Το όνομα εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ρωσική Ιστοριογραφία στις αρχές του 18ου αιώνα προσδιορίζοντας όλους τους Τουρκόφωνους χριστιανούς της Βουλγαρίας. Έλληνες ιστορικοί υποστήριξαν την άποψη ότι πρόκειται για Μικρασιάτες Καραμανλήδες, μετανάστες στην Βόρεια Βουλγαρία και την Ανατολική Θράκη. Τα φύλλα αυτά αναφέρονται από τους Αρχαίους Έλληνες ιστορικούς, όπως ο Ηρόδοτος, ο Στράβωνας και ο Πτολεμαίος, οι οποίοι υποστήριζαν ότι πρόκειται για αυτόχθονες θρακικούς πληθυσμούς που έχουν σχέση με το αρχαίο θρακικό φύλο των Κροβύλων ή Κροβούζων που κατοικούσαν στην περιοχή της Οδησσού, σημερινής Βάρνας.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ο Ρωμαίος φυσιοδίφης ιστορικός Πλίνιος και ο εξόριστος ποιητής Οβίδιος αναφέρονται σε ένα θρακικό λαό που προφανώς, όπως ισχυρίζονται πολλοί μεταγενέστεροι μελετητές, είχε σχέση με τους Γκαγκαβούζηδες. Οι Γκαγκαβούζηδες εντοπίζονται στα παράλια του Δυτικού Εύξεινου Πόντου μεταξύ του ακρωτηρίου Αιμόντου και της πόλης Κωστάντζας της Ρουμανίας. Ακόμη εντοπίζονται στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας μέχρι την πόλη Προβάντια και το Σούμεν. Στη συγκεκριμένη περιοχή καταγράφονται συνολικά 70 χωριά και πόλεις όπου κατοικούν Γκαγκαβούζηδες με κυριότερες την Βάρνα, την Καβάρνα, το Ντόμπριτς, το Μπάλτζικ, το Σούμεν και το Πρόβαντι.
Πληθυσμιακή ομάδα με γεωργική και κτηνοτροφική ασχολία ζούσε γύρω από τις οχυρωμένες πόλεις των ελληνικών αποικιών, οι οποίες αποτελούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο , σε μία περίοδο συνεχών συγκρούσεων και επιδρομών.
Η διαβίωσή τους ανάμεσα σε συμπαγείς πληθυσμούς Οθωμανών Τούρκων τους ανάγκασε για να μπορούν να επιβιώσουν και να συναλλάσσονται να υιοθετήσουν την τουρκική γλώσσα. Χαρακτηριστικό είναι ότι η γλώσσα των Γκαγκαβούζηδων είναι παρόμοια με αυτή των Οθωμανών της βαλκανικής και όχι των Οσμανλήδων της Μικράς Ασίας. Με την ανακήρυξη του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης ως θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη όλων των χριστιανών, οι Γκαγκαβούζηδες εντάσσονται στο χριστιανισμό. Στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους βοήθησαν με όλα τα μέσα που διέθεταν το Ρωσικό στρατό. Το 1829 για να αποφύγουν τα αντίποινα των Οθωμανών μετανάστευσαν μαζικά στη Βεσσαραβία όπου ο πληθυσμός τους άρχισε να αναπτύσσεται σε ένα ιδιαίτερα ταραχώδες περιβάλλον.Οι διωγμοί που υπέστη ο Γκαγκαβούζικος πληθυσμός που βρισκόταν στην επικράτεια του Βουλγαρικού κράτους ήταν σκληροί και ανελέητοι. Οι μετακινήσεις τους ήταν συνεχείς προκειμένου να αποφύγουν τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που τους επέβαλλαν οι Βούλγαροι. Μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης με το Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1870-1878) σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους ακολουθώντας το ρωσικό στρατό εγκαθίστανται στην επαρχία Χάφσας του Μπαμπά –Εσκί και των Σαράντα Εκκλησιών.
Οι μεγάλοι ανθελληνικοί διωγμοί του 1906 και του 1914 τους ανάγκασαν ακολουθώντας τους υπόλοιπους Ανατολικορωμυλιώτες και Βαρνιώτες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να μετακινηθούν κυρίως προς την Ανατολική Θράκη αλλά και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ιδρύοντας τα δικά τους χωριά αλλά και τις δικές τους συνοικίες μέσα στις πόλεις. Τα μεταναστευτικά ρεύματα των Γκαγκαβούζηδων συνεχίσθηκαν και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Η μεγαλύτερη μάζα του πληθυσμού τους εγκαταστάθηκε στο Βόρειο Έβρο. Εγκαταστάσεις προσφύγων Γκαγκαβούζων έχουμε και στα χωριά της Κομοτηνής, Άμφια και Νέα Καλίστη, στα Χρυσοχώραφα Σερρών, στη Νέα Ζίχνη Σερρών, στο Λαγκαδά και Καλοχώρι Θεσσαλονικης καθώς και σε ορισμένα χωριά του Κιλκίς και της Θεσσαλίας.
Οι κοινότητες των Γκαγκαβούζων εξακολουθούν να διατηρούν μέχρι σήμερα τις παραδόσεις τους, τα τραγούδια, τους χορούς, τα ήθη, τα εθιμα και τα λαϊκά δρώμενα που αποτελούν ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό πολιτισμό. Ένα πολιτισμό γνήσιο Θρακιώτικο που μέσα στο πέρασμα των αιώνων αποτέλεσε το φάρο του πολιτισμού για όλους τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου