Ενας ποιητής. Ενας συγγραφέας. Ενας κινηµατογραφιστής. Οταν ο λαός δεν έχει φωνή, δανείζεται τη δική του. Κι όταν όλα αυτά µαζί, ποιητής, συγγραφέας, κινηµατογραφιστής, συγκεντρώνονται σε ένα και το αυτό πρόσωπο, τότε αυτή η φωνή γίνεται ακόµη πιο δυνατή.
Ολα αυτά µαζί είναι ο Ζεράρ Μορντιγιά. Στο συλλογικό έργο «Ολοι στους δρόµους», που γράφτηκε από οικονοµολόγους και κοινωνιολόγους και δηµοσιεύτηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Seuil, ο πρόλογος είναι δικός του. Γράφει σε αυτόν για τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις µεταρρυθµίσεις, για την κατάργηση των δηµόσιων υπηρεσιών, του εργατικού δικαίου και του κοινωνικού κράτους, για όλα αυτά που σήµερα βρίσκονται στην ηµερήσια διάταξη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και που στην ουσία αποτελούν άρνηση της ίδιας της δηµοκρατίας. Αλλά κυρίως γράφει για τη µεγάλη παρεξήγηση, για τη στρεβλή και άδικη εικόνα του κόσµου της εργασίας που παρουσιάζουν αυτές οι κυβερνήσεις και οι διάφοροι «φίλοι του λαού». «Επειδή είµαι ποιητής, συγγραφέας και κινηµατογραφιστής, η δική µου ελευθερία λόγου είναι ίσως µεγαλύτερη από όλων εκείνων των ειδικών ή των πανεπιστηµιακών που συνειδητά ή ασυνείδητα είναι δέσµιοι των θεσµών στους οποίους ανήκουν», λέει ο Μορντιγιά.
«Στις διαδηλώσεις και τις πορείες ακούω πολλούς συνοδοιπόρους µου να θεωρούν ακατανόητη τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, τη λιποψυχία τους, την προθυµία τους να παζαρέψουν µε µια εξουσία που τους αρνείται ή τους κοροϊδεύει».
Η εικόνα που δίνεται για τον κόσµο της εργασίας είναι άδικη. Οι εργαζόµενοι δουλεύουν, ναι, λέει ο Μορντιγιά, διαδηλώνουν, αλλά και διαβάζουν, πηγαίνουν στο θέατρο, στο σινεµά, ακούνε µουσική. ∆εν είναι εκείνη η ακαλλιέργητη και αγράµµατη µάζα που παρουσιάζουν οι κυβερνήσεις και τα µέσα ενηµέρωσης. Ή ακόµη και η διανόηση. Στην παρισινή εξέγερση του 1871, σχεδόν όλοι έγραψαν εναντίον της.
Ο Φλοµπέρ, οι Γκονκούρ, ακόµη και ο Ζολά. ∆εν έβλεπαν µπροστά τους παρά έναν ακαλλιέργητο όχλο. «Του άξιζε λοιπόν η σφαγή. Ολοι τους φοβούνταν µήπως απειληθεί η κοινωνική τους θέση, η περιουσία τους, οι καταθέσεις τους στην τράπεζα από µια δίκαιη ανακατανοµή του πλούτου. Με τρεις εξαιρέσεις: του Ουγκώ, του Βερλέν και του Ρεµπώ, που στάθηκαν στο πλευρό των εξεγερµένων».
Εύκολα γίνεται κανείς κακός αφ’ υψηλού. Μπροστά στην ανεργία, οι κυβερνώντες λένε πως όποιος έχει έστω και µια δουλειά του ποδαριού είναι προνοµιούχος. Τι ξέρουν όµως αυτοί από δουλειά; «Μονάχα ένας στους εκατό βουλευτές και γερουσιαστές της Γαλλίας έχει δουλέψει στον ιδιωτικό τοµέα», λέει ο Μορντιγιά. «Τι θα έλεγε η υπουργός Οικονοµικών Κριστίν Λαγκάρντ, αν την βάζαµε ταµία µε 800 ευρώ τον µήνα, µε δύο παιδιά στην αγκαλιά και µε το ευέλικτο ωράριο εργασίας, που αποτελεί την τελευταία λέξη του εκσυγχρονισµού;».
Ενα χάσµα βαθύ χωρίζει τον κόσµο των ελίτ από τον κόσµο της εργασίας. Οι εργαζόµενοι προδίδονται καθηµερινά από εκείνους που καµώνονται πως τους εκπροσωπούν, χωρίς να εκπροσωπούν κανέναν άλλο παρεκτός τον εαυτό τους.
Ολα αυτά µαζί είναι ο Ζεράρ Μορντιγιά. Στο συλλογικό έργο «Ολοι στους δρόµους», που γράφτηκε από οικονοµολόγους και κοινωνιολόγους και δηµοσιεύτηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Seuil, ο πρόλογος είναι δικός του. Γράφει σε αυτόν για τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις µεταρρυθµίσεις, για την κατάργηση των δηµόσιων υπηρεσιών, του εργατικού δικαίου και του κοινωνικού κράτους, για όλα αυτά που σήµερα βρίσκονται στην ηµερήσια διάταξη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και που στην ουσία αποτελούν άρνηση της ίδιας της δηµοκρατίας. Αλλά κυρίως γράφει για τη µεγάλη παρεξήγηση, για τη στρεβλή και άδικη εικόνα του κόσµου της εργασίας που παρουσιάζουν αυτές οι κυβερνήσεις και οι διάφοροι «φίλοι του λαού». «Επειδή είµαι ποιητής, συγγραφέας και κινηµατογραφιστής, η δική µου ελευθερία λόγου είναι ίσως µεγαλύτερη από όλων εκείνων των ειδικών ή των πανεπιστηµιακών που συνειδητά ή ασυνείδητα είναι δέσµιοι των θεσµών στους οποίους ανήκουν», λέει ο Μορντιγιά.
«Στις διαδηλώσεις και τις πορείες ακούω πολλούς συνοδοιπόρους µου να θεωρούν ακατανόητη τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, τη λιποψυχία τους, την προθυµία τους να παζαρέψουν µε µια εξουσία που τους αρνείται ή τους κοροϊδεύει».
Η εικόνα που δίνεται για τον κόσµο της εργασίας είναι άδικη. Οι εργαζόµενοι δουλεύουν, ναι, λέει ο Μορντιγιά, διαδηλώνουν, αλλά και διαβάζουν, πηγαίνουν στο θέατρο, στο σινεµά, ακούνε µουσική. ∆εν είναι εκείνη η ακαλλιέργητη και αγράµµατη µάζα που παρουσιάζουν οι κυβερνήσεις και τα µέσα ενηµέρωσης. Ή ακόµη και η διανόηση. Στην παρισινή εξέγερση του 1871, σχεδόν όλοι έγραψαν εναντίον της.
Ο Φλοµπέρ, οι Γκονκούρ, ακόµη και ο Ζολά. ∆εν έβλεπαν µπροστά τους παρά έναν ακαλλιέργητο όχλο. «Του άξιζε λοιπόν η σφαγή. Ολοι τους φοβούνταν µήπως απειληθεί η κοινωνική τους θέση, η περιουσία τους, οι καταθέσεις τους στην τράπεζα από µια δίκαιη ανακατανοµή του πλούτου. Με τρεις εξαιρέσεις: του Ουγκώ, του Βερλέν και του Ρεµπώ, που στάθηκαν στο πλευρό των εξεγερµένων».
Εύκολα γίνεται κανείς κακός αφ’ υψηλού. Μπροστά στην ανεργία, οι κυβερνώντες λένε πως όποιος έχει έστω και µια δουλειά του ποδαριού είναι προνοµιούχος. Τι ξέρουν όµως αυτοί από δουλειά; «Μονάχα ένας στους εκατό βουλευτές και γερουσιαστές της Γαλλίας έχει δουλέψει στον ιδιωτικό τοµέα», λέει ο Μορντιγιά. «Τι θα έλεγε η υπουργός Οικονοµικών Κριστίν Λαγκάρντ, αν την βάζαµε ταµία µε 800 ευρώ τον µήνα, µε δύο παιδιά στην αγκαλιά και µε το ευέλικτο ωράριο εργασίας, που αποτελεί την τελευταία λέξη του εκσυγχρονισµού;».
Ενα χάσµα βαθύ χωρίζει τον κόσµο των ελίτ από τον κόσµο της εργασίας. Οι εργαζόµενοι προδίδονται καθηµερινά από εκείνους που καµώνονται πως τους εκπροσωπούν, χωρίς να εκπροσωπούν κανέναν άλλο παρεκτός τον εαυτό τους.
Από τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου