Σχέδια για τη διάσωση της Ευρωζώνης έχουν υπάρξει πολλά, και αναμένονται και άλλα. Παρά τις διαφορές τους, συνήθως συμφωνούν σε ένα σημείο: η Γερμανία χειρίζεται την κρίση λανθασμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι υπέρμαχοι του ευρωομόλογου, που πιστεύουν ότι η έλλειψη ευρωπαϊκού οράματος της κ. Μέρκελ θα καταστρέψει το ευρώ.
Η πολιτική της Γερμανίας δεν είναι αυθαίρετη. Γεννάει βέβαια αντιφάσεις, αλλά αυτές οφείλονται στη σκληρή πραγματικότητα και όχι στην κ. Μέρκελ.
Το πρόβλημα της Ευρωζώνης είναι ότι οι χώρες της περιφέρειας είναι στην ουσία χρεοκοπημένες. Το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας τον Δεκέμβριο του 2009 ήταν περίπου 7 τρισ. ευρώ. Τα 2,6 τρισ. ήταν εξωτερικό και το υπόλοιπο εγχώριο.
Το ετήσιο εθνικό προϊόν των τριών χωρών κυμαίνεται στο 1,5 τρισ. Με επιτόκια 6-7% και ρυθμούς ανάπτυξης αρνητικούς, ή κοντά στο μηδέν, δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
Το εξωτερικό χρέος της περιφέρειας κατέχεται κυρίως από τις τράπεζες του κέντρου, που είναι εκτεθειμένες σε αναλογία πολλαπλάσια του κεφαλαίου τους. Και μόνο η επίσημη χρεοκοπία της Ελλάδας και της Πορτογαλίας θα αρκούσε για να τις απειλήσει σοβαρά. Αν χρεοκοπούσε και η Ιρλανδία και η Ισπανία, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα κατέρρεαν, επιφέροντας συντριπτικό πλήγμα στο ευρώ.
Η διάσωση, λοιπόν, του ευρώ απαιτεί τη σωτηρία των τραπεζών του κέντρου μέσω της αντιμετώπισης του προβληματικού χρέους της περιφέρειας. Πρόκειται για πραγματική οικονομική ζημία εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, που δεν απαλείφεται με λογιστικά τρικ.
Ποιος θα την επωμισθεί; Αν οι τράπεζες αναλάβουν σημαντικό μέρος της, θα πρέπει να γίνει αναπλήρωση του κεφαλαίου τους. Αν πάλι το Ταμείο Σταθερότητας απορροφήσει τα ομόλογα και μετεξελιχθεί σε «κακή τράπεζα», θα χρειαστεί αντίστοιχα μεγάλο κεφάλαιο. Η χειρότερη εκδοχή είναι να αναλάβει τη ζημία η ΕΚΤ. Ο ισολογισμός της θα πλημμυρίσει από κρατικά χαρτιά που έχουν ήδη χαρακτηριστεί «σκουπίδια», και η αξιοπιστία του ευρώ θα καταβαραθρωθεί.
Στην πράξη, ο κύριος όγκος της ζημίας απειλεί να καταλήξει στις πλάτες του γερμανικού δημόσιου τομέα. Εδώ τα περιθώρια είναι στενά για την κ. Μέρκελ. Το εθνικό προϊόν της Γερμανίας είναι της τάξεως των 3,3 τρισ. ευρώ, άρα η ζημία είναι τεράστια και για την ίδια. Το εργατικό εισόδημα έχει μείνει παγωμένο για δύο δεκαετίες και δεν θα σηκώσει εύκολα άλλη φορολογική πίεση.
Η γερμανική εργατική τάξη δεν έχει εξάλλου την παραμικρή διάθεση να διασώσει το ευρώ.
Κατά συνέπεια, η πολιτική κ. Μέρκελ καθορίζεται από δύο επιδιώξεις. Πρώτον, να απαλλάξει τις τράπεζες από το χρέος και, δεύτερον, να αναγκάσει την περιφέρεια να απορροφήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της ζημίας. Ετσι, η ΕΚΤ παρέχει ρευστότητα στις τράπεζες και δέχεται ως εγγύηση τα «σκουπίδια» της περιφέρειας, τα οποία ξεφορτώνονται οι τράπεζες. Το Ταμείο Σταθερότητας προσφέρει δανεισμό έκτακτης ανάγκης στην περιφέρεια, αλλά με υψηλό επιτόκιο και επιβολή σκληρής λιτότητας. Το εισόδημα των εργαζομένων της περιφέρειας απορροφά τη ζημία του χρέους.
Η πολιτική αυτή εμπεριέχει αντιφάσεις. Οσο η ΕΚΤ θα μαζεύει «σκουπίδια», τόσο θα κινδυνεύει η ίδια από μια πιθανή χρεοκοπία. Οσο θα συνεχίζεται η λιτότητα, τόσο θα υποχωρεί η ανάπτυξη, και άρα θα μεγαλώνει ο κίνδυνος της χρεοκοπίας. Συνεπώς η Γερμανία είναι αναγκασμένη να κάνει ελιγμούς ώστε να αποτρέπεται η επίσημη χρεοκοπία για όσο διάστημα θα κινδυνεύουν οι τράπεζες. Μπορεί, για παράδειγμα, να επιτρέψει στο Ταμείο Σταθερότητας να δανειστεί για να αγοράσει μέρος του προβληματικού χρέους.
Αυτός θα είναι και ο μόνος τύπος ευρωδανεισμού που θα εγκρίνει, χωρίς βεβαίως να άρει τα μέτρα λιτότητας. Μπορεί ακόμη να δεχτεί μερική επιμήκυνση του χρέους. Μόλις λήξει ο συναγερμός για τις τράπεζες, η Γερμανία θα τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με τους χρεοκοπημένους με μεγαλύτερη ευχέρεια.
Για την περιφέρεια το μέλλον επιφυλάσσει οικονομικό, κοινωνικό και εθνικό μαρασμό.Κάποια στιγμή θα το αντιληφθεί, θα προχωρήσει σε μονομερή διαγραφή του χρέους, και θα ξεκινήσει τη διαδικασία απεμπλοκής από το ευρώ. Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση μάλλον δεν θα είναι εκεί για να διαπιστώσει τις ραγδαίες αλλαγές που θα ακολουθήσουν.
Του Κώστα Λαπαβίτσα καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου