Mε την τρέχουσα κρίση, όσο κι αν πιστεύεται ότι πρόκειται για νέο και μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία, εντούτοις το παρελθόν αναβιώνει και τα στερεότυπα του 1930 επανέρχονται ταχύτατα στο προσκήνιο. (....)
Όπως ακριβώς σήμερα, στη δεκαετία του 1930 η συντηρητική πλευρά είχε σπεύσει να αποδώσει την κρίση του 1929 στο όργιο καταναλωτισμού και επίπλαστης ευμάρειας της δεκαετίας που είχε προηγηθεί.
Αυτή ήταν η προσέγγιση του Φον Χάγεκ, με συμπέρασμα την ανάγκη «καταστολής» στις δαπάνες και στην κατανάλωση, ώστε να αποκατασταθεί ο «ενάρετος κύκλος» της οικονομίας, η αποταμίευση και η ανταγωνιστικότητα.
Αυτή ακριβώς ήταν η συνταγή των «ορθόδοξων» και φιλελεύθερων οικονομολόγων του Χάρβαρντ, που ακολουθούσε ο Αμερικανός πρόεδρος Χέρ μπερτ Χούβερ (1928-1932) στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της κρίσης, με αποτέλεσμα αυτή να επιδεινώνεται και η ανεργία να έχει εκτιναχτεί στο 40% του ενεργού αμερικανικού πληθυσμού.
Όμως αυτό δεν πτοούσε διόλου τους φιλελεύθερους και συντηρητικούς οικονομολόγους, δεδομένου ότι η επέκταση της ανεργίας θεωρείτο ως «αναγκαία και απαράκαμπτη» για την υποθετική εξυγίανση της οικονομίας.
Ο Χάγεκ, μάλιστα, είχε αποδώσει ηθικό χαρακτήρα στην κρίση και στην ανεργία: Πρόκειται για σωτήρια «κάθαρση» από την καταναλωτική «ύβρι» που έχει προηγηθεί.
Με το Βρετανό Κέυνς και τον Αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ εμφανίστηκε νέα προσέγγιση, βασισμένη κυρίως στη διαπίστωση ότι άλλοι είχαν υπερκαταναλώσει με όργιο πιστώσεων στη δεκαετία του 1930, ενώ η καταστολή εισοδημάτων στη συνέχεια έπληττε κυρίως όσους δεν είχαν καθόλου συμμετάσχει στις καταναλωτικές φιέστες.
Με τη νέα προσέγγιση, η κρίση θεωρήθηκε συνέπεια της υποκατανάλωσης και ανεπάρκειας ζήτησης, κυρίως από την πλευρά των μισθωτών. Εξ ου και η αγωγή του New Deal, που από το 1935 αύξησε τις δημόσιες δαπάνες και τα εισοδήματα της εργασίας, κυρίως με την πρόσληψη ανέργων σε δημόσια προγράμματα. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος που ακολούθησε δεν αναιρεί τη σημασία του προγράμματος του Ρούζβελτ, στο μέτρο που, από οικονομικής πλευράς, λειτούργησε ως μια ευκαιρία εξαιρετικής επέκτασης των δημόσιων δαπανών και ελλειμμάτων, όπως επίσης και του εργασιακού εισοδήματος, ως ποσοστού επί του εθνικού εισοδήματος. Εάν η οικονομία βγήκε από την κρίση, αυτό δεν επιτεύχθηκε με συρρίκνωση δαπανών, όπως διεκδικούσε η φιλελεύθερη και συντηρητική σχολή, αλλά με επέκταση αυτών, ακόμη και με διόγκωση των δημόσιων ελλειμμάτων επί του εθνικού εισοδήματος.
Μεταπολεμικά, η πολιτική του Ρούζβελτ συνεχίστηκε με τα Σχέδια Μάρσαλ για την Ευρώπη και την Ασία. Η Αμερική επλήρωσε πολλά στους υποτελείς της, αλλά αποκόμισε από αυτούς πολύ περισσότερα, ενώ, παράλληλα, η ταχεία αύξηση του εθνικού εισοδήματός της συρρίκνωσε το υψηλό δημόσιο χρέος της ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Κι ακόμη, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η πολιτική άμβλυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων απέφερε συστηματική τόνωση, ολοκλήρωση και εμπέδωση της εσωτερικής αγοράς της, ώστε αυτή να παραμένει η ισχυρότερη στον κόσμο.
Στην εποχή μας, αποτυχημένες από την ιστορική εμπειρία θεωρίες του 1930 επανεμφανίζονται με την αξίωση να αποδώσουν τη σημερινή κρίση στο «φθηνό και άφρον χρήμα», στην υπερκατανάλωση και στο όργιο επισφαλών πιστώσεων. Εάν αυτή η προσέγγιση έχει βάση, τότε η σχετική αγωγή θα διέρχεται μοιραία από μακρά περίοδο χρηματοπιστωτικής καταστολής, δηλαδή από σφιχτή λιτότητα, περικοπές κατανάλωσης, δημοσίων δαπανών και ελλειμμάτων.
Είναι γεγονός ότι επιχειρείται έτσι αυτοενοχοποίηση των μισθωτών και στο εγχείρημα αυτό προσχωρούν ακόμη και κάποια τμήματα της Αριστεράς, με το επιχείρημα ότι η προηγούμενη ευημερία ήταν «επίπλαστη». Όμως, για πολλούς εργαζόμενους όχι μόνον δεν ήταν πραγματική, αλλά δεν ήταν ούτε και επίπλαστη· απλώς δεν υπήρξε καν.
Και σήμερα αυτοί που δεν εγνώρισαν καμία απολύτως ευημερία καλούνται να πληρώσουν για κάποια είτε πραγματική είτε επίπλαστη ευημερία κάποιων άλλων. Οι εξειδικευμένες μετρήσεις, είτε από την Αμερική είτε από την Ευρώπη, επιβεβαιώνουν ότι στην εποχή μας οι εισοδηματικές ανισότητες οξύνθηκαν όσο ποτέ άλλοτε μετά τη δεκαετία του 1920, με συνέπεια αυτή ακριβώς που είχαν και τότε: τη δυσλειτουργία και την επιταχυνόμενη κατάρρευση του οικονομικού συστήματος. Η σύγχρονη συντήρηση αποδέχεται ότι η κάμψη των αναπτυξιακών ρυθμών αποφέρει επιβάρυνση του χρέους, όμως προβάλλει ως δόγμα της ότι η ανάκαμψη παραμένει ανέφικτη, εάν προηγουμένως δεν ισοσκελιστούν τα δημόσια ελλείμματα και δεν τεθούν υπό έλεγχο τα δημόσια χρέη.
Η άποψη πως «το χρέος δημιουργεί επίπλαστη ευημερία» είναι πολύ σχετική: Ακόμη κι αν δεν συνάδει με τη φιλελεύθερη ορθοδοξία στην ιστορία, η Ολλανδία αναπτύχθηκε με ισπανικά κεφάλαια, η Βρετανία με ολλανδικά, η Αμερική με βρετανικά. Σε κάθε περίπτωση, ο δανειολήπτης κέρδισε, ενώ ο δανειοδότης έχασε.
Κρίσιμο ζήτημα παραμένει όχι το χρέος, αλλά το πώς αυτό χρησιμοποιείται: Καταναλωτικά ή παραγωγικά; Κι ακόμη, η παραγωγική χρησιμοποίηση παραμένει επισφαλής, εάν βασίζεται περισσότερο στη ζήτηση άλλων χωρών παρά στη δική της. Μόνον η ανασυγκρότηση της εσωτερικής αγοράς και συνεπώς οικονομίας και κοινωνίας είναι σε θέση να διασφαλίσει σταθερότητα και διάρκεια στην ανάπτυξη και απεμπλοκή από σενάρια επιδείνωσης της κρίσης.
Συνεπώς, κάθε τόνωση του λαϊκού εισοδήματος και άμβλυνση ανισοτήτων σταθεροποιεί την οικονομία και την κοινωνία, ενώ, αντιθέτως, κάθε πακέτο λιτότητας, περικοπής εισοδημάτων και δαπανών εκθέτει την οικονομία και την κοινωνία σε αύξουσα αβεβαιότητα και στον κίνδυνο των διεθνών αγορών.
του Κώστα Βεργόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου