοντες τον «αληθή» χριστιανισμό στους Έλληνες, αλλά εμμένοντας στον δια της αμάθειας εκχριστιανισμό μην παραλείποντας να υβρίζουν τους Έλληνες ως «παναπίστους, πονηρούς, βαρβάρους, Σκύθας, Μασσαγέτας, απεσθλαβωμένους δούλους των Ρωμαίων, αθεωτέρους των Τούρκων».
Σε πλήθος προσευχητάρια ο δεόμενος φέρεται να παρακαλεί τον χριστιανικό θεό να τον σώσει «από μυσαρών Εβραίων και Ελλήνων». Μέσα σε αυτό το κλίμα φαίνεται λογική η αδιαφορία των Ελλήνων όταν απειλούταν το ψυχορραγούν Βυζάντιο παρά της εκκλήσεις, ενώ «εν μέσω των θρήνων της υπό του Ισλάμ απειλουμένης εκκλησίας εκπυρσοκροτεί εν Σπάρτη ο αντιχριστιανικός πύραυλος του Πλήθωνος».
Όμως στην πορεία η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιστάθηκε στον εξευτελισμό του εξισλαμισμού και η αληθής αναγέννηση του ελληνισμού φαίνεται από την ίδρυση των πρώτων εν Ελλάδι σχολείων.
Ο πειρασμός του εξισλαμισμού
Ένα παράδειγμα από την ιστορία της οικογένειας των Γριβαίων της Αιτωλοακαρνανίας που κατάγεται από τους Μπουαίους, είχε αρματωλούς μέχρι το 1821 και υπάρχει ακόμα και σήμερα. Αγώνας για τα φέουδα και τα αρματωλίκια της περιοχής τους που οδηγούσε μέλη ακόμα και σε εξισλαμισμό για να πετύχουν τους σκοπούς τους, από χρονικό του 1637.
Η οικογένεια παρέμεινε τελικά χριστιανική και ελληνική στη συνέχεια, οι περισσότεροι όμως Αλβανοί από Τσαμουριά και πάνω προτίμησαν την εύκολη λύση, όπως και πολλοί Έλληνες σε Μακεδονία, Κρήτη και ιδίως Μικρά Ασία.
«Πέρνωντα ο Τούρκος το Μοριά όσοι στραδιόταις, ήγουν τζέρνιδες (Cernide=αρματωλοί) Αλμπανέζοι σε δούλεψι της σινιορίας (Βενετών), ήρταν στο νησί της Κεφαλονιάς και Κορφού, και ο πρέντζιπας τους εχάρισε φέουδα να μένουν στο νησί για φύλαξι.
Οι Μπουγίδες πήραν φέουδα στο Λιβαθό, οι Σπάτιδες με τους Μεναγίδες στο Κάστρο. Σε λίγο βγήκε προκλάμο του Τούρκου, το όσοι Ρωμαίοι είχαν φέουδα να τουρκεύουν και τα παίρνουν, ενάντιο τα χάνουν.
Τότε από τους Μπούγιδες βγήκε ο Γρίβας και από τους Σπάτιδες ο Μπαρκεζίνης, και επήγαν στο Γιάννινο και ετούρκεσαν και επήραν τα φέουδα της φαμελιάς των, που ήταν καθάριοι Μπούγιδες.
Ο Γρίβας γένηκε τσέρνιδος στο Ξερομέρι, και ο Μπαρκεζίνης στη Χιμάρα, πέρνοντα τα πατρικά τους φέουδα` η άλλη φαμίλια μινέσκοντα στο νησί της Κεφαλονιάς χριστιανοί έπερναν τόσα φλουριά το χρόνο από τους τουρκεμένους` υστέρου ο Γρίβας έστερνε τα φλουρία μονάχα στον αδελφό του το Σγούρο, και ο Μπαρκεζίνης στο Πολυκαλά` η άλλη φαμίλια ωχθρεύτηκε και ο Γκολεμής με το Μπούα και το Σπάτα εβγήκαν και επήγαν στον Τούρκο και επήραν του ξαδερφού τους του Γρίβα το φέουδο` μα αυτός τεχνικώτερος στ’ άρματα εσκότωσε τους δύο, και τον Γκολέμη τον εσκλάβωσε` ύστερου τον ελυπήθηκε και τον έβαλε κοντρατσέρνιδο στο Αγγελόκαστρο` οι Αλμπανέζοι της Κεφαλονιάς εβγήκαν από το νησί και εσκότωσαν το Γρίβα, και έβαλαν το ανήψι του Αποστόλη Μπούα, και ο Τούρκος δε το εδέχτηκε, γιατί δεν ήταν τουρκεμένο` ο γιος του Μπαρκεζίνη με βοήθεια του Τούρκου κατέβηκε από τη Χιμάρα και επήρε το Ξερομέρι και Μπόνιτσα, και έκοψε τον Αποστόλη, τον ξαδερφό του. Πεθαίνωντα ο Μπαρκεζίνης, ο γιος του Αποστόλη Θόδωρος Γρίβα επήρε τη Μπόνιτσα, και ο Γκολεμής επήρε το Ξερομέρι, και ύστερου τη Μπόνιτσα και τον έδιωξε.
Ο Θόδωρος ήρθε στο νησί και πήρε φέουδα από τη σινιορία στο Θιάκι…
Το παιδί του Θόδωρου Αποστόλης βγήκε και πήρε τη Μπόνιτσα και το Ξερομέρι και απόκλεισε το Γκουλεμή στ’ Αγγελόκαστρο, και του πήρε το κορίτζι στανικώς γυναίκα, και ο Γκουλεμής σε λίγο πέθανε. Ο Αποστόλης πήρε τότε και τα φέουδα του πεθερού του, και έτζι ετελείωσε ο πόλεμος των Μπουγίδων για τα φέουδα.
27 Γιανουαρίου 1637
Κωσταντής Βρυόνης γράφω δια θύμησι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου