Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού… «Λίγο απ’ όλα». Κάποια σκονισμένα σκατολοϊδια στη βιτρίνα...υποδύονται τα «είδη δώρων». Μερικά CD με τραγούδια που παραπέμπουν σε εκλογική κάλπη: Γίνονται σουξέ με την ανατολή του ηλίου και τελειώνουν στη δύση. Μπρελόκ – αρκουδάκια με ονόματα. Ένα φωτοτυπικό μηχάνημα. Δηλώσεις του νόμου 105. Φωτογραφίες για έκδοση διαβατηρίου και ταυτότητας.
Ότι φανεί στον τρελοστεφανή. Γενικώς.
Στο μαγαζάκι της κεντρικής οδού, προσηνής ο υπάλληλος. Εξυπηρετεί την κυρία που θαυμάζει μια ειδεχθή κορνίζα από κοχύλια. Το νεαρό με το μηχανάκι που περιμένει τις φωτοτυπίες του. Τον συνταξιούχο που ελέγχει σχολαστικά τις φωτό από την εκδρομή του συλλόγου στα Ζαγοροχώρια.
Προσηνής ο υπάλληλος. Χαμογελαστός. Ευγενέστατος. Παίρνει τα χρήματα. Δίνει ρέστα. Κόβει απόδειξη.
Ο μετανάστης μπαίνει αθόρυβα. Αθόρυβα στέκει δίπλα στον πάγκο. Αθόρυβα περιμένει. Στα χέρια του κρατάει ένα μεγάλο ντοσιέ. Ένα χαρτί του γλιστράει.
Το σηκώνει και το καθαρίζει με προσοχή.
Σφραγίδες, χαρτόσημα, υπογραφές. Πράσινη κάρτα.
- Καλημέρα σας…
Καμία απάντηση. Η κυρία μετακινείται λίγο πιο αριστερά του. Μια ιδέα. Ανεπαισθήτως. Ο υπάλληλος δεν γυρίζει να τον κοιτάξει.
- Καλημέρα σας.
Το λέει λίγο αστεία αυτό το ρημάδι το «καλημέρα σας».
Με μια αλλόκοτη, βαριά προφορά. Ο συνταξιούχος, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τα Ζαγοροχώρια, χαμογελάει ειρωνικά.
Όχι πολύ. Μια ιδέα. Ανεπαισθήτως.
Η πόρτα ξανανοίγει κι άλλος πελάτης μπαίνει μέσα :
- Καλημέρα σας!
- Καλημέρα. Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
Ο μετανάστης περιμένει. Δεν διανοείται να διαμαρτυρηθεί.
Να ξεστομίσει ότι προηγείται.
Ψελλίζει μόνο με μισή – με εν τέταρτον φωνής:
- Δυο φωτογραφίες ταυτότητας παρακαλώ…
- Να περιμένεις!
Δεν υψώνεται η φωνή του υπαλλήλου. Δεν φωνάζει, δεν βρίζει. Απλά ο τόνος του γίνεται πιο κοφτός.
Πιο οξύς κι απότομος. Όχι πολύ. Μια ιδέα. Ανεπαισθήτως…
«Να περιμένεις». Ανεπαισθήτως του βγαίνει ο ενικός. Αυτός ο σεσημασμένος ενικός.
Όχι της ζεστασιάς. Όχι της φιλίας, της οικειότητας.
Ο ενικός του υποδεέστερου. Του κατώτερου. Του μετανάστη. Από έναν Έλληνα που ίσως ήταν γιος μεταναστών.
Και που το ξέχασε. Ίσως…
Ο καινούργιος πελάτης, με τον αγκώνα του σπρώχνει τον μετανάστη. Όχι πολύ. Μια ιδέα. Ανεπαισθήτως…
- Να περιμένεις!
Να περιμένεις. Δεν θα σε διώξουμε. Δεν θα σε πετάξουμε έξω. Δεν θα σε πλακώσουμε στις μπουνιές. Δεν θα σε ξεφτιλίσουμε. Θα εξυπηρετηθείς. Λίγο λιγότερο από τους άλλους. Θα περιμένεις. Λίγο περισσότερο από τους άλλους. Όχι πολύ. Μια ιδέα. Ανεπαισθήτως…
Ο μετανάστης στέκεται. Σφίγγει στην αγκαλιά του το ντοσιέ σαν μωρό παιδί. Κάποτε θα έρθει η σειρά του. Κάποτε θα στραφεί και σ’ αυτόν ο υπάλληλος. Έστω αγέλαστα. Έστω βλοσυρά. Έστω στον ενικό.
Και περιμένει. Κι είμαι εκεί. Δίπλα του. Και δεν μιλάω. Δεν διεκδικώ γι’ αυτόν τίποτα. Μονάχα – όταν δεν κοιτάζουνε οι άλλοι – του χαμογελώ. Ανεπαισθήτως. Και μου το ανταποδίδει. Ανεπαισθήτως… Ο Κούρδος. Ο πρόσφυγας. Ο παρίας. Ο εκτός των τειχών.
Α…, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω;
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον,
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Κ. Π. Καβάφης
Της Έλενας Ακρίτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου